DEH

DEH

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας

Κάθε κοινωνία ζει και αναπτύσσεται, λίγο ή πολύ, με μύθους. Ίσως η δική μας στη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στο Νομό Κοζάνης να διαμόρφωσε περισσότερο ή λιγότερο ένα μύθο με άνθρακα και πασπάλισμα σκόνης. Το λιγνιτικό αναπτυξιακό οικοδόμημα το οποίο τροφοδότησε τα τελευταία 60 χρόνια την περιοχή, ταλανίζεται σήμερα από τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές συμφωνίες που η χώρα συνυπογράφει, μετά εταίρων και φίλων.
Το μοντέλο της λιγνιτικής ανάπτυξης πλήττεται «τοπικά» από τις κοινωνικές αντιδράσεις και
παγκοσμίως από μια ανερχόμενη νέα οικονομία, με χαμηλότερες εκπομπές CO2 και φιλικότερη σχέση με το περιβάλλον. Στην παρούσα συγκυρία, η περιοχή μας και η χώρα γενικώς, στον τομέα της ενέργειας, δείχνουν να αναζητούν το δρόμο τους. Η οικονομική κρίση επιβραδύνει σημαντικά τους ρυθμούς υλοποίησης των επενδύσεων, εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων σε κεφάλαια και τεχνογνωσία, αλλά και τις παρεπόμενες τεχνικές δυσκολίες σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του καθεστώτος που τις διέπει. Στην ουσία μιλάμε για ένα σύνθετο εγχείρημα που απαιτεί συναντίληψη κράτους, κοινωνίας και επενδυτικής κοινότητας, για το τι σημαίνει οικονομία χαμηλού άνθρακα και πώς θα είναι διαχειρίσιμη καλύτερα, σε σχέση με το επιχειρηματικό-οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό όμως που πυροδοτεί κάθε καινούργιο κύκλο ανάπτυξης, είναι η εισαγωγή της καινοτομίας και όχι το κράτος. Η καινοτομία αλλάξει άρδην τη μορφή της παραγωγής αλλά και του ίδιου του προϊόντος μεταλλάσσοντας το κυρίαρχο τεχνολογικό παράδειγμα. Η ενεργειακή τεχνολογία αιχμής, κινείται σήμερα γύρω από τον αέρα, τον ήλιο και το ουράνιο. Η τεχνολογία π.χ. των Ηλιακών παραβολικών κατόπτρων (Concentrated Solar Power, CSP) δείχνει να ωριμάζει και να αποτελεί μια υποσχόμενη τεχνολογία για το κοντινό μέλλον. Ας έρθουμε όμως στα πολύ δικά μας.

Όπως είναι γνωστό με βάση το Κιότο, η «ημετέρα» Ευρώπη πρέπει να πετύχει μείωση των θερμοκηπιακών εκπομπών κατά 8% μέχρι το 2012 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 (έτος βάσης). Η θέσπιση από την Ε.Ε. του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Aερίων Θερμοκηπίου (bubble policy) οδήγησε (2003/87/ΕΚ) σε ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορεύσιμων Αδειών Ρύπανσης με στόχο τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου με τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους. Στην Ελλάδα, σε σχέση με το έτος βάσης 1990, έχει επιτραπεί αύξηση κατά 25% μέχρι το 2012. Η εκτίμηση του Εθνικού Σχεδίου Κατανομής Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΚΔΕ) το οποίο προσδιορίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων και την κατανομή τους, είναι ότι στο τέλος του 2012 θα έχουμε υπερβεί το 40% ενώ ως το 2020 με βάση το Σενάριο Αναμενόμενης Εξέλιξης (ΣΑΕ) το αντίστοιχο ποσοστό της αύξησης αναμένεται να είναι 58%. Επομένως για την περίοδο 2008-2012 προκύπτει μια υπέρβαση ανάμεσα στους στόχους, της τάξης του 15% και έπεται συνέχεια. Η ημιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ μέσω των λιγνιτικών μονάδων θεωρείται ο βασικός παραγωγός CO2 σε ποσοστό 40% του συνόλου των εκπομπών της χώρας και όπως φαίνεται καλύπτει το ποσοστό της, με την αγορά αδειών ρύπανσης με ένα επιπλέον κόστος. Το Ελληνικό Σχέδιο Κατανομής Δικαιωμάτων Εκπομπών για την τριετία 2005-2007 ήταν 74.422.011 τόνους CO2/έτος, ενώ την περίοδο 2008-2012 75.501.609 τόνους. Αντί για μείωση, έχουμε αύξηση 1,45%. Καθώς όμως η ΔΕΗ από το 2013 θα πρέπει να συνεχίζει να αγοράζει δικαιώματα εκπομπών, θα υπάρχει ένα πολύ σημαντικό επί πλέον κόστος, περίπου 1,4 δισ. Ευρώ ετησίως, το οποίο προφανώς η εταιρεία θα αντλήσει από τους καταναλωτές. Γίνεται επομένως σαφές ότι απαιτείται να διαφοροποιηθεί το ενεργειακό προφίλ, μειώνοντας τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

Ενδιαφέρον έχει να δει κανείς, σε επίπεδο χώρας, ποιά είναι η αποτύπωση του σημερινού ενεργειακού μίγματος. Σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών για την τρέχουσα περίοδο η κατανομή του μίγματος στην Ελλάδα είναι αυτή που παρουσιάζεται. Αν ανατρέξουμε λεπτομερέστερα στο μίγμα του εθνικού καυσίμου, θα διαπιστώσουμε κατά περίπτωση τα παρακάτω:
Ενεργειακό μίγμα Ποσοστό

Λιγνίτης 49%

ΑΠΕ 17%

Φυσικό Αέριο 17%

Πετρέλαιο 9%

Εισαγωγές 8%

Α. Όσον αφορά στο Λιγνίτη τα κυριότερα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα βρίσκονται στη λεκάνη Πτολεμαϊδας, Αμυνταίου και Φλώρινας με υπολογισμένο απόθεμα 1,8 δις τόνους, στη Δράμα με 900 εκ. τόνους, στην Ελασσόνα με 169 εκ. τόνους και στη Μεγαλόπολη με απόθεμα 223 εκ. τόνους. Συνολικά το υπολογισμένο απόθεμα της χώρας είναι περίπου 3,1 δις τόνοι, ενώ μέχρι σήμερα έχουν εξορυχτεί 1,7 δις τόνοι και η εξάντληση των αποθεμάτων προβλέπεται για το έτος 2048. Η απόσυρση λόγω παλαιότητας μέχρι το 2020 λιγνιτικής ισχύος περίπου 1000 MW και η αντικατάσταση τους με δύο σταθμούς σύγχρονης τεχνολογίας (Μελίτη ΙΙ και Πτολεμαΐδα V, συνολικής ισχύος 1200 MW) με συγκριτικά χαμηλότερη εκπομπή CO2 μετριάζει κάπως το πρόβλημα αλλά δεν το επιλύει. Από το 2013 και μετά το κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, αναμένεται να επηρεαστεί από την επιβολή του κόστους ρύπων CO2 με βάση της δεσμεύσεις της χώρας για μείωση των αερίων θερμοκηπίου. Επομένως η λιγνιτική παραγωγή σε συνδυασμό με τις εκπομπές CO2 και τις κοινωνικές αντιδράσεις για την περιβαλλοντική υποβάθμιση των περιοχών θα καταστήσουν το λιγνίτη λιγότερο ανταγωνιστικό. Σημειώνεται επίσης ότι η τρέχουσα μέση τιμή θερμογόνου δύναμης των κοιτασμάτων ΛΚΔΜ βρίσκεται κοντά στα 1100 kcal/kg με αυξανόμενη σχέση εκμετάλλευσης και μοναδικό περιβαλλοντικό πλεονέκτημα τη χαμηλή συγκέντρωση θείου. Μια μελλοντική δεξαμενή, εφόσον τα δίκτυα μεταφοράς βελτιωθούν σημαντικά, διαφαίνεται να είναι για τη Δ. Μακεδονία το κοίτασμα του γειτονικού Κοσσόβου, του οποίου η θερμογόνος δύναμη κυμαίνεται μεταξύ 5000-5500 kcal/kg αλλά και ο εισαγόμενος λιθάνθρακας. Βασικό περιβαλλοντικό μειονέκτημα όλων των λύσεων είναι οι υψηλές εκπομπές εσπνεύσιμων αιωρουμένων σωματιδίων (ΑΣ 10) και η αναπόφευκτη και μη υπολογισμένη «εξωτερικότητα» που προκαλεί η καύση των τοπικών ανθράκων στην ανθρώπινη υγεία και τους φυσικούς πόρους (ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση νερού, εδαφών και μείωση της βιοποικιλότητας). Στον πίνακα 2 φαίνεται η σημαντική συνεισφορά του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας σε σχέση με άλλες πηγές.

Β. Το φυσικό αέριο σε σχέση με τους άλλους πόρους παραγωγής ενέργειας (λιγνίτης, πετρέλαιο) είναι συμφερότερο ενεργειακά και περιβαλλοντικά. Οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο παρουσιάζουν συγκριτικά χαμηλότερη ρύπανση και λιγότερες εκπομπές CO2. Βασικό μειονέκτημα παραμένει η ενεργειακή εξάρτηση από τρίτους και το πρόβλημα ασφάλειας των αγωγών μεταφοράς. Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ίσως το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) το οποίο παρέχει συγκριτικά περισσότερη ενεργειακή ελαστικότητα και μείωση του κινδύνου για τους αγωγούς μεταφοράς. Όσον αφορά στο πετρέλαιο η συνεισφορά του στην ηλεκτροπαραγωγή για τη νησιωτική χώρα παρέχει σήμερα μια σχετική ασφάλεια, συνεχίζει όμως να παρέχει εξάρτηση από τρίτους εκτός αν οι έρευνες για εγχώριους και «μη αμφισβητήσιμους» υδρογονάνθρακες αλλάξουν τα δεδομένα. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με γάλλους ερευνητές η μη αμφισβητήσιμη περιοχή της «λεκάνης του Ηροδότου» νότια της Κρήτης είναι πολύ πλούσια σε κοιτάσματα καθαρού μεθανίου (φυσικό αέριο) ικανά εφόσον η Ελλάδα, ρυθμίσει τις εκκρεμότητες και τα παραχωρήσει προς εκμετάλλευση, να αποσβέσουν το σημερινό «εξωτερικό χρέος» της χώρας και να αποφέρουν τεράστιο κέρδος. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με Αίγυπτο και Λιβύη. Εδώ και 30 χρόνια η έννοια της υφαλοκρηπίδας έχει πλέον υπερκεραστεί απʼ αυτή της ΑΟΖ (Σύμβαση 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας). Οι ετήσιες απαιτήσεις της Ελλάδος σε φυσικό αέριο ανέρχονται σε 3,4 δισ. m3/έτος ενώ τα αποθέματα στην ευρύτερη λεκάνη του Ηροδότου εκτιμώνται σε περίπου 3,4 τρισεκατομμύρια m3 (αποθέματα χιλίων χρόνων). Πέραν της Δυτικής Ελλάδας και του Αιγαίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κοίτασμα του Θρακικού πελάγους γνωστό ως «μπάμπουρας» το οποίο περικλείεται από τη Θάσο, Σαμοθράκη, Λήμνο και Ίμβρο (βλ. Εικόνα 1). Το παρόν κοίτασμα, επί δεκαετίες και παρά τη διαμεσολάβηση της “Shell” βρίσκεται στο επίκεντρο της Ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας με πιθανά αποθέματα ύψους 2,5 δις βαρελιών πετρελαίου (κάλυψη για 25 χρόνια των αναγκών της χώρας). Δυο γνωστές Εταιρείες γεωφυσικών διασκοπήσεων, η Νορβηγική “TGS-Nopec” και η Αμερικανική “Noble Enterprise” προσβλέπουν σε «παραχωρήσεις» κυρίως στο θαλάσσιο χώρο, μέσα στο τρέχον έτος. Το θέμα των ερευνών και των «παραχωρήσεων» από δευτερεύον ανάγεται σταδιακά σε ύψιστης σημασίας και εκτιμάται ότι θα απασχολήσει έντονα τη χώρα, τα επόμενα χρόνια. Ερευνητικό ενδιαφέρον από πλευράς υδρογονανθράκων, παρουσιάζουν για τη Δυτ. Μακεδονία και τα Γρεβενά.
Γ. Σχετικά με τις Ανανεώσιμε Πηγές Ενέργειας, ΑΠΕ, μέχρι το 2020 με βάση το Εθνικό Σχέδιο Δράσης γνωστό και ως 20-20-20, προβλέπεται:

α) 20% μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 σύμφωνα με την Οδηγία 2009/29/ΕΚ.

β) 20% διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/ΕΚ και

γ) 20% εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.


Με το νόμο 3851/2010, ορίζονται Εθνικοί δεσμευτικοί στόχοι για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην καταναλισκόμενη ενέργεια. Ειδικότερα, ο στόχος για τις εκπομπές αερίων ρύπων του θερμοκηπίου είναι, μείωση κατά 4% στους τομείς εκτός εμπορίας σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 και 18% διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση. Η Ελλάδα στο πλαίσιο υιοθέτησης συγκεκριμένων αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, με τον παραπάνω νόμο προχώρησε στην αύξηση του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο 20%, ο οποίος εξειδικεύεται σε 40% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, 20% σε ανάγκες θέρμανσης-ψύξης και 10% στις μεταφορές. Η σημερινή διείσδυση των ΑΠΕ στο σύνολο του ενεργειακού πλέγματος, σε επίπεδο χώρας, βρίσκεται στο 17% με βασικό παίκτη τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και τα αιολικά. Η επίτευξη του 40% της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ ως το 2020 με βάση το υπάρχον σύστημα θα συναντήσει σημαντικές δυσκολίες, εφόσον το νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης και οι τοπικές κοινωνίες δεν συμμεριστούν τους στόχους αυτούς.

Η κατανομή του μεριδίου συνεισφοράς των διαφόρων τεχνολογιών ΑΠΕ είναι δυναμική και φαίνεται παρακάτω. Μια προσεγγιστική αποτίμηση των ΑΠΕ της Ισχύος τους σε MW και των στόχων που υπήρχαν για το 2010 εμφανίζει ο Πίνακας 3. Αν στην κατηγορία των φωτοβολταικών συνυπολογιστεί το νεοαναγγελθέν πάρκο των 200 ΜW στα ορυχεία της Κοζάνης, το ποσοστό τους διαφοροποιείται από 0,4% σε 3,8% υπερκαλύπτοντας με χρονική καθυστέρηση το στόχο για το έτος 2010. Σημαντικό πρόβλημα για τα διεσπαρμένα φωτοβολταικά αποτελούν τα δίκτυα διανομής και μεταφοράς, τα οποία απαιτείται να ενισχυθούν προκειμένου να ανταποκριθούν στους Εθνικούς στόχους για το 2020.
Είναι γεγονός ότι η συμβολή του λιγνίτη υπήρξε και συνεχίζει να είναι καθοριστική για την ενεργειακή επάρκεια και ανάπτυξη της χώρας. Όμως οι καιροί αλλάζουν. Η σημερινή οικονομική κρίση ασκεί τεράστιες πιέσεις στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις ενώ έχει επιφέρει μια σημαντική συρρίκνωση των δημόσιων οικονομικών στην προσπάθεια για τον περιορισμό της. Με βάση όλα τα παραπάνω και αναλύοντας την παγκόσμια τάση, η Ελλάδα οφείλει να περιορίσει την αύξηση των εκπομπών CO2. Η μείωση των εκπομπών μπορεί να αντιμετωπιστεί με σταδιακή συρρίκνωση (όχι κατάργηση) του μεριδίου του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα της χώρας και αύξηση του ποσοστού των ΑΠΕ, του φυσικού και υγροποιημένου αερίου και των Ελληνικών υδρογονανθράκων, εφόσον οι διενεργούμενες έρευνες και πολιτικές διαπραγματεύσεις στη συνέχεια, παράγουν θετικά αποτελέσματα. Η επιστημονική έρευνα στο θέμα δέσμευσης και αποθήκευσης του CO2 (CCS) δεν δίνει ακόμα επαρκείς απαντήσεις. Επομένως η προσπάθεια σταδιακής απεξάρτησης του άνθρακα από την ενέργεια και τις μεταφορές, θα μειώσει την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αυξάνοντας την αντοχή της στο ευμετάβλητο παγκόσμιο επίπεδο των τιμών της ενέργειας.

Στο πλαίσιο αυτό η αναγγελία πριν λίγες μέρες από το ΥΠΕΚΑ και η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που ακολούθησε από τη ΔΕΗ του φωτοβολταικού πάρκου των 200 MW στα Ορυχεία, με ταυτόχρονη αναζήτηση εταίρου για την κατασκευή και λειτουργία εργοστασίου παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων, εφόσον υλοποιηθεί, θα συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας. Ενδιαφέρον είναι όμως, ότι θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα μειώσει (προσπάθεια αντιστροφής τάσης) τις εκπομπές CO2 κατά 300.000 τον/έτος, που αποτελεί και στρατηγικό στόχο της χώρας στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της, για μείωση των εκπομπών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί, με βάση τη διεθνή εμπειρία, στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου (Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων). Με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η επένδυση θα συναντήσει δυσκολίες και ίσως «σκοντάψει», εκτός αν αξιοποιηθεί επαρκώς, η ατύπως ισχύουσα τοπική προϊστορία. Η πρόταση για τεμαχισμό των 200 ΜW σε πολλούς, διάσπαρτους μικροεπενδυτές θα διακινδυνεύσει την επένδυση και το σημαντικότερο, θα αποστερήσει την περιοχή, σε μια κρίσιμη περίοδο, από την κατασκευή του εργοστασίου παραγωγής φωτοβολταικών στοιχείων. Επισημαίνεται ότι σήμερα εντός της χώρας, στοχεύοντας περισσότερο στη διεθνή αγορά και λιγότερο στην τοπική, λειτουργούν έξι μεγάλες Εταιρίες παραγωγής φωτοβολταικών στοιχείων και 250 μικρότερες με συναφείς δραστηριότητες, οι οποίες θα υποστούν μια σημαντική πίεση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΗ/ΔΜΑΟΡ μετά το 2020 λόγω σταδιακής εξάντλησης των αποθεμάτων αναμένεται μια σημαντική κάμψη της λιγνιτικής παραγωγής, με παρεπόμενες ενέργειες στη ηλεκτροπαραγωγή. Στο σημείο αυτό και σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες δαπάνες για τα καύσιμα, τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή, την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη, τις εκπομπές CO2, την περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκαλεί λόγω της καύσης ο λιγνίτης και την αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας, θα τεθεί άμεσα και επιτακτικά το ζήτημα της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες. Με βασικό επιχείρημα τον περιορισμό των εκπομπών CO2 και κλασσικό μειονέκτημα τη διαχείριση των ραδιενεργών καταλοίπων η περιοχή των ορυχείων της Δυτικής Μακεδονίας είναι πολύ πιθανό να υποδειχθεί από τους Ειδικούς, λόγω των γεωτεχνικών συνθηκών αλλά και της ενεργειακής της παράδοσης, ως χώρος κατασκευής σταθμού παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Η χώρα και η τοπική κοινωνία πρέπει να συζητήσει από τώρα και να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο αυτό. Σχετικά δημοσιεύματα για το ίδιο θέμα, υπήρξαν άλλωστε και τον Ιανουάριο του 2008 στον έντυπο Αθηναϊκό τύπο.

Η μετάβαση όμως, προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα δεν είναι υπόθεση του Κράτους αλλά κυρίως των πολιτών και της επιθυμίας τους, να στηρίξουν με την ενεργό κοινωνική τους συμμετοχή, το πέρασμα από μια κοινωνία ενεργούμενη σε μια κοινωνία υψηλής ευθύνης και αυτονόητης περιβαλλοντικής ισορροπίας και προστασίας. Ο καιρός θα δείξει.
Δρ. Κωνσταντίνος Ι. Βατάλης
Επίκουρος Καθηγητής
Τμ. Γεωτεχνολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΙ Δ.Μ.

πηγή: kozan.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: