Στις επιχειρήσεις τα πράγματα είναι απλά: όταν τα έσοδα δεν
επαρκούν να καλυφθεί το κόστος παραγωγής και λειτουργίας, τότε προκαλούνται
ζημιές. Η ΔΕΗ από τις αρχές του 2018, έχοντας στον παραγωγικό της στόλο μεγάλο
αριθμό λιγνιτικών μονάδων είναι από τις πιο εκτεθειμένες εταιρείες στην Ευρώπη,
στην άνοδο του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Εντούτοις, την ίδια στιγμή που σε άλλες χώρες με μικρότερη έκθεση στον άνθρακα
υπάρχουν αλλαγές στις τιμές ρεύματος και αυξήσεις, στην Ελλάδα είχαμε…
μειώσεις.
Το πως συνέβη αυτό αποτυπώθηκε τόσο στα αποτελέσματα του
2018, όσο και στα μη οριστικοποιημένα μεγέθη του πρώτου τριμήνου του 2019, που
διέρρευσαν στη δημοσιότητα λόγω του περίφημου email προς τους γενικούς
διευθυντές, της αρμόδιας ΓΔ Οικονομικών Υπηρεσιών Αλ. Κόνιδα.
Ωστόσο η ευθύνη για την εξέλιξη αυτή, ουδόλως βαρύνει την
ίδια την επιχείρηση και τα στελέχη της, τα οποία εγκαίρως και σε ανύποπτο χρόνο
είχαν κρούσει τον κώδωνα και είχαν ζητήσει τη λήψη μέτρων.
Πάνω από 10 φορές τους τελευταίους μήνες ο ίδιος ο διευθύνων
σύμβουλος Μ. Παναγιωτάκης, είχε ζητήσει δημοσίως από την κυβέρνηση να εγκρίνει
τη θέσπιση ρήτρας διοξειδίου του άνθρακα στα τιμολόγια. Εδώ μάλιστα υπάρχει και
παρασκήνιο, αφού η συγκεκριμένη πρόταση για την θέσπιση ρήτρας, προερχόταν από τους
διεθνείς επενδυτές αλλά και από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης της ΔΕΗ.
Υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση από το Σεπτέμβριο του 2018 είχε προσλάβει διεθνή
χρηματοοικονομικό σύμβουλο με στόχο στο πρώτο δίμηνο του 2019 να προχωρήσει
στην έκδοση νέου διεθνούς ομολόγου, με διπλό στόχο: αφενός να αποπληρωθεί το
διεθνές ομόλογο του 2014, αφετέρου να ενισχυθεί η ρευστότητα και να δοθεί ένα
διεθνές σήμα εμπιστοσύνης από τους επενδυτές προς την επιχείρηση.
Η πρόταση για τη ρήτρα ωστόσο συνάντησε την άρνηση του
υπουργείου ενέργειας, το οποίο επίσης μέσω δημόσιων τοποθετήσεων του κ.
Σταθάκη, ξεκαθάρισε ότι δε θα γίνουν αυξήσεις στα τιμολόγια. Παρά το γεγονός
ότι μεσολαβούσε αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι τις ευρωεκλογές και οι όποιες
αναγκαίες προσαρμογές στα τιμολόγια θα μπορούσαν να έχουν αφομοιωθεί χωρίς
ιδιαίτερο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Αντ᾽αυτού επελέγη η λύση των έμμεσων κρατικών ενέσεων
ρευστότητας, μέσω της επιστροφής των ΥΚΩ παλαιότερων ετών σε δύο φάσεις: η
πρώτη στα τέλη του 2018 και η δεύτερη στα μέσα του 2019, χωρίς ωστόσο να είναι
ακόμη και σήμερα σαφές εάν θα προλάβει η ΔΕΗ να πάρει τα 250 εκατ. ευρώ που
σύμφωνα με τη ΡΑΕ δικαιούται για την υποανάκτηση της περιόδου 2007 -
2011.
Βεβαίως, δεν είναι μόνο ο πάγος στο αίτημα για θέσπιση ρήτρας
καυσίμων που δημιούργησε το πρόβλημα για τη ΔΕΗ, η οποία κλήθηκε τα τελευταία
χρόνια να επωμιστεί δυνάλογα βαρύ φορτίο κόστους, στο πλαίσιο των αλλαγών και
της οικονομικής εξυγίανσης της αγοράς. Συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές,
επιβάρυναν τη λειτουργία της και οδήγησαν σε πολύπλευρες διαρροές εσόδων.
Εν τέλει ωστόσο ήταν η κυβερνητική επιμονή για πάγωμα των
τιμολογίων, παρά την εκτίναξη του κόστους για τη ΔΕΗ, που κατάφερε το καίριο
πλήγμα με εντελώς αντίθετα αποτελέσματα για την ίδια την κυβέρνηση, η οποία
καλείται να απολογηθεί λίγες ημέρες πριν τις εκλογές για τα έργα και
ημέρες στη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας. Και την ίδια στιγμή η ίδια η ΔΕΗ
συνεχίζει να λειτουργεί σε κλοιό ζημιών, έχοντας αφεθεί στην τύχη της, όπως
έδειξε και η ολιγωρία με τη μη επιστροφή των ΥΚΩ. Σε κάθε περίπτωση οι όποιες
αποφάσεις και λύσεις έχουν μετατεθεί χρονικά για μετά τις εκλογές και την
επόμενη κυβέρνηση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου