Τελευταίως γίνεται εκτεταμένη συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΗ, περιλαμβανομένου και του Κλάδου της Διανομής, ο οποίος από το 2012 έχει αποσχιστεί από τη ΔΕΗ και αποτελεί 100% θυγατρική της εταιρεία με την επωνυμία ΔΕΔΔΗΕ. Κρίνεται συνεπώς ότι θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό του σημαντικού αυτού κλάδου, από τον οποίο κυρίως εξαρτάται ο βαθμός εξυπηρέτησης των καταναλωτών, καθώς και η διατύπωση ορισμένων σκέψεων για την μελλοντική του διαμόρφωση.
*Ο κ. Μιχάλης Παπαδόπουλος είναι ομότιμος Καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τέως Διευθυντής της ΔΕΗ.
Oι αρχικές σκέψεις για την οργάνωση του Κλάδου της Διανομής κατά την ίδρυση της ΔΕΗ το 1950, σύμφωνα και με τις εισηγήσεις της Αμερικανικής εταιρείας EBASCO που εκτέλεσε το αρχικό Πρόγραμμα έργων Παραγωγής –Μεταφοράς 1950-55 και πρότεινε τη γενικότερη οργάνωση της ΔΕΗ, ήταν η δημιουργία 5 έως 7 Περιφερειακών Οργανισμών Διανομής, οι οποίοι θα αναλάμβαναν το έργο της Διανομής.
Στους οργανισμούς αυτούς οι οποίοι θα είχαν την μορφή Ανωνύμων Εταιρειών θα μετείχαν καταρχάς οι ιδιοκτήτες των 400 περίπου Ηλεκτρικών Εταιρειών, που ηλεκτροδοτούσαν με τοπικούς σταθμούς και δίκτυα, ισάριθμους περίπου οικισμούς. Η συμμετοχή τους στις νέες εταιρείες θα ήταν ανάλογη με την αξία των εγκαταστάσεών τους, ενώ μέτοχοι θα μπορούσαν να είναι επίσης οι Δήμοι αλλά και ιδιώτες, οπωσδήποτε δε και η ΔΕΗ από την οποία θα προμηθεύονταν την διανεμόμενη ηλεκτρική ενέργεια.
Υπήρξαν όμως σοβαρές αντιδράσεις, με κύριο αίτημα την διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος διαχείρισης, με αποτέλεσμα να καθυστερεί ο εξηλεκτρισμός της χώρας και να μην αξιοποιούνται τα έργα Παραγωγής – Μεταφοράς που προχωρούσαν με τον προβλεπόμενο στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης 1950-55 ρυθμό. Για το λόγο αυτό η τότε κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του Ν. 3523/1956 με τον οποίο: από 1/8/1956 έληγαν όλες Συμβάσεις και οι αντίστοιχες Άδειες που κατά καιρούς είχε παραχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στις Ηλεκτρικές Επιχειρήσεις. Οι Ηλεκτρικές Επιχειρήσεις θα περιέρχονταν σταδιακά στη ΔΕΗ μετά από την εξαγορά των εγκαταστάσεων τους, αλλά εάν οι διαπραγματεύσεις για το τίμημα δεν κατέληγαν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, ο Υπουργός Βιομηχανίας μπορούσε να κηρύξει την απαλλοτρίωση των εγκαταστάσεών τους. Επίσης από 1/8/1956 τίθεντο σε ισχύ νέα ενιαία τιμολόγια για όλους τους καταναλωτές της χώρας, τα οποία ήταν σημαντικά χαμηλότερα από αυτά των τοπικών Επιχειρήσεων.
Με τις ρυθμίσεις αυτές η ζήτηση, ιδίως στην επαρχιακή Ελλάδα, άρχισε να αυξάνεται εκθετικά και παράλληλα να ασκείται έντονη πίεση … «για να έλθει γρήγορα η ΔΕΗ», προκειμένου να ανακατασκευάσει άμεσα τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ή/και να κατασκευάσει νέα δίκτυα που θα επέτρεπαν την πλήρη ικανοποίηση της ραγδαία αυξανόμενης ζήτησης. Για να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στα παραπάνω προχώρησε στην οργάνωση κατάλληλων Περιφερειακών μονάδων Διανομής σε όλη τη χώρα, με σταδιακή αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων από τις Κεντρικές προς τις Περιφερειακές.
Οι αντιδράσεις που προαναφέρθηκαν υποχώρησαν σύντομα με τα πρώτα δείγματα που έδωσε η ΔΕΗ και την ομόθυμη συμπαράσταση του κοινού. Έτσι το 1963 είχαν εξαγοραστεί 406 Επιχειρήσεις, από το σύνολο των 415, συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλικών συμφερόντων Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς, ενώ μεταξύ 1956 – 63 η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 240%. Με ανάλογους ρυθμούς εξακολούθησε να προχωρεί η ΔΕΗ και τα αμέσως επόμενα χρόνια, παρά τις αρρυθμίες που άρχισαν να παρουσιάζονται στη λειτουργία της λόγω της συνεχώς αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης, κατά παράβαση των όσων προβλέπονταν στον ιδρυτικό της νόμο, ο οποίος προέβλεπε την πλήρη Διοικητική και Οικονομική Αυτοτέλειά της.
Κατά γενική παραδοχή ο ταχύς εξηλεκτρισμός της χώρας που επιτεύχθηκε κατά την πρώτη 15ετία της ΔΕΗ θα ήταν αδύνατος χωρίς την ψήφιση του Ν. 3523/1956. Έτσι η διαπίστωση του καθηγητή Κ. Κωστή στο τελευταίο πλήρως τεκμηριωμένο βιβλίο του «Ο Πλούτος της Ελλάδας» 1912-2019, (σελ. 349): «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να σταθεί έστω και ως αστεϊσμός ο ισχυρισμός ότι χωρίς τη ΔΕΗ η Ελλάδα θα μπορούσε να γνωρίσει την ανάπτυξη που είχε στα χρόνια που ακολούθησαν», ισχύει κατ’ εξοχήν για τον Κλάδο της Διανομής.
Η EBASCO, η οποία αποχώρησε με την λήξη της συμβάσεώς της το 1955, περιορίστηκε στο να δώσει ορισμένες βασικές προδιαγραφές όσον αφορά στο τεχνικό μέρος των δικτύων Διανομής βασιζόμενες σε Αμερικανικά πρότυπα. Όμως οι νέες ανάγκες, αλλά και ο γενικότερος προσανατολισμός της χώρας μας στα Ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς και η επιδίωξη της αξιοποίησης της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, επέβαλαν ριζικές αλλαγές. Ωστόσο ο Κλάδος Διανομής της ΔΕΗ, από το 1960 και μέχρι το 2000, διατήρησε την αρχική οργανωτική του διάρθρωση: δύο Κεντρικές Διευθύνσεις και πέντε Περιφερειακές, ενώ ήταν συνεχής η αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων ώστε οι δύο πρώτες να καταστούν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 καθαρώς Επιτελικές, ενώ οι δεύτερες να καλύπτουν πλήρως το Εκτελεστικό έργο.
Οι Διοικήσεις της ΔΕΗ ενθάρρυναν τη συνεργασία και τις επαφές των στελεχών της με ξένες εταιρείες και οργανισμούς, καθώς και τη συμμετοχή αυτών σε διεθνή συνέδρια, προκειμένου να μεταφέρουν γνώσεις και εμπειρίες και να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό η ανάγκη ξένης βοήθειας. Ενδεικτικά αναφέρεται η συνεχής προσαρμογή των προδιαγραφών στα διεθνή πρότυπα και η εισαγωγή νέων τεχνικών και μεθόδων στον έλεγχο και τη λειτουργία των δικτύων, όπου επιδιώχθηκε ο συνδυασμός Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών τεχνικών, με αποτέλεσμα τα Ελληνικά δίκτυα Διανομής της ΔΕΗ να αποκτήσουν τελικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως και η ανάπτυξη του νέου δικτύου Διανομής ΥΤ της Αττικής κ. ά.
Παράλληλα υπήρχε συνεχής προβληματισμός των αρμοδίων όσον αφορά στην οργανωτική διάρθρωση και λειτουργία των περιφερειακών μονάδων της Διανομής. Οι προσαρμογές αυτές γίνονταν με εισηγήσεις των κεντρικών κυρίως υπηρεσιών και με την συμβολή της Διευθύνσεως Οργανώσεως και Εκπαιδεύσεως που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας 1960.
Σημαντικό άλμα στην αύξηση του ρόλου της Διανομής στην εξέλιξη των Συστημάτων Ηλεκτρικής Ενέργειας αποτέλεσε διεθνώς η από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή της Διανεμημένης Παραγωγής, δηλαδή των μικρής ισχύος μονάδων παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) που συνδέονται στο Δίκτυο Διανομής. Έτσι, εκτός της κύριας πηγής τροφοδότησης των καταναλωτών από το Διασυνδεδεμένο Σύστημα Παραγωγής – Μεταφοράς, υπάρχει πλέον και πλήθος άλλων μικρών πηγών, ενώ οι Καταναλωτές καθίστανται συχνά και Παραγωγοί. Κατά συνέπεια ο έλεγχος της λειτουργίας των Δικτύων Διανομής περιπλέκεται και απαιτεί την επαύξηση ή και εφαρμογή νέων μεθόδων τηλελέγχου.
Από το 2000 περίπου, αρχικά η ΔΕΗ και ακολούθως ο ΔΕΔΔΗΕ επιχείρησαν την σταδιακή εφαρμογή της νέας ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας των «Έξυπνων Μετρητών», που αποτελούν τα βασικά στοιχεία των μελλοντικών «Έξυπνων Δικτύων Διανομής». Την προηγούμενη 10ετία έγινε ένα πρώτο βήμα με την εγκατάσταση του Συστήματος Τηλεμέτρησης των Καταναλωτών ή/και Παραγωγών Μέσης Τάσεως (ΜΤ - περί τους 15.000 μετρητές) και ακολούθησε αυτή των Μεγάλων Καταναλωτών/Παραγωγών Χαμηλής Τάσεως (ΧΤ περί τους 65.000 μετρητές), με την προοπτική επέκτασης των Έξυπνων Μετρητών στο σύνολο των 7,5εκ. καταναλωτών περίπου. Όμως οι προσπάθειες αυτές δεν προχώρησαν ουσιαστικά, γιατί συνάντησαν πολλά εμπόδια ώστε μέχρι σήμερα να μην έχει επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος και η χώρα μας να υστερεί σημαντικά έναντι των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Δεδομένου ότι ο εκσυγχρονισμός των δικτύων Διανομής σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, ενώ όπως και η μητρική ΔΕΗ ο ΔΕΔΔΗΕ αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά – διαχειριστικά προβλήματα, φαίνεται ότι η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων (ιδιωτικοποίηση) αποτελεί μονόδρομο. Θεωρούμε όμως ότι είναι βασικής σημασίας η επιλογή του βέλτιστου για το κοινό συμφέρον σχήματος ιδιωτικοποίησης, να μη γίνει με βραχυχρόνια οικονομικά κριτήρια αλλά να σχεδιαστεί δίδοντας βαρύτητα σε πολύ σημαντικότερες παραμέτρους, όπως κυρίως είναι αυτές που καθορίζουν μακροπρόθεσμα την ποιότητα και κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα δίκτυα Διανομής, σε αντίθεση με αυτά της Μεταφοράς, συνδέονται άμεσα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας και το ιστορικό της ανάπτυξής τους. Αυτό δικαιολογεί και το γεγονός της διαφορετικής μορφής και οργάνωσης των δικτύων Διανομής σε κάθε χώρα. Η χώρα μας, λόγω του ιστορικού που προαναφέρθηκε, διαθέτει ομοιόμορφο δίκτυο Διανομής, πλεονέκτημα το οποίο έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και ενδείκνυται να διατηρηθεί και συστηματοποιηθεί με τις προσαρμογές που θα γίνουν λόγω του εκσυγχρονισμού του.
Ως συνέπεια των παραπάνω θεωρούμε ότι την ενδεικνυόμενη λύση αποτελεί η είσοδος επενδυτή, ο οποίος εκτός από τα αναγκαία κεφάλαια θα εισφέρει και τεχνογνωσία, ενώ θα πρέπει να υπάρξει και ενεργός συμμετοχή και αξιοποίηση του υφιστάμενου ανθρώπινου δυναμικού. Για την επίτευξη του στόχου, βασικής σημασίας είναι η δημιουργία μιας επιτελικής - υπηρεσιακής μονάδας, η οποία λαμβάνοντας υπόψη την διεθνή πρακτική, θα καταρτίσει ένα μακροχρόνιο προγραμματισμό και στη συνέχεια θα επιβλέπει/καθοδηγεί την επίτευξή του, όπως με επιτυχία είχε συμβεί και στο παρελθόν. Ειδικότερα λόγω των σημαντικών επενδύσεων που θα απαιτηθούν για την απόκτηση του εξοπλισμού είναι σκόπιμο να συνδυαστεί με την δημιουργία εγχώριου προϊόντος με εξαγωγική προοπτική. Σχετική εμπειρία αποκτήθηκε παλαιότερα στη ΔΕΗ, με την παροχή κινήτρων για την εγκατάσταση δόκιμου διεθνώς οίκου κατασκευής εξοπλισμού μετρητών ενέργειας.
Συμπερασματικά σημειώνουμε ότι καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλάδου της Διανομής σε κάθε χώρα έχει η προϊστορία του.
Η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών διευκολύνεται και καθίσταται οικονομικά αποδοτικότερη με την αύξηση του αριθμού των καταναλωτών, δηλαδή το μέγεθος της επιχείρησης. Έχουμε συνεπώς τη γνώμη ότι με βάση την ιστορία του και τα χαρακτηριστικά του Ελληνικού δικτύου Διανομής, θα πρέπει να αποκλειστεί η περιφερειακή ή όποια άλλη διάσπασή του, ενώ εκείνο που επιβάλλεται είναι ο ταχύς εκσυγχρονισμός του.
Η εφαρμοζόμενη δομή και οργάνωση του κλάδου της Διανομής, δηλαδή η εκτέλεση του επιτελικού έργου από τις Κεντρικές Μονάδες, που είναι υπεύθυνες και για τα χρησιμοποιούμενα πληροφοριακά συστήματα, και του εκτελεστικού έργου από τις Περιφερειακές Μονάδες, αποδείχτηκε στην πράξη αποδοτική και ουδόλως ευθύνεται για τις όποιες αδυναμίες παρουσιάστηκαν.
Επιπλέον σήμερα είναι κομβικός ο ρόλος του ΔΕΔΔΗΕ στη λειτουργία της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στην υποστήριξη της χονδρεμπορικής αγοράς. Η τυχόν αποκέντρωση ή διάσπαση θα δημιουργούσε δυσχέρειες και θα απαιτούσε σημαντικούς πρόσθετους πόρους.
Αυτό που έχει σήμερα ανάγκη ο κλάδος της Διανομής είναι η πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων, που θα επιλέγονται και κατευθύνονται στον εκσυγχρονισμό του δικτύου, από μια στιβαρή κεντρική ομάδα διοίκησης που θα διαθέτει γνώση και εμπειρία, θα ενεργεί με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και θα προχωρεί με συνεχή αξιολόγηση της απόδοσης των μονάδων και του ανθρώπινου δυναμικού.
Ο κλάδος δεν έχει ανάγκη πολλαπλασιασμού των διοικητικών συμβουλίων και των διευθυντικών θέσεων, μάλλον χρειάζεται τον περιορισμό των τελευταίων, ιδιαίτερα δε ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου