του Μανόλη Παναγιωτάκη
Το 2020 μπορεί να αποβεί ορόσημο στον τομέα της ηλεκτρικής
ενέργειας και της ΔΕΗ, με καταλυτικές επιπτώσεις, στην οικονομία και
στην κοινωνία.
Η χώρα είναι πλέον εκτός μνημονίων, πράγμα που επιτρέπει το σχεδιασμό του ενεργειακού μας μέλλοντος και της αγοράς, στοπλαίσιο βεβαίως των πολιτικών της Ε.Ε. αλλά με
μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας, και χωρίς την πίεση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η χώρα είναι πλέον εκτός μνημονίων, πράγμα που επιτρέπει το σχεδιασμό του ενεργειακού μας μέλλοντος και της αγοράς, στοπλαίσιο βεβαίως των πολιτικών της Ε.Ε. αλλά με
μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας, και χωρίς την πίεση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ωστόσο
υφίστανται ακόμη αυστηρές δεσμεύσεις σε καίριους τομείς, και πρωτίστως
το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς προμήθειας (λιανική) ηλεκτρικής
ενέργειας. Ο μέχρι σήμερα απολογισμός επιβεβαίωσε τις προβλέψεις μας,
τις οποίες ως Διοίκηση της ΔΕΗ είχαμε διατυπώσει στους θεσμούς τον
Απρίλιο 2017. Οι στόχοι για την έκταση και το ρυθμό μείωσης του μεριδίου
της ΔΕΗ στη λιανική- κάτω του 50% μέχρι τέλους του 2020- είναι μη
ρεαλιστικοί και συνεπώς ανέφικτοι. Σήμερα, παρά την εφαρμογή του
μοντέλου των ΝΟΜΕ το μερίδιο της ΔΕΗ έχει μειωθεί σε πολύ μικρότερο του
τεθέντος βαθμό. Μάλιστα με εξαίρεση τους μεγάλους καταναλωτές που
τροφοδοτούνται από τη Μέση Τάση, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών
παραμένει όπως αναμενόταν στη ΔΕΗ.
Οι πρόσφατες μεγάλες αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ και η συρρίκνωση της έκπτωσης συνέπειας δημιουργούν για τον ανταγωνισμό σημαντικό περιθώριο. Το διακυβευμα είναι σοβαρό. Απώλεια των συνεπέστερων πελατών, και ενδεχόμενη μείωση της εισπραξιμοτητας. Σε κάθε περίπτωση ο βαθμός της επίδρασής τους στη διαμόρφωση των νέων μεριδίων των προμηθευτών, το νέο σημείο ισορροπίας του ανταγωνισμού με τη ΔΕΗ θα φανεί τους επόμενους μήνες. Προσωπικά διατηρώ πολλές επιφυλάξεις. Πέραν της ισχυρής παράδοσης και της σιγουριάς, που παρέχει το «brand ΔΕΗ», η αγορά δεν θα ανοίξει ουσιαστικά όσο υπάρχουν μεγάλα τμήματα καταναλωτών που δεν συμμετέχουν σ’ αυτή: αγρότες, ευάλωτοι, καταναλωτές Υ.Τ., Δημόσιο, οφειλέτες ΔΕΗ. Αυτοί αντιστοιχούν σε πλέον του 50% της κατανάλωσης.
Ο τερματισμός των ΝΟΜΕ θα οδηγήσει στη μείωση του περιθωρίου του ανταγωνισμού. Οι πελάτες, ιδιαίτερα οι μεγάλοι της μέσης τάσης στους οποίους λόγω των τιμών των ΝΟΜΕ έχουν προσφερθεί χαμηλά τιμολόγια για να φύγουν από τη ΔΕΗ θα υποστούν αργά ή γρήγορα σημαντικές ανατιμήσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέες ανακατατάξεις.
Πρόκειται για αγορά με «ξύλινα πόδια». Η ριζική επανεξέταση του ανοίγματος της, όπως το είχαμε θέσει στους αρμόδιους της Ε.Ε. είναι επιβεβλημένη.
Σε ότι αφορά στη χονδρική αγορά, στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας η υποχρέωση –στόχος για μερίδιο της ΔΕΗ κάτω του 50% έχει εκπληρωθεί. Η ΔΕΗ στο διασυνδεδεμένο σύστημα εγχέει ενέργεια από τις μονάδες της και τις εισαγωγές της αισθητά κάτω του 50%.
Μάλιστα με τις προδιαγραφόμενες για τη λιγνιτική παραγωγή εξελίξεις το μερίδιο της αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Η ήδη μεγάλη διαφορά μεταξύ των μεριδίων χονδρικής-λιανικής θα αυξηθεί πράγμα που είναι σημαντικό πρόβλημα για την επιχείρηση όπως έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη.
Η θεαματική στροφή στις ΑΠΕ, που είχε ήδη δρομολογηθεί είναι μια απάντηση αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται ενέργεια βάσης, πράγμα για το οποίο πρέπει άμεσα να ληφθούν αποφάσεις. Για το θέμα αυτό αναμένεται με ενδιαφέρον το νέο Business Plan της McKinsey, η οποία με το προηγούμενο του 2017, είχε αποφανθεί ότι ο εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων είναι περισσότερο συμφέρων από την ανέγερση νέων μονάδων με καύσιμο Φυσικό Αέριο.
Με το Εθνικό Πρόγραμμα για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που υποβλήθηκε πέρσι στην Ε.Ε., και το οποίο πρόβλεπε για το 2030 συμμετοχή της λιγνιτικής παραγωγής 17% η χώρα μας τέθηκε στην πρωτοπορία των χωρών-μελών της Ε.Ε. σε ότι αφορά στη μείωση των εκπομπών CO₂. Αυτό αναγνωρίστηκε από τους αρμόδιους κοινοτικούς παράγοντες.
Έχοντας λοιπόν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής για την κλιματική αλλαγή προέχει η διασφάλιση της ενεργειακής μας ασφάλειας με μείωση κατά το δυνατό της ενεργειακής εξάρτησης και, βεβαίως, τα θέματα της οικονομίας: κόστος ενέργειας-ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Ενόψει των ανωτέρω η σπουδή για τερματισμό της λιγνιτικής παραγωγής το 2028, 22 χρόνια νωρίτερα των ευρωπαϊκών στόχων δεν είναι κατανοητή. Μάλιστα η μονομερής εξαγγελία από τη χώρα μας χωρίς προηγούμενη μελέτη για τις οικονομικές συνέπειες και σχετική διαπραγμάτευση με την Ε.Ε., εξασθενεί σημαντικά την προοπτική διασφάλισης εύλογης χρηματοδότησης πράγμα άκρως απαραίτητο για την αντιμετώπιση του κόστους της πρόωρης απολιγνιτοποιησης στο οποίο πρέπει να συνυπολογιστεί και η αυξημένη εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να επανέλθουμε στους στόχους του προηγούμενου ΕΣΕΚ.
Παράλληλα πρέπει να εξεταστεί, όπως ήδη είχε ξεκινήσει, η συντομότερη απόσυρση μονάδων όπως η Μεγαλόπολη ΙΙΙ και οι 4 μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, οι οποίες ήταν στο πρόγραμμα ν’ αποσυρθούν μέχρι το 2025 η πρώτη και το 2028-2030 οι δεύτερες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί και πρέπει να διεκδικηθεί με επιτυχία η έγκριση από την Ε.Ε. των πιστοποιητικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) σύμφωνα με το προσχέδιο που είχε κατατεθεί από το Νοέμβριο 2018.
Η Γ.Δ. Ενέργειας της Ε.Ε. έχει άλλωστε δεσμευτεί γι’ αυτό.
Το 2020 πρέπει να γίνει έτος-σταθμός για το ΔΕΔΔΗΕ. Για τους «έξυπνους μετρητές» την ψηφιοποίηση γενικά του Δικτύου Διανομής στην προοπτική μετατροπής του σε «έξυπνο δίκτυο», για την αξιοποίησή του για μεταφορά δεδομένων ενόψει της τεχνολογίας 5G.
Οι πολύχρονες πλέον της 15ετίας καθυστερήσεις πρέπει να ξεπεραστούν με άλματα, πράγμα που καθιστά την άμεση συνεργασία με προηγμένη ομοειδή επιχείρηση του εξωτερικού επιβεβλημένη.
Αυτή η αναπτυξιακή προοπτική του Δικτύου Διανομής, πολυτιμότερου περιουσιακού στοιχείου της ΔΕΗ και σημαντικότερου κρίκου στην αλυσίδα του ηλεκτρισμού, με τεράστια δυναμική, θα αποφέρει εξαιρετικά οφέλη στη ΔΕΗ, αλλά και στη χώρα.
Και βέβαια είναι πιστεύω προφανές ότι ενόψει αυτής της προοπτικής σχέδια για πώληση του Δικτύου ως «λύση» για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της ΔΕΗ στερούνται κάθε νοήματος με επιχειρηματικά αλλά και εθνικά κριτήρια. Και μόνη η αναπόσβεστη αξία του Δικτύου ύψους 3,5 δις. και η συμμετοχή του στο ετήσιο EBITDA της ΔΕΗ με 360 εκατ. είναι επαρκής λόγος για αποκλεισμό κάθε παρόμοιας προοπτικής.
Η ΔΕΗ, είναι σε θέση να επιλύσει τα προβλήματά της, και ν’ αναπτυχθεί χωρίς την εκποίηση των «ασημικών» της, με κατάλληλες επιχειρηματικές δράσεις όπως: Ανάπτυξη των ΑΠΕ, διεθνής επιχειρηματική δραστηριότητα με προοπτική να καταστεί leader στην αγορά της Ν.Α. Ευρώπης, δραστηριοποίησή της στην αγορά Φυσικού Αερίου, αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της, ηλεκτροκίνηση.
Πρόκειται για δράσεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί. Οι προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίησή τους έχουν αναλυθεί διεξοδικά και ιδιαίτερα στην Τακτική Γ.Σ της εταιρείας τον Ιούνιο του 2019.
Οι πρόσφατες μεγάλες αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ και η συρρίκνωση της έκπτωσης συνέπειας δημιουργούν για τον ανταγωνισμό σημαντικό περιθώριο. Το διακυβευμα είναι σοβαρό. Απώλεια των συνεπέστερων πελατών, και ενδεχόμενη μείωση της εισπραξιμοτητας. Σε κάθε περίπτωση ο βαθμός της επίδρασής τους στη διαμόρφωση των νέων μεριδίων των προμηθευτών, το νέο σημείο ισορροπίας του ανταγωνισμού με τη ΔΕΗ θα φανεί τους επόμενους μήνες. Προσωπικά διατηρώ πολλές επιφυλάξεις. Πέραν της ισχυρής παράδοσης και της σιγουριάς, που παρέχει το «brand ΔΕΗ», η αγορά δεν θα ανοίξει ουσιαστικά όσο υπάρχουν μεγάλα τμήματα καταναλωτών που δεν συμμετέχουν σ’ αυτή: αγρότες, ευάλωτοι, καταναλωτές Υ.Τ., Δημόσιο, οφειλέτες ΔΕΗ. Αυτοί αντιστοιχούν σε πλέον του 50% της κατανάλωσης.
Ο τερματισμός των ΝΟΜΕ θα οδηγήσει στη μείωση του περιθωρίου του ανταγωνισμού. Οι πελάτες, ιδιαίτερα οι μεγάλοι της μέσης τάσης στους οποίους λόγω των τιμών των ΝΟΜΕ έχουν προσφερθεί χαμηλά τιμολόγια για να φύγουν από τη ΔΕΗ θα υποστούν αργά ή γρήγορα σημαντικές ανατιμήσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέες ανακατατάξεις.
Πρόκειται για αγορά με «ξύλινα πόδια». Η ριζική επανεξέταση του ανοίγματος της, όπως το είχαμε θέσει στους αρμόδιους της Ε.Ε. είναι επιβεβλημένη.
Σε ότι αφορά στη χονδρική αγορά, στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας η υποχρέωση –στόχος για μερίδιο της ΔΕΗ κάτω του 50% έχει εκπληρωθεί. Η ΔΕΗ στο διασυνδεδεμένο σύστημα εγχέει ενέργεια από τις μονάδες της και τις εισαγωγές της αισθητά κάτω του 50%.
Μάλιστα με τις προδιαγραφόμενες για τη λιγνιτική παραγωγή εξελίξεις το μερίδιο της αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Η ήδη μεγάλη διαφορά μεταξύ των μεριδίων χονδρικής-λιανικής θα αυξηθεί πράγμα που είναι σημαντικό πρόβλημα για την επιχείρηση όπως έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη.
Η θεαματική στροφή στις ΑΠΕ, που είχε ήδη δρομολογηθεί είναι μια απάντηση αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται ενέργεια βάσης, πράγμα για το οποίο πρέπει άμεσα να ληφθούν αποφάσεις. Για το θέμα αυτό αναμένεται με ενδιαφέρον το νέο Business Plan της McKinsey, η οποία με το προηγούμενο του 2017, είχε αποφανθεί ότι ο εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων είναι περισσότερο συμφέρων από την ανέγερση νέων μονάδων με καύσιμο Φυσικό Αέριο.
Με το Εθνικό Πρόγραμμα για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που υποβλήθηκε πέρσι στην Ε.Ε., και το οποίο πρόβλεπε για το 2030 συμμετοχή της λιγνιτικής παραγωγής 17% η χώρα μας τέθηκε στην πρωτοπορία των χωρών-μελών της Ε.Ε. σε ότι αφορά στη μείωση των εκπομπών CO₂. Αυτό αναγνωρίστηκε από τους αρμόδιους κοινοτικούς παράγοντες.
Έχοντας λοιπόν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής για την κλιματική αλλαγή προέχει η διασφάλιση της ενεργειακής μας ασφάλειας με μείωση κατά το δυνατό της ενεργειακής εξάρτησης και, βεβαίως, τα θέματα της οικονομίας: κόστος ενέργειας-ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Ενόψει των ανωτέρω η σπουδή για τερματισμό της λιγνιτικής παραγωγής το 2028, 22 χρόνια νωρίτερα των ευρωπαϊκών στόχων δεν είναι κατανοητή. Μάλιστα η μονομερής εξαγγελία από τη χώρα μας χωρίς προηγούμενη μελέτη για τις οικονομικές συνέπειες και σχετική διαπραγμάτευση με την Ε.Ε., εξασθενεί σημαντικά την προοπτική διασφάλισης εύλογης χρηματοδότησης πράγμα άκρως απαραίτητο για την αντιμετώπιση του κόστους της πρόωρης απολιγνιτοποιησης στο οποίο πρέπει να συνυπολογιστεί και η αυξημένη εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να επανέλθουμε στους στόχους του προηγούμενου ΕΣΕΚ.
Παράλληλα πρέπει να εξεταστεί, όπως ήδη είχε ξεκινήσει, η συντομότερη απόσυρση μονάδων όπως η Μεγαλόπολη ΙΙΙ και οι 4 μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, οι οποίες ήταν στο πρόγραμμα ν’ αποσυρθούν μέχρι το 2025 η πρώτη και το 2028-2030 οι δεύτερες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί και πρέπει να διεκδικηθεί με επιτυχία η έγκριση από την Ε.Ε. των πιστοποιητικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) σύμφωνα με το προσχέδιο που είχε κατατεθεί από το Νοέμβριο 2018.
Η Γ.Δ. Ενέργειας της Ε.Ε. έχει άλλωστε δεσμευτεί γι’ αυτό.
Το 2020 πρέπει να γίνει έτος-σταθμός για το ΔΕΔΔΗΕ. Για τους «έξυπνους μετρητές» την ψηφιοποίηση γενικά του Δικτύου Διανομής στην προοπτική μετατροπής του σε «έξυπνο δίκτυο», για την αξιοποίησή του για μεταφορά δεδομένων ενόψει της τεχνολογίας 5G.
Οι πολύχρονες πλέον της 15ετίας καθυστερήσεις πρέπει να ξεπεραστούν με άλματα, πράγμα που καθιστά την άμεση συνεργασία με προηγμένη ομοειδή επιχείρηση του εξωτερικού επιβεβλημένη.
Αυτή η αναπτυξιακή προοπτική του Δικτύου Διανομής, πολυτιμότερου περιουσιακού στοιχείου της ΔΕΗ και σημαντικότερου κρίκου στην αλυσίδα του ηλεκτρισμού, με τεράστια δυναμική, θα αποφέρει εξαιρετικά οφέλη στη ΔΕΗ, αλλά και στη χώρα.
Και βέβαια είναι πιστεύω προφανές ότι ενόψει αυτής της προοπτικής σχέδια για πώληση του Δικτύου ως «λύση» για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της ΔΕΗ στερούνται κάθε νοήματος με επιχειρηματικά αλλά και εθνικά κριτήρια. Και μόνη η αναπόσβεστη αξία του Δικτύου ύψους 3,5 δις. και η συμμετοχή του στο ετήσιο EBITDA της ΔΕΗ με 360 εκατ. είναι επαρκής λόγος για αποκλεισμό κάθε παρόμοιας προοπτικής.
Η ΔΕΗ, είναι σε θέση να επιλύσει τα προβλήματά της, και ν’ αναπτυχθεί χωρίς την εκποίηση των «ασημικών» της, με κατάλληλες επιχειρηματικές δράσεις όπως: Ανάπτυξη των ΑΠΕ, διεθνής επιχειρηματική δραστηριότητα με προοπτική να καταστεί leader στην αγορά της Ν.Α. Ευρώπης, δραστηριοποίησή της στην αγορά Φυσικού Αερίου, αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της, ηλεκτροκίνηση.
Πρόκειται για δράσεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί. Οι προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίησή τους έχουν αναλυθεί διεξοδικά και ιδιαίτερα στην Τακτική Γ.Σ της εταιρείας τον Ιούνιο του 2019.
------------------------
* Ο κ. Μανόλης Παναγιωτάκης είναι πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ
energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου