Μόνο η διάθεση στην αγορά ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου με λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες θα έβαζε τέλος σε μεταβατικούς μηχανισμούς και στρεβλώσεις που επιβαρύνουν τη ΔΕΗ, ενισχύοντας σημαντικά την ισχνή ρευστότητά της
Βαρύ για την ευάλωτη κατάσταση του πάλαι ποτέ ισχυρού γίγαντα της ΔΕΗ είναι το αποτύπωμα των κυβερνητικών επιλογών για την αναδιάρθρωση της αγοράς ηλεκτρισμού.
Η καθυστέρηση στη συναίνεση της πώλησης λιγνιτικών μονάδων και η αντικατάστασή του με το μεταβατικό εργαλείο των δημοπρασιών τύπου ΝΟΜΕ για την μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη λιανική αγορά, το μόνο που κατάφερε πέραν της προσωρινής απαλλαγής της κυβέρνησης από το πολιτικό κόστος της υποχώρησης έναντι των προεκλογικών δεσμεύσεών της είναι να απαξιώσει περαιτέρω την επιχείρηση.
Η ΔΕΗ υποχρεώνεται πλέον να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες και μάλιστα τις πλέον ανταγωνιστικές της ενώ στο μεταξύ η οικονομική της κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Είναι γνωστό ότι η DGcomp έχει απορρίψει τη λίστα με τις μονάδες που πρότεινε για πώληση η ΔΕΗ και προτείνει, χωρίς μάλιστα να το θέτει υπό σηζήτηση όπως ανέφερε και σε χθεσινό ρεπορτάζ (29/9) το World Energy News, την πώληση των μονάδων 2 και 3 της Μεγαλόπολης ισχύος 255 MW και 256 MW αντίστοιχα με χρόνο ζωής το έτος 2025, την Μελίτη 1 ισχύος 330 MW και χρόνο ζωής το 2040 και πιθανότατα τον Άγιο Δημήτριο 5 ισχύος 342 MW με διάρκεια ζωής μέχρι το 2040.
Πιθανή υλοποίηση της πρότασης της DGcomp σημαίνει ότι μετά το 2020 το λιγνιτικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ θα περιοριστεί στα 660 MW της νέας υπό κατασκευή μονάδας Πτολεμαίδα 5.
Όλες οι υπόλοιπες μονάδες για να λειτουργήσουν μετά το 2020 και η μονάδα 1 της Καρδιάς μετά το 2019 απαιτούν επενδύσεις εκατομμυρίων που η ΔΕΗ δεν μπορεί να στηρίξει λόγω των προβλημάτων ρευστότητας.
Ερώτημα παραμένει ωστόσο, στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η ΔΕΗ αν θα καταφέρει να χρηματοδοτήσει την ολοκλήρωση της Πτολεμαϊδας 5.
Η επιφυλακή για την ρευστότητα
Όπως η ίδια η επιχείρηση αναφέρει στην ενδιάμεση έκθεση οικονομικών αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου 2017 «υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ρευστότητας, ο οποίος συνδέεται με την ανάγκη για επαρκή εξασφάλιση ταμειακών διαθεσίμων για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της, περιλαμβανομένων και των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης, των επενδυτικών αναγκών και της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων του Ομίλου και της μητρικής εταιρίας».
Αναφέρει δε μια σειρά από λόγους που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με βασικότερο τον αυξημένο βαθμό καθυστέρησης είσπραξης ή και μη είσπραξης των λογαριασμών ρεύματος.
Η κάλυψη των αυξημένων αναγκών σε κεφάλαια κίνησης δεν είναι εύκολο να καλυφθεί με δάνεια.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε περίπτωση που η αξιολόγηση του χρέους ή της πιστοληπτικής ικανότητα της εταιρίας υποβαθμισθεί από τους οίκους αξιολόγησης, «ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια με όρους ίδιους με αυτούς που ισχύουν για το υφιστάμενο χρέος ή να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια με οποιουσδήποτε όρους και η δυνατότητα πρόσβασής τους σε δανειακές πιστώσεις και στις αγορές ομολόγων ή άλλες μορφές χρηματοδότησης (ή αναχρηματοδότησης) ενδέχεται να είναι μειωμένη ή αδύνατη».
Όπως εξάλλου φάνηκε από τα αποτελέσματα εξαμήνου και επεσήμανε και ο επικεφαλής της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, μόνο από την εφαρμογή του μέτρου ΝΟΜΕ και την επιβολή τέλους προμηθευτή η επιβάρυνση στο εξάμηνο ήταν 274,6 εκατ. ευρώ.
Υψηλό είναι και το κόστος που ανέλαβε η ΔΕΗ για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, όταν οι εξαγωγές των τρίτων αυξήθηκαν κατά 113,5%.
Απώλεια των «καλών» πελατών
Η ένταση του ανταγωνισμού μέσω των ΝΟΜΕ αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω τα οικονομικά της ΔΕΗ, καθώς τα μερίδια πελατών που χάνει αντιπροσωπεύουν την κερδοφόρα κατηγορία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μέση τάση όπου τα τιμολόγια εμφανίζουν τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους η ΔΕΗ έχει χάσει ποσοστό άνω του 30% όταν στη χαμηλή τάση (οικιακά και μικρές επιχειρήσεις) το ποσοστό δεν ξεπερνά το 10% και στην υψηλή τάση (ενεργοβόρες βιομηχανίες) είναι μηδενικό.
Αμετακίνητοι μένουν βεβαίως οι ευάλωτοι καταναλωτές που είναι ενταγμένοι στο ΚΟΤ και ο αριθμός των οποίων βαίνει αυξανόμενος όπως και οι κακοπληρωτές που έχουν «φεσώσει» την εταιρία με ανεξόφλητες οφειλές ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
Οι προσπάθειες της επιχείρησης για βελτίωση της εισπραξιμότητας δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα τόσο λόγω της πραγματικής δυσκολίας μιας μερίδας καταναλωτών να πληρώσει το ρεύμα που καταναλώνει όσο και κυρίως των εξ' άνωθεν πολιτικών παρεμβάσεων.
Είναι γνωστές οι κατευθύνσεις από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ να μην κόβεται το ρεύμα για ανεξόφλητες οφειλές μέχρι 1.000 ευρώ, οι οποίες παραμένουν ατύπως σε ισχύ μέχρι σήμερα.
Είναι επίσης γνωστό και η διοίκηση της εταιρίας έχει αφήσει πολλές φορές αιχμές περί αυτού, ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί να μεταφέρει πλήρως το ανταγωνιστικό κόστος στα τιμολόγια, όπως και δεν έχει μεταφέρει μέχρι σήμερα το κόστος από το τέλος προμηθευτή ή το κόστος για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης την περίοδο της κρίσης.
Αντίθετα υποχρεώνεται κάθε φορά να μην προχωράει σε διακοπές ρεύματος για απλήρωτους λογαριασμούς σε περιοχές που έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκες λόγω σεισμών, πυρκαγιών ή πλημμύρας, κάτι που το εκμεταλλεύονται όμως και όσοι μπορούν να πληρώσουν.
Οι απαιτήσεις από Τρίτους
Αυτή είναι η εικόνα της ΔΕΗ λίγο πριν βγάλει στο σφυρί το πλέον κερδοφόρο λιγνιτικό της χαρτοφυλάκιο, μια εικόνα που συμπληρώνεται δε από συσσωρευμένες υποχρεώσεις σε εργολάβους, προμηθευτές και φορείς της αγοράς.
Στις 30/6/2017 το συνολικό ποσό που απαιτούσαν τρίτοι μέσω δικαστικών προσφυγών από τη ΔΕΗ έφτανε το 1,6 δισ. ευρώ.
Περί τα 574 εκατ. ευρώ διεκδικούν προμηθευτές και εργολάβοι, 222 εκατ. ευρώ εργαζόμενοι για επιδόματα και παροχές που σύμφωνα με τους ίδιους θα έπρεπε να τους είχαν καταβληθεί , ενώ ποσό 544 εκατ. ευρώ διεκδικεί ο ΑΔΜΗΕ μέσω δύο αγωγών κατά της επιχείρησης.
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα ποσά δεν θα εκδικασθούν κατά της ΔΕΗ, όμως οι υποχρεώσεις είναι τόσο υψηλές και συνεχώς αυξάνονται που δύσκολα θα περισσέψουν χρήματα από το τίμημα που θα εισπράξει πουλώντας λιγντικές μονάδες για να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις για να στηρίξει την βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητά της στο νέο περιβάλλον.
Αναμένεται θρίλλερ για τις υδροηλεκτρικές μονάδες
Και επειδή στο τέλος της ημέρας θα υποχρεωθεί να πουλήσει και υδροηλεκτρικά, κάτι που προφανώς γνωρίζουν στην κυβέρνηση ότι είναι απλώς θέμα χρόνου, το ηχηρό «όχι» που λέει σήμερα η ΔΕΗ θα έχει πιο καταστροφικά αποτελέσματα στο προσεχές μέλλον.
Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα για το «όχι» στα υδροηλεκτρικά πλην του πολιτικού.
Βάσει το ευρωπαϊκού πλαισίου κανένα καύσιμο δεν μπορεί να μονοπωλείται από έναν παραγωγό.
Όπως επιβλήθηκε το σπάσιμο του μονοπωλίου της ΔΕΗ στο λιγνίτη, αποτέλεσμα μιας προσφυγής στην DGcomp, έτσι θα επιβληθεί στο μέλλον και το σπάσιμο του μονοπωλίου στα νερά.
Το μέλλον μάλιστα μπορεί να μην είναι και τόσο μακριά δεδομένου ότι εκκρεμεί η απόφαση τη DGcomp για την έρευνα που διεξάγει για πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Μια ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος αποεπένδυση της ΔΕΗ με βασικό κριτήριο την βιωσιμότητα και την εξυγίανση συνολικά της αγοράς αλλά και της επιχείρησης ειδικότερα θα οδηγούσε στην πώληση ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου με νερά και λιγνίτες που θα έβαζε τέλος σε όλους τους μεταβατικούς μηχανισμούς και στρεβλώσεις που σήμερα επιβαρύνουν τη ΔΕΗ και τους καταναλωτές και παράλληλα θα ενίσχυε σημαντικά την ισχνή ρευστότητα της επιχείρησης.
Αλλά στη ζυγαριά μπαίνει για άλλη μια φορά πρώτα το πολιτικό κόστος.
Εξάλλου όταν θα έρθουν τα χειρότερα για τη ΔΕΗ, αυτοί που σήμερα αποφασίζουν για το μέλλον της δεν θα είναι εδώ όπως δεν είναι τώρα και κάποιοι άλλοι που επίσης αποφάσιζαν με γνώμονα το πολιτικό κόστος...
www.worldenergynews.gr
Η καθυστέρηση στη συναίνεση της πώλησης λιγνιτικών μονάδων και η αντικατάστασή του με το μεταβατικό εργαλείο των δημοπρασιών τύπου ΝΟΜΕ για την μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη λιανική αγορά, το μόνο που κατάφερε πέραν της προσωρινής απαλλαγής της κυβέρνησης από το πολιτικό κόστος της υποχώρησης έναντι των προεκλογικών δεσμεύσεών της είναι να απαξιώσει περαιτέρω την επιχείρηση.
Η ΔΕΗ υποχρεώνεται πλέον να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες και μάλιστα τις πλέον ανταγωνιστικές της ενώ στο μεταξύ η οικονομική της κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Είναι γνωστό ότι η DGcomp έχει απορρίψει τη λίστα με τις μονάδες που πρότεινε για πώληση η ΔΕΗ και προτείνει, χωρίς μάλιστα να το θέτει υπό σηζήτηση όπως ανέφερε και σε χθεσινό ρεπορτάζ (29/9) το World Energy News, την πώληση των μονάδων 2 και 3 της Μεγαλόπολης ισχύος 255 MW και 256 MW αντίστοιχα με χρόνο ζωής το έτος 2025, την Μελίτη 1 ισχύος 330 MW και χρόνο ζωής το 2040 και πιθανότατα τον Άγιο Δημήτριο 5 ισχύος 342 MW με διάρκεια ζωής μέχρι το 2040.
Πιθανή υλοποίηση της πρότασης της DGcomp σημαίνει ότι μετά το 2020 το λιγνιτικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ θα περιοριστεί στα 660 MW της νέας υπό κατασκευή μονάδας Πτολεμαίδα 5.
Όλες οι υπόλοιπες μονάδες για να λειτουργήσουν μετά το 2020 και η μονάδα 1 της Καρδιάς μετά το 2019 απαιτούν επενδύσεις εκατομμυρίων που η ΔΕΗ δεν μπορεί να στηρίξει λόγω των προβλημάτων ρευστότητας.
Ερώτημα παραμένει ωστόσο, στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η ΔΕΗ αν θα καταφέρει να χρηματοδοτήσει την ολοκλήρωση της Πτολεμαϊδας 5.
Η επιφυλακή για την ρευστότητα
Όπως η ίδια η επιχείρηση αναφέρει στην ενδιάμεση έκθεση οικονομικών αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου 2017 «υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ρευστότητας, ο οποίος συνδέεται με την ανάγκη για επαρκή εξασφάλιση ταμειακών διαθεσίμων για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της, περιλαμβανομένων και των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης, των επενδυτικών αναγκών και της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων του Ομίλου και της μητρικής εταιρίας».
Αναφέρει δε μια σειρά από λόγους που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με βασικότερο τον αυξημένο βαθμό καθυστέρησης είσπραξης ή και μη είσπραξης των λογαριασμών ρεύματος.
Η κάλυψη των αυξημένων αναγκών σε κεφάλαια κίνησης δεν είναι εύκολο να καλυφθεί με δάνεια.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε περίπτωση που η αξιολόγηση του χρέους ή της πιστοληπτικής ικανότητα της εταιρίας υποβαθμισθεί από τους οίκους αξιολόγησης, «ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια με όρους ίδιους με αυτούς που ισχύουν για το υφιστάμενο χρέος ή να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια με οποιουσδήποτε όρους και η δυνατότητα πρόσβασής τους σε δανειακές πιστώσεις και στις αγορές ομολόγων ή άλλες μορφές χρηματοδότησης (ή αναχρηματοδότησης) ενδέχεται να είναι μειωμένη ή αδύνατη».
Όπως εξάλλου φάνηκε από τα αποτελέσματα εξαμήνου και επεσήμανε και ο επικεφαλής της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, μόνο από την εφαρμογή του μέτρου ΝΟΜΕ και την επιβολή τέλους προμηθευτή η επιβάρυνση στο εξάμηνο ήταν 274,6 εκατ. ευρώ.
Υψηλό είναι και το κόστος που ανέλαβε η ΔΕΗ για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, όταν οι εξαγωγές των τρίτων αυξήθηκαν κατά 113,5%.
Απώλεια των «καλών» πελατών
Η ένταση του ανταγωνισμού μέσω των ΝΟΜΕ αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω τα οικονομικά της ΔΕΗ, καθώς τα μερίδια πελατών που χάνει αντιπροσωπεύουν την κερδοφόρα κατηγορία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μέση τάση όπου τα τιμολόγια εμφανίζουν τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους η ΔΕΗ έχει χάσει ποσοστό άνω του 30% όταν στη χαμηλή τάση (οικιακά και μικρές επιχειρήσεις) το ποσοστό δεν ξεπερνά το 10% και στην υψηλή τάση (ενεργοβόρες βιομηχανίες) είναι μηδενικό.
Αμετακίνητοι μένουν βεβαίως οι ευάλωτοι καταναλωτές που είναι ενταγμένοι στο ΚΟΤ και ο αριθμός των οποίων βαίνει αυξανόμενος όπως και οι κακοπληρωτές που έχουν «φεσώσει» την εταιρία με ανεξόφλητες οφειλές ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
Οι προσπάθειες της επιχείρησης για βελτίωση της εισπραξιμότητας δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα τόσο λόγω της πραγματικής δυσκολίας μιας μερίδας καταναλωτών να πληρώσει το ρεύμα που καταναλώνει όσο και κυρίως των εξ' άνωθεν πολιτικών παρεμβάσεων.
Είναι γνωστές οι κατευθύνσεις από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ να μην κόβεται το ρεύμα για ανεξόφλητες οφειλές μέχρι 1.000 ευρώ, οι οποίες παραμένουν ατύπως σε ισχύ μέχρι σήμερα.
Είναι επίσης γνωστό και η διοίκηση της εταιρίας έχει αφήσει πολλές φορές αιχμές περί αυτού, ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί να μεταφέρει πλήρως το ανταγωνιστικό κόστος στα τιμολόγια, όπως και δεν έχει μεταφέρει μέχρι σήμερα το κόστος από το τέλος προμηθευτή ή το κόστος για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης την περίοδο της κρίσης.
Αντίθετα υποχρεώνεται κάθε φορά να μην προχωράει σε διακοπές ρεύματος για απλήρωτους λογαριασμούς σε περιοχές που έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκες λόγω σεισμών, πυρκαγιών ή πλημμύρας, κάτι που το εκμεταλλεύονται όμως και όσοι μπορούν να πληρώσουν.
Οι απαιτήσεις από Τρίτους
Αυτή είναι η εικόνα της ΔΕΗ λίγο πριν βγάλει στο σφυρί το πλέον κερδοφόρο λιγνιτικό της χαρτοφυλάκιο, μια εικόνα που συμπληρώνεται δε από συσσωρευμένες υποχρεώσεις σε εργολάβους, προμηθευτές και φορείς της αγοράς.
Στις 30/6/2017 το συνολικό ποσό που απαιτούσαν τρίτοι μέσω δικαστικών προσφυγών από τη ΔΕΗ έφτανε το 1,6 δισ. ευρώ.
Περί τα 574 εκατ. ευρώ διεκδικούν προμηθευτές και εργολάβοι, 222 εκατ. ευρώ εργαζόμενοι για επιδόματα και παροχές που σύμφωνα με τους ίδιους θα έπρεπε να τους είχαν καταβληθεί , ενώ ποσό 544 εκατ. ευρώ διεκδικεί ο ΑΔΜΗΕ μέσω δύο αγωγών κατά της επιχείρησης.
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα ποσά δεν θα εκδικασθούν κατά της ΔΕΗ, όμως οι υποχρεώσεις είναι τόσο υψηλές και συνεχώς αυξάνονται που δύσκολα θα περισσέψουν χρήματα από το τίμημα που θα εισπράξει πουλώντας λιγντικές μονάδες για να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις για να στηρίξει την βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητά της στο νέο περιβάλλον.
Αναμένεται θρίλλερ για τις υδροηλεκτρικές μονάδες
Και επειδή στο τέλος της ημέρας θα υποχρεωθεί να πουλήσει και υδροηλεκτρικά, κάτι που προφανώς γνωρίζουν στην κυβέρνηση ότι είναι απλώς θέμα χρόνου, το ηχηρό «όχι» που λέει σήμερα η ΔΕΗ θα έχει πιο καταστροφικά αποτελέσματα στο προσεχές μέλλον.
Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα για το «όχι» στα υδροηλεκτρικά πλην του πολιτικού.
Βάσει το ευρωπαϊκού πλαισίου κανένα καύσιμο δεν μπορεί να μονοπωλείται από έναν παραγωγό.
Όπως επιβλήθηκε το σπάσιμο του μονοπωλίου της ΔΕΗ στο λιγνίτη, αποτέλεσμα μιας προσφυγής στην DGcomp, έτσι θα επιβληθεί στο μέλλον και το σπάσιμο του μονοπωλίου στα νερά.
Το μέλλον μάλιστα μπορεί να μην είναι και τόσο μακριά δεδομένου ότι εκκρεμεί η απόφαση τη DGcomp για την έρευνα που διεξάγει για πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Μια ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος αποεπένδυση της ΔΕΗ με βασικό κριτήριο την βιωσιμότητα και την εξυγίανση συνολικά της αγοράς αλλά και της επιχείρησης ειδικότερα θα οδηγούσε στην πώληση ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου με νερά και λιγνίτες που θα έβαζε τέλος σε όλους τους μεταβατικούς μηχανισμούς και στρεβλώσεις που σήμερα επιβαρύνουν τη ΔΕΗ και τους καταναλωτές και παράλληλα θα ενίσχυε σημαντικά την ισχνή ρευστότητα της επιχείρησης.
Αλλά στη ζυγαριά μπαίνει για άλλη μια φορά πρώτα το πολιτικό κόστος.
Εξάλλου όταν θα έρθουν τα χειρότερα για τη ΔΕΗ, αυτοί που σήμερα αποφασίζουν για το μέλλον της δεν θα είναι εδώ όπως δεν είναι τώρα και κάποιοι άλλοι που επίσης αποφάσιζαν με γνώμονα το πολιτικό κόστος...
www.worldenergynews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου