Το μέσο έσοδο της ΔΕΗ στην Υψηλή Τάση, που οπωσδήποτε θα διασφαλίζει το κόστος της, συν ένα εύλογο κέρδος, είναι το ζητούμενο της μελέτης που εκπονεί για λογαριασμό της τελευταίας, η PricewaterhouseCoopers (PwC) Ελλάδος.
Η μελέτη, που σύμφωνα με τις πληροφορίες του "Energypress", θα είναι έτοιμη κάποια στιγμή μέσα στον Μάρτιο, αποσκοπεί στον ορισμό ενός ποσού, με την ενσωμάτωση του κόστους CO2, το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιήσει η ΔΕΗ ως σημείο αναφοράς, δηλαδή ως βάση, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τις βιομηχανίες, και να προχωρήσει στις νέες συμφωνίες μαζί τους.
Το ερώτημα είναι με ποια κριτήρια θα προκύπτει αυτό το μέσο έσοδο, στο οποίο η PWC θα συνυπολογίζει μια σειρά παραμέτρων, όπως τα ειδικά χαρακτηριστικά των βιομηχανικών καταναλώσεων (διακυμάνσεις, ώρες αιχμής κ.λπ.), την ανάγκη προμήθειας μπάντας φορτίου, τι ισχύει σε άλλες χώρες, κ.ό.κ.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων θα προκύψει αυτό το μέσο έσοδο είναι που απασχολούν τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, αφού είναι προφανές ότι η ΔΕΗ θα χρησιμοποιήσει την μελέτη προκειμένου να καθορίσει τη στάση της απέναντί τους κατά τις συνομιλίες που θα ακολουθήσουν.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η πλευρά της βιομηχανίας αμφισβητεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε νέο κοστολογικό δεδομένο, όσον αφορά την παραγωγή της ΔΕΗ, που να δικαιολογεί αύξηση των βιομηχανικών τιμολογίων, πέραν της αύξησης των ρύπων. Την τελευταία, πληρώνουν ήδη οι βιομηχανίες, καθώς υπάρχει τέτοια ρήτρα στα τιμολόγιά τους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η μελέτη, την οποία κατά τον κ. Μ.Παναγιωτάκη έχει ζητήσει το υπερΤαμείο από τη ΔΕΗ, θα προτείνει 2ετή παράταση των εκπτώσεων όγκου και συνέπειας, ωστόσο παραμένει στο τραπέζι η αύξηση 10%. Το γεγονός ότι η ΔΕΗ επιδιώκει αύξηση είχε κάνει σαφές στις αρχές του έτους ο ίδιος ο επικεφαλής της, προσθέτοντας ωστόσο χαρακτηριστικά, ότι αυτή "θα συνοδεύεται από κάποιο δωράκι", δίχως να δώσει λεπτομέρειες.
Δεδομένου ότι η μελέτη της PwC για τα τιμολόγια δεν αναμένεται να είναι έτοιμη πριν το Μάρτιο, είναι προφανές ότι οι συναντήσεις της διοίκησης της ΔΕΗ με τους εκπροσώπους των πελατών Υψηλής Τάσης, όπου και θα τους υποβάλει συγκεκριμένη πρόταση, θα ξεκινήσουν τουλάχιστον μετά από δεκαπέντε -είκοσι ημέρες.
Ενόψει της μεταξύ τους εκρεμμότητας, πηγές της ενεργοβόρου βιομηχανίας θεωρούν ότι οι όροι της νέας σύμβασης της ΔΕΗ με τη ΛΑΡΚΟ δείχνουν κατά κάποιο τρόπο τις διαθέσεις της επιχείρησης. Η νέα σύμβαση με τη ΛΑΡΚΟ προβλέπει ότι η νικελοβιομηχανία θα συνεχίσει να απολαμβάνει από τη ΔΕΗ για μια ακόμη διετία (από τις 12/1/2019, έναρξη ισχύος της έως και τις 31/12/2020) το υφιστάμενο ευνολικό τιμολόγιο ΥΤ-2, με συνολική έκπτωση 24%, δηλαδή 18% για τον όγκο, και 6% για τα ειδικά καταναλωτικά χαρακτηριστικά.
Η προσπάθεια Πιτσιόρλα
Το περασμένο Νοέμβριο, η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στη "διένεξη" μεταξύ ΔΕΗ και ενεργοβόρου βιομηχανίας, στην οποία είχε εμπλακεί και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Στ.Πιτσιόρλας, είχε στεφθεί από αποτυχία. Τότε, η πρόταση προέβλεπε παράταση των εκπτώσεων όγκου και συνέπειας στις νέες συμβάσεις, αλλά και αύξηση 10% στα βιομηχανικά τιμολόγια. Στην απάντησή της, η ΕΒΙΚΕΝ είχε απορρίψει τη πρόταση, λέγοντας ότι δεν μπορεί να συμφωνήσει σε αύξηση 10%, όταν η βιομηχανία έχει ήδη επιβαρυνθεί με αυξήσεις 20% λόγω της ρήτρας CO2, την οποία και πλέον αυτά ενσωματώνουν.
Ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα της βιομηχανίας, ήταν και είναι, τα πρόσφατα ευρήματα για το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας των ανταγωνιστών της στην Ευρώπη. Επικαλείται συγκεκριμένα την έρευνα που είχε διεξάγει η PWC για λογαριασμό του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας (CREG) σχετικά με την τιμολόγηση ρεύματος και φυσικού αερίου στις βιομηχανίες της Κ.Ευρώπης. Η έρευνα είχε δείξει ότι οι ελληνικές πληρώνουν ως και 60% υψηλότερο κόστος ενέργειας έναντι των ανταγωνιστών τους σε Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βρετανία.
Τι δείχνουν τα τιμολόγια Ιανουαρίου
Εξάλλου, ακόμη και χωρίς αυξήσεις στη χρέωση ενέργειας, οι βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν σημαντικά αυξημένα κόστη στους λογαριασμούς ρεύματος που λαμβάνουν. Αυτό συμβαίνει γιατί στα βιομηχανικά τιμολόγια της μέσης και της υψηλής τάσης, η χρέωση των ρύπων είναι χωριστή και διακριτή, με τον πελάτη να χρεώνεται αμέσως την αύξηση στο κόστος που επιβαρύνει τη ΔΕΗ.
Το κόστος αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Ιούνιο του 2018 και μετά, όταν και η χρέωση για τους ρύπους ανέρχονταν στα 7 ευρώ η μεγαβατώρα: Το Δεκέμβριο 2018 στα τιμολόγια της βιομηχανίας η χρέωση για τους ρύπους είχε φτάσει στα 14 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ στα νέα τιμολόγια για τον Ιανουάριο του 2019, που παρέλαβαν προ ημερών μεγάλες βιομηχανίες, το κόστος είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο η χρέωση των ρύπων για τις βιομηχανίες της μέσης τάσης ήταν στα 18 ευρώ και για τις υψηλής τάσης (λόγω μικρότερων απωλειών) ανέρχονταν στα 17,5 ευρώ η μεγαβατώρα. Δηλαδή από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα η αύξηση στους ρύπους έχει επιβαρύνει με 10,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία.
Αυτή η αύξηση στους ρύπους, για τιμολόγια της τάξης των 60 ευρώ η μεγαβατώρα μεταφράζεται σε αύξηση της τάξης του 17,5% στο συνολικό κόστος ρεύματος για τις βιομηχανίες.
energypress.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου