DEH

DEH

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Τάσος Σαραντής: Η αναγέννηση του βρομερού λιγνίτη

Η όρεξη της Ευρώπης για φτηνή ηλεκτρική ενέργεια αναβιώνει τα ορυχεία που παράγουν το πιο βρόμικο είδος άνθρακα, γεγονός που απειλεί να γιγαντώσει τη ρύπανση και να ισοπεδώσει κάποια χωριά που έχουν επιζήσει από τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Σε όλη την εξορυκτική ζώνη της ηπείρου, από τη Γερμανία μέχρι την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας όπως οι Vattenfall AB, CEZ AS και PGE SA αναπτύσσουν ανοιχτά ορυχεία που παράγουν λιγνίτη. Πρόκειται για τον χειρότερης ποιότητας άνθρακα που, κατά την καύση του, παράγει λιγότερη ενέργεια και περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι ο πιο συχνά καιόμενος λιθάνθρακας. Κι αυτό συμβαίνει ενώ στην επίσημη πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κυριαρχούν ο περιορισμός των ρυπογόνων εκπομπών και η καθαρότερη ενέργεια. Ομως, θορυβημένοι από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που αγγίζουν περίπου τα διπλάσια επίπεδα των ΗΠΑ, οι αρμόδιοι φορείς χάραξης πολιτικής επιτρέπουν την επέκταση των ανθρακωρυχείων, τον αριθμό των οποίων μείωσαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Γεωλογικά νεότερος από τον λιθάνθρακα, ο λιγνίτης, ως επί το πλείστον, βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια της γης, καθιστώντας τους ανοιχτούς λάκκους ως τον πιο οικονομικό τρόπο για να εξαχθεί. Η χρήση του λιγνίτη μειώθηκε κατά 40% την περίοδο 1990 – 2010, καθώς οι κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ έκλεισαν τις γερασμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις τους.
Στη Γερμανία, ο λιγνίτης είναι η σημαντικότερη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας αντιπροσωπεύοντας το 26% της παραγωγής ενέργειας το περασμένο έτος. Η εξόρυξη λιγνίτη διατηρεί περίπου 22.000 θέσεις εργασίας στο Λάουσιτζ. Στην ίδια περιοχή, η εξόρυξη λιγνίτη έχει εξαφανίσει από τον χάρτη 136 χωριά από το 1924, σύμφωνα με το Archiv Verschwundener Orte, ένα μουσείο στο Φορστ που εξιστορεί τις επιπτώσεις της εξόρυξης. Σήμερα, η κρατική σουηδική εταιρεία Vattenfall επιδιώκει την επέκταση ενός ορυχείου που βρίσκεται βόρεια του Proschim, ενός χωριού 330 κατοίκων κοντά στα γερμανικά σύνορα με την Πολωνία, ηλικίας 700 χρόνων.
Η εταιρεία επιδιώκει να λάβει την έγκριση προκειμένου να γκρεμίσει το χωριό ώστε να επεκτείνει το λιγνιτωρυχείο της. Με την επέκταση του ορυχείου η Vattenfall θα εξάγει 204 εκατ. τόνους περισσότερο λιγνίτη, όταν, μέχρι σήμερα, ξεθάβει περίπου 60 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Η πολιτειακή κυβέρνηση του Βρανδεμβούργου, η οποία επιδιώκει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 72% μέχρι το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και να παράγει το 40% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας του κρατιδίου από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το ίδιο έτος, θα είναι αυτή που θα αποφασίσει εάν θα εγκρίνει τα σχέδια εξόρυξης της Vattenfall.
Σήμερα, η Πολωνία, η οποία λαμβάνει σχεδόν το 90% της ηλεκτρικής της ενέργειας από άνθρακα, επιταχύνει τη χρήση του καυσίμου ως μέσου για την ενεργειακή της ασφάλεια και τη διατήρηση της απασχόλησης σε ορισμένες από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας. Πέρυσι, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στην Πολωνία αυξήθηκε κατά 3,7%, ενώ η παραγωγή από τις εγκαταστάσεις λιθάνθρακα μειώθηκε κατά 7%, σύμφωνα με την εταιρεία PGE, η οποία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Στα τέλη του 2011, η εταιρεία ξεκίνησε τη λειτουργία μιας μονάδας 858 μεγαβάτ στο εργοστάσιο της Belchatow, που αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη εγκατάσταση θερμικής ενέργειας της Ευρώπης, ενώ αναβάθμισε και μια μονάδα καύσης λιγνίτη στο εργοστάσιο της Turow.
Στην Τσεχική Δημοκρατία, δρομολογείται ένα σχέδιο που προβλέπει τη χαλάρωση των ορίων εξόρυξης και που μπορεί να εξαφανίσει το Horni Jiretin, ένα χωριό ηλικίας 750 χρόνων που επέζησε από τους δύο τελευταίους παγκόσμιους πολέμους. Η CEZ, η μεγαλύτερη τσεχική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που ελέγχεται από το κράτος, παράγει το 48% της ενέργειας σε εργοστάσια που καίνε άνθρακα. Και σκοπεύει, μόνο σε ένα ορυχείο εξόρυξης λιγνίτη, να αυξήσει την παραγωγή κατά 6% ή κατά 24,1 εκατ. τόνους φέτος.
Σημειώνεται ότι η ζήτηση λιγνίτη σε ολόκληρο τον κόσμο αναμένεται να αυξηθεί κατά 5,4% έως το 2020, σύμφωνα τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. Η ίδια εκτιμά ότι η κατανάλωση πρέπει να πέσει κατά 10% κατά την περίοδο αυτή ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που εγκρίθηκαν από την Ε.Ε. και τους ηγέτες του κόσμου ώστε να συγκρατηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα.
(Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: