Η κυβέρνηση καλείται να άρει άμεσα όλες τις στρεβλώσεις που αυξάνουν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας πλήττοντας καίρια την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η βιωσιμότητα χιλιάδων μεταποιητικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα ληφθούν κρίνοντας και την τύχη εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Η αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής για την ενέργεια με βασική προτεραιότητα τη μείωση των τιμών επείγει περισσότερο από ποτέ. Οι σημερινές συνθήκες βαθιάς ύφεσης, έλλειψης ρευστότητας, συρρίκνωσης της εγχώριας ζήτησης και μειωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας
επιβάλλουν πραγματισμό και ρήξη με ένα παρελθόν βασισμένο στην εσωστρέφεια, την προσδοκία μιας αενάως αυξανόμενης ζήτησης και τον ανερμάτιστο ιδεαλισμό.
επιβάλλουν πραγματισμό και ρήξη με ένα παρελθόν βασισμένο στην εσωστρέφεια, την προσδοκία μιας αενάως αυξανόμενης ζήτησης και τον ανερμάτιστο ιδεαλισμό.
Η νέα στρατηγική πρέπει να θέσει τους όρους ανάπτυξης της αγοράς τουλάχιστο για τις επόμενες δύο δεκαετίες επιστρέφοντας στις στοιχειώδεις αρχές της ενεργειακής πολιτικής διεθνώς: μέγιστη αξιοποίηση των φθηνών μορφών παραγωγής ενέργειας και βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων πηγών (λιγνίτης, νερά), αξιολόγηση επενδυτικών επιλογών με βάση το κόστος (δίκτυα, ενεργειακό μίγμα), μέγιστη δυνατή ενεργειακή ανεξαρτησία με διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας.
Δεν υπάρχει η πολυτέλεια πλέον για μια ενεργειακή πολιτική που αλλάζει διαρκώς με βάση μικροπολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα ή δήθεν καλοπροαίρετους μεγαλεπήβολους στόχους. «Ταμπού» όπως ο λιθάνθρακας και «σταθερές» όπως το μοντέλο αγοράς, το ενεργειακό μίγμα ή οι περιβαλλοντικοί στόχοι πρέπει να επανεξετασθούν με νηφαλιότητα, αντικειμενικότητα και ρεαλισμό.
Ένα σωστό μείγμα θα διευκολύνει την επανεκκίνηση της παραγωγικής οικονομίας
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλά λάθη στο σχεδιασμό της αγοράς στην προσπάθεια ικανοποίησης βραχυπρόθεσμων πολιτικών και επιχειρηματικών επιδιώξεων, πολλές φορές αντικρουόμενων όπως το άνοιγμα στον ανταγωνισμό με την ταυτόχρονη διατήρηση των κρατικών μονοπωλίων. Στο πλαίσιο αυτό ελήφθησαν μέτρα και δημιουργήθηκαν μηχανισμοί που επέτειναν το πρόβλημα και πολλαπλασίασαν τις στρεβλώσεις.
Έτσι καταλήξαμε στο σημερινό μόρφωμα, αυτό που μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί να αποκαλείται «αγορά», που λειτουργεί σαν κλειστό κύκλωμα με μόνο στόχο τη δική του επιβίωση. Σε αυτό το σύστημα ο καταναλωτής θεωρείται μια μάλλον ενοχλητική απόληξη, αναγκασμένος να υφίσταται και να επωμίζεται κάθε στρέβλωση, ανεπάρκεια ή καπρίτσιο της «αγοράς» και των παικτών της χωρίς καμία εναλλακτική.
Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας υιοθετήθηκε ένα μοντέλο αγοράς γνωστό ως "υποχρεωτικό pool" (περισσότερα σε επόμενο άρθρο) το οποίο, ενώ κατά κοινή ομολογία των παραγόντων της αγοράς έχει κλείσει τον κύκλο του, εντούτοις διατηρείται και συνεχίζει να αποτελεί μια από τις βασικές πηγές στρεβλώσεων και διόγκωσης του κόστους. Αλήθεια γιατί παραμένει? Πάντως όχι για το συμφέρον των καταναλωτών.
Οι πολιτικές ευθύνες είναι διαχρονικές και διακομματικές. Από το «βέτο» στην εισαγωγή του λιθάνθρακα στο ενεργειακό μίγμα, στην εγκατάλειψη του λιγνίτη ως πυλώνα της ενεργειακής υποδομής και από τον περιορισμό των ιδιωτικών επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή μόνο σε μονάδες Φυσικού Αερίου μέχρι την ακύρωση του στρατηγικού προγράμματος επέκτασης σε ξένες αγορές και δημιουργίας ενός «εθνικού πρωταθλητή» της ενέργειας, οι επιλογές χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα και το κυριότερο, απουσία στοχοθέτησης βάσει κοστολογημένου μακροχρόνιου σχεδίου.
Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα επιπόλαιου σχεδιασμού είναι η περίπτωση της περίφημης Πράσινης Ανάπτυξης . Στα τέλη του 2010, όταν τα σημάδια της κρίσης ήταν ήδη πασιφανή και η χώρα διένυε το τρίτο συνεχόμενο έτος ύφεσης, έγινε μια άνευ προηγουμένου στροφή στην επιθετική προώθηση των πλέον ακριβών μορφών ΑΠΕ, βασισμένη σε μια ιδεοληπτική αντίληψη περί ανάπτυξης πέρα από κάθε ρεαλιστική προσέγγιση για το κόστος και τις συνέπειες στην υπόλοιπη οικονομία και τους πολίτες της χώρας.
Με όχημα μια πολιτική γενναίων επιδοτήσεων και εγγυημένων υψηλών αποδόσεων με κρατική εγγύηση εστάλη το μήνυμα σε όλη την κοινωνία ότι οι ΑΠΕ «μοιράζουν λεφτά». Το μοντέλο ποτέ δεν ήταν βιώσιμο οικονομικά, η κρίση απλώς επιτάχυνε τον εκτροχιασμό. Σήμερα η παραγόμενη ενέργεια από φωτοβολταϊκά αμείβεται με μέση τιμή 300 €/MWh, το κόστος παραγωγής μίας MWh από φυσικό αέριο είναι 100 €, ενώ από λιγνίτη 30 € και από υδροηλεκτικά ακόμα χαμηλότερο. Σύμφωνα με στοιχεία του ΛΑΓΗΕ, το κόστος των επιδοτήσεων προς τις ΑΠΕ θα φτάσει τα 1,9 δισ. € το 2013, ενώ αν συνυπολογιστούν οι επιδοτήσεις μέσω μηχανισμών εγγυημένου εσόδου που μοιράζονται στους υπόλοιπους παραγωγούς (βλ. συνέχεια), ο συνολικός ετήσιος λογαριασμός ξεπερνά τα 2,7 δισ. €, σε μια «αγορά» της τάξης των 6 δισ. € και σε μία οικονομία που καταρρέει...
«Μεταβατικοί» μηχανισμοί: ουδέν μονιμότερον του προσωρινού
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που η κατανάλωση φυσικού αερίου (ΦΑ) στηρίζεται στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 70% ενώ ταυτόχρονα αυτό είναι 100% εισαγόμενο. Η τιμή του συνδέεται με τις ιδιαίτερα ακριβές –σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη- μακροχρόνιες συμβάσεις της ΔΕΠΑ με τους ξένους προμηθευτές της. Επίσης, η εγχώρια αγορά ΦΑ είναι εκ των πραγμάτων άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο. Αυτός ο στενός εναγκαλισμός των δύο αγορών δημιουργεί παρενέργειες εμφανείς πλέον σε ολόκληρη την παραγωγική βάση.
Για να καταστούν βιώσιμες (!) οι νέες επενδύσεις σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΦΑ τόσο των ιδιωτών όσο και της ΔΕΗ, θεσπίστηκαν «μεταβατικοί» μηχανισμοί εγγυημένου εσόδου, από τους οποίους επωφελούνται όλες οι μονάδες ΦΑ. Ο χαρακτήρας και φυσικά το κόστος αυτών των μηχανισμών είναι άλλη μία θλιβερή ελληνική πρωτοτυπία που δεν απαντάται αλλού στον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τεράστιο πλήγμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Οι μηχανισμοί αυτοί αφαιρούν κάθε κίνητρο για αποδοτική λειτουργία τόσο των επί μέρους μονάδων όσο και του όλου συστήματος. Το «υποχρεωτικό pool» παρέχει εξασφαλισμένο πελάτη για τις μονάδες και οι «μεταβατικοί» μηχανισμοί εγγυημένο έσοδο. Με αυτούς τους όρους, γιατί να μπει κανείς στη βάσανο του ανταγωνισμού;
Περαιτέρω, εφόσον οι μονάδες αμείβονται μόνο όταν και όσο παράγουν, οι στρεβλώσεις φτάνουν σε σημείο να επιτρέπουν σε ακριβές μονάδες ΦΑ να πιέζουν εκτός αγοράς ακόμα και μονάδες λιγνίτη παρότι αυτές έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος. Αυτοί οι στρεβλοί μηχανισμοί είναι γνωστοί στην αγορά. Γιατί διατηρούνται;
Τέλος, οι μεταβατικοί μηχανισμοί δημιουργούν στρέβλωση ακόμα και στην αγορά ΦΑ αφού η ζήτηση της ηλεκτροπαραγωγής διατηρείται τεχνητά υψηλή, ενώ δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για συμπίεση των τιμών αερίου, δημιουργώντας ένα επιπλέον πρόβλημα στους υπόλοιπους καταναλωτές, βιομηχανικούς και μη.
Οι υποστηρικτές των μηχανισμών αυτών διατείνονται πως η διατήρησή τους είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Αναρωτιέται όμως κανείς εάν η σημερινή κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ομαλή και εν πάσει περιπτώσει, εάν το κόστος για την «ομαλή» λειτουργία της αγοράς είναι αυτή τη στιγμή το χαμηλότερο δυνατό.
Δυστυχώς η λειτουργία της αγοράς θυμίζει παρωδία. Οι μεταβατικοί μηχανισμοί λειτουργούν για τη διατήρηση στη ζωή «με χαμηλή κερδοφορία» (!!!) επενδύσεων που ήταν μάλλον ατυχείς και αποτελούν προσβολή για κάθε καταναλωτή που αγωνιά για την πληρωμή του επόμενου λογαριασμού του ηλεκτρικού.
Μετά από επανειλημμένα διαβήματα προς όλες τις αρμόδιες Αρχές και Υπουργεία για διόρθωση της κατάστασης, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για ημίμετρα και επί μέρους διορθώσεις. Απαιτείται άμεσα κατάργηση όλων των μεταβατικών μηχανισμών και των στρεβλώσεων. Ας λειτουργήσει επιτέλους η αγορά με όρους ανταγωνισμού:
• να λειτουργούν οι οικονομικότερες μονάδες χωρίς περιορισμούς
• η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) να αντανακλά 100% το κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς, χωρίς ανώτατο όριο
• να καταργηθεί το «υποχρεωτικό pool» και να επιτραπούν οι διμερείς συμβάσεις
• να καταργηθεί ο μηχανισμός Cost Recovery
• να περιοριστεί δραστικά το πλήθος και η αμοιβή των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ).
Η κατάργηση των ανωτέρω στρεβλών μηχανισμών θα μειώσει το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος όλων των καταναλωτών και θα δημιουργήσει συνθήκες για την εξυγίανση τόσο της αγοράς ηλεκτρισμού όσο και αυτής του φυσικού αερίου.
Η κρίση λειτούργησε ως καταλύτης. Τα προβλήματα που ήταν κρυμμένα επιμελώς κάτω από το χαλί βγήκαν στην επιφάνεια, νωρίτερα. Πρέπει επιτέλους η πολιτεία να κάνει τις επιλογές της: θέλει να κρατήσει στη ζωή τις επιδοτούμενες μονάδες ΑΠΕ του ενός νυχτοφύλακα; Τις
πριμοδοτούμενες μονάδες αερίου των 25 εργαζομένων; Ή τα εργοστάσια των εκατοντάδων εργαζομένων, που αποτελούν οικονομικούς αιμοδότες των τοπικών κοινωνιών, συντηρούν τις εξαγωγές, παράγουν ΑΕΠ και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Τα ψέματα τελείωσαν.
πριμοδοτούμενες μονάδες αερίου των 25 εργαζομένων; Ή τα εργοστάσια των εκατοντάδων εργαζομένων, που αποτελούν οικονομικούς αιμοδότες των τοπικών κοινωνιών, συντηρούν τις εξαγωγές, παράγουν ΑΕΠ και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Τα ψέματα τελείωσαν.
*Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι Μέλος Προεδρείου ΕΒΙΚΕΝ ( Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας)
(capital.gr, 13/5/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου