Αναδιατάσσεται το σκηνικό της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τους ελληνικούς ομίλους να κατασκευάζουν καινούργιους σταθμούς με καύσιμο το φυσικό αέριο και να παίρνουν τις θέσεις παλιών εργοστασίων της ΔΕΗ αλλά και να αντικαθιστούν ακόμη και δικά τους που λειτούργησαν πριν από περίπου 15 χρόνια.
Τι είναι αυτό που ώθησε τους ανεξάρτητους παραγωγούς ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (Ήρων), Mytilineos (Protergia) και Elpedison αλλά και νέους παίκτες στην παραγωγή, όπως τους ομίλους Κοπελούζου και Καράτζη, να διεκδικήσουν
καινούργιες άδειες για μονάδες ηλεκτρικού ρεύματος;
καινούργιες άδειες για μονάδες ηλεκτρικού ρεύματος;
Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς οι ιδιωτικές εταιρίες βλέπουν ραγδαίες εξελίξεις σε δύο με τρία χρόνια και για το λόγο αυτό σπεύδουν να πιάσουν θέσεις. Τότε υπολογίζεται ότι θα ξεκινά η λειτουργία των καινούργιων σταθμών με φυσικό αέριο.
Η πρώτη και κύρια είναι η απόσυρση λιγνιτικών και άλλων παλιών μονάδων της δημόσιας εταιρίας.
Η δεύτερη αφορά στη δημιουργία της ενιαίας περιφερειακής αγοράς με την ολοκλήρωση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες. Το target model που αναμένεται να εφαρμοστεί από το καλοκαίρι του 2020 θα συνδέσει σε πρώτη φάση την ελληνική αγορά ηλεκτρισμού με την ιταλική και σε δεύτερο χρόνο με τη βουλγαρική.
Το τέλος του λιγνίτη
Η κυριότερη όμως αλλαγή είναι η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας που έχει η δημόσια εταιρία στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το πάλαι ποτέ ισχυρό χαρτί της, οι λιγνιτικές μονάδες, καίγεται… από τη φωτιά που έχουν βάλει οι τιμές διοξειδίου του άνθρακα.
Υπενθυμίζεται ότι η τιμή του CO2 ήδη οδεύει για τα 30 ευρώ ανά τόνο όταν πριν από ενάμισι χρόνο ήταν στα 5 ευρώ ανά τόνο. Το 2018 το κόστος για τη ΔΕΗ αυξήθηκε σε 279,5 εκατ. ευρώ από 141,6 εκατ. το 2017.
Τα δικαιώματα που αγοράζει η ΔΕΗ πυροδοτούν το κόστος λειτουργίας και παραγωγής της επιχείρησης με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες μονάδες να είναι οικονομικά ασύμφορες. Ήδη η δημόσια εταιρία προχώρησε πέρυσι σε σχέση με το 2017 στη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 7% ήτοι 840 GWh. Αν συμπεριληφθούν και οι πωλούμενες λιγνιτικές μονάδες της Μελίτης και της Μεγαλόπολης που έριξαν κατά 640 GWh την παραγωγή τους, τότε συνολικά ο λιγνίτης έδωσε λιγότερο κατά σχεδόν 1.500 GWh ρεύμα. Το 2015 το σύνολο της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ ήταν στις 19.418 GWh, ενώ το 2018 μαζί με Μελίτη και Μεγαλόπλη ήταν λίγο κάτω από τις 15.000 GWh.
Η πτωτική αυτή τάση σε συνδυασμό με τις επερχόμενες αποσύρσεις των λιγνιτικών σταθμών του Αμυνταίου και της Καρδιάς, με κάποιους να βλέπουν ακόμη και το σβήσιμο του σταθμού φυσικού αερίου της Κομοτηνής ανοίγει χώρο για νέες πιο αποδοτικές μονάδες φυσικού αερίου. Το καύσιμο αυτό θα είναι και το μεταβατικό στην εποχή της διείσδυσης των ΑΠΕ, με το 2030. Ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός προβλέπει το μερίδιο ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για το 2030 να ανέρχεται σε 32%, σε σχέση με τον ελάχιστο στόχο που έχει τεθεί για 30%. Το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα ανέλθει στο 55% και ο λιγνίτης θα πέσει στο 17%. Βασικό καύσιμο στη μεταβατική περίοδο θα είναι το φυσικό αέριο.
Νέες μονάδες 3.500 MW
Πέντε ενεργειακοί όμιλοι, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Mytilineos, Elpedison, Κοπελούζος και Καράτζης δρομολογούν επενδύσεις 1,5 δις. ευρώ για την κατασκευή μονάδων φυσικού αερίου συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 3.500 MW. Οι τρεις πρώτοι διαθέτουν και λειτουργούν ήδη σταθμούς με φυσικό αέριο 2.100 ΜW.
Οι ιδιώτες φαίνεται να βλέπουν ως λύση για εξασφαλισμένες πωλήσεις τη σύναψη διμερών συμβολαίων, θα δίνει αυτή τη δυνατότητα το target model, με προμηθευτές. Για παράδειγμα, τέτοιο σχέδιο κάνει η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ με την εταιρία – μέλος της στην προμήθεια ρεύματος την ΗΡΩΝ.
Εκτός αυτού, όμως, στελέχη των ιδιωτικών εταιριών διαβλέπουν και σταδιακή απόσυρση δικών τους μονάδων, που κατασκευάστηκαν πριν από περίπου 15 χρόνια. Ο εξοπλισμός των νέων εργοστασίων τους θα είναι ό,τι πιο τελευταίο υπάρχει στην τεχνολογία με αποτέλεσμα να είναι πιο αποδοτικές.
Η ΔΕΗ ήδη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχει χάσει σημαντικά μερίδια. Το μερίδιο παραγωγής της δημόσιας εταιρίας στο διασυνδεδεμένο σύστημα το 2018 ήταν 44,3% έναντι 45,6% το 2017. Αυτό δείχνει, αν επιταχυνθούν το επόμενο διάστημα και οι απώλειες της στα μερίδια προμήθειας, ότι χώρος για νέες μονάδες φυσικού αερίου θα δημιουργηθεί.
Οι δυνατότητες δε, των ιδιωτών να προμηθεύονται το ανταγωνιστικό καύσιμο σε σχέση με το λιγνίτη από εναλλακτικές πηγές, όπως ο αγωγός TAP, το LNG, το FSRU Αλεξανδρούπολης καθιστούν τις μονάδες τους πρώτες στη σειρά για την ένταξη τους στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου