Σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα η συμμετοχή του λιγνίτη στο μίγμα καυσίμων. Σημαντική αύξηση του φυσικού αερίου. Οι λόγοι του φαινομένου και τι σημαίνει για ΔΕΗ και ανεξάρτητους παραγωγούς. Πώς διαμορφώνονται τα μερίδια στην παραγωγή. Η συνέχιση για τέταρτο συνεχή μήνα της πτωτικής τάσης στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και στη μείωση της παραγωγής από εγχώριο λιγνίτη είναι τα χαρακτηριστικά του ισοζυγίου για τον μήνα Απρίλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ. Συγκεκριμένα, τον μήνα αυτό η συνολική ζήτηση ήταν μειωμένη κατά 3,4% έναντι του Απριλίου του 2015, ενώ η παραγωγή από λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ μειωμένη κατά 30,7%. Έτσι, αισίως ο λιγνίτης έφτασε να συμμετέχει στο συνολικό μίγμα της παραγωγής με 28%, έναντι 43% του Ιανουαρίου 2016 και ποσοστών πάνω από 50% τα χρόνια πριν από το 2015. Όσο για τα στοιχεία τετραμήνου στο ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας, απλώς επιβεβαιώνουν την παραπάνω εικόνα, που άρχισε να διαγράφεται πιο έντονα από το τελευταίο τρίμηνο του 2015 και μετά. Η συνολική ζήτηση Ιανουαρίου-Απριλίου 2016, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, διαμορφώθηκε σε 16.440 γιγαβατώρες έναντι 17.428 γιγαβατωρών του τετραμήνου 2015, μειωμένη κατά 5,7%. Την κατάρρευση της συνολικής ζήτησης συγκράτησε κάπως η βαριά βιομηχανία (Χαλυβουργίες, μεταλλουργίες στην Υψηλή Τάση), η οποία όλους τους μήνες του 2016 διατήρησε και αύξησε την κατανάλωση. Τον Απρίλιο η κατανάλωση στην Υψηλή Τάση ήταν αυξημένη κατά 4,3%, ενώ το τετράμηνο κατά 3,3%. Στη χαμηλή και μέση τάση, δηλαδή νοικοκυριά και επαγγελματικές χρήσεις, η κατανάλωση τον Απρίλιο ήταν μειωμένη κατά 4,6% και το τετράμηνο κατά 7,1%. Σε ό,τι αφορά στην κάλυψη της ζήτησης, η συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων μειώθηκε ακόμη περισσότερο και περιορίστηκε σε ένα 28%, έναντι 43% του Ιανουαρίου και πάνω από 50% τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο το σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά η παραγωγή των μονάδων φυσικού αερίου (ΔΕΗ και ανεξάρτητων παραγωγών) αγγίζει πλέον αυτή των λιγνιτικών. Έτσι σε συνολική παραγωγή 2.791 γιγαβατωρών τον Απρίλιο, οι λιγνιτικές μονάδες πρόσφεραν 792 γιγαβατώρες (28%), οι μονάδες φυσικού αερίου 726 γιγαβατώρες (26%), οι υδροηλεκτρικές μονάδες 423 γιγαβατώρες (15%) και οι ΑΠΕ 850 γιγαβατώρες (30%). Έτσι σε επίπεδο τετραμήνου, καταγράφεται μείωση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 20%, αύξηση της παραγωγής από φυσικό αέριο κατά 79% και μείωση της υδροηλεκτρικής παραγωγής κατά 33%. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα πραγματικά δεδομένα: Πρώτον, ότι η υδροηλεκτρική παραγωγή επηρεάστηκε από τις μειωμένες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις του χειμώνα. Δεύτερον, ότι η υψηλή παραγωγή των μονάδων φυσικού αερίου ευνοείται από τις χαμηλές τιμές του καυσίμου που ισχύουν σήμερα και όλο το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους παραγωγούς να ανταγωνίζονται ευθέως τον λιγνίτη στην ημερήσια αγορά, και όσο η ΔΕΗ για δικούς της λόγους θέλει να εμφανίζει υψηλό κόστος λιγνιτικής παραγωγής. Τρίτον, ότι με τη σημερινή εικόνα του ισοζυγίου, θα προκύψει σοβαρό πρόβλημα για τις λιγνιτικές μονάδες, αν για οποιονδήποτε λόγο πάψει να απορροφά μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικού βιομηχανικός καταναλωτής, ιδίως τη νύχτα ή τις αργίες. Με τα δεδομένα αυτά, τον Απρίλιο, η συμμετοχή της ΔΕΗ στην εγχώρια παραγωγή περιορίστηκε σε 52,7%, ενώ δεύτερος παραγωγός είναι ο όμιλος Μυτιληναίου που κάλυψε το 9,36% (μονάδα συμπαραγωγής και KorinthosPower). Ακολουθεί η Elpedison με 5,63% και η Ήρων με 4,10%. Τέλος, οι ΑΠΕ τον Απρίλιο συμμετείχαν με 28,1% στην «πίτα» της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικού. •Μιχάλης Καϊταντζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου