Η κριτική που αναπτύσσεται κατά της ΔΕΗ στο θέμα της διεκδίκησης δωρεάν δικαιωμάτων στη νέα Οδηγία για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου παίρνει τη μορφή μιας περίεργης επίθεσης τόσο στην ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης όσο και στην προσπάθεια της ΔΕΗ να ανταποκριθεί, με τρόπο αξιόπιστο, στις νέες ανταγωνιστικές συνθήκες εντός ενός εντελώς νέου ευρωπαϊκού «καθαρού» ενεργειακού περιβάλλοντος.
Η επίθεση, ανάλογη άλλων που γίνονται υπό τη σημαία ευκαιρίας της «καθαρής ενέργειας», στηρίζεται σε ένα οξύμωρο: Στην παραδοχή ενός μέρους μιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας και στην απόκρυψη του υπολοίπου.
Ενώ, δηλαδή, αναγνωρίζεται ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας έχει, μέσα σε 10 χρόνια, μειωθεί από πάνω του 70% σε 30-35% σήμερα, εγκαλούνται κυβέρνηση και ΔΕΗ ότι μέσω της κατασκευής δύο σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων (σε αντικατάσταση παλιών που αποσύρονται) διεκδικούν να αυξήσουν τη χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή.
Κι εδώ ερχόμαστε στις… αποκρύψεις:
Oι αποσύρσεις μονάδων ορυκτών καυσίμων την περίοδο 2014-2023 στη χώρα μας ανέρχονται σε 4.095 MW, από τα οποία 2.671 MW είναι λιγνιτική ισχύς.
Στην «Εκθεση Προόδου για το 2015», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις στη μείωση των ρύπων: την περίοδο 2005-2015 η χώρα μείωσε τις εκπομπές ρύπων κατά 31% (έναντι στόχου 6,5%) και τη χρήση λιγνίτη κατά 40%. Την ίδια χρονική περίοδο αύξησε το μερίδιο των ΑΠΕ κατά 400%, στις 10.000 GWh.
Το μείγμα ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος το 2023 αναμένεται να περιλαμβάνει 56% ΑΠΕ και 14% λιγνίτη (μελέτη επάρκειας του συστήματος του ΑΔΜΗΕ).
Ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός με ορίζοντα το 2030 έχει στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 55% έναντι του 2005 (το 62% εξ αυτών θα αποτελεί μείωση των εκπομπών από καύση λιγνίτη.)
Αλλά, εφόσον τόσο βασικά στοιχεία της πραγματικότητας αποκρύπτονται από όλους αυτούς που επιτίθενται στη ΔΕΗ, πού αποσκοπούν αυτής της προέλευσης και επιχειρηματολογίας επικρίσεις;
Μήπως στόχος είναι η μέριμνα της ΔΕΗ και της πολιτείας ώστε η σταδιακή ασφαλής μετάβαση από τον λιγνίτη στις ΑΠΕ, ως εγχώριο εθνικό καύσιμο, να δρομολογηθεί σε συνθήκες διαθεσιμότητας επαρκούς ισχύος από συμβατικές τεχνολογίες;
Κατά τρόπο, δηλαδή, που να εκμηδενίζει τους κινδύνους στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας που εμπεριέχονται σε μια τόσο σημαντική αλλαγή;
Μια τέτοια εξήγηση θα ήταν ακατανόητη, αφού παρόμοια στάση θα συνεπαγόταν τεράστια ευθύνη για τις τύχες της εθνικής οικονομίας και της χώρας.
Μένει μία ευεξήγητη απάντηση στο ερώτημα: Οι φωνές για άμεση και ολοκληρωτική εγκατάλειψη του λιγνίτη, ως μιας εθνικής πηγής ηλεκτρικής ενέργειας στην πορεία προς τις ΑΠΕ, αρέσουν ιδιαίτερα στους παραγωγούς/παρόχους από (εισαγόμενο) φυσικό αέριο. Οπως και στους λάτρεις της εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς αναπλήρωση των τεράστιων κενών που θα άφηνε μία πρόωρη εγκατάλειψη του λιγνίτη.
*Ο Ανδρέας Πετσίνης είναι Διευθυντής του Γραφείου Τύπου και ΜΜΕ της ΔΕΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου