του Στέλιου Ψωμά
Όλοι εναντίον όλων! Οι ηλεκτροπαραγωγοί από φωτοβολταϊκά εναντίον της ενεργοβόρου βιομηχανίας και της ΔΕΗ, οι τελευταίοι εναντίον των ηλεκτροπαραγωγών φωτοβολταϊκών, οι ηλεκτροπαραγωγοί στα μη διασυνδεδεμένα νησιά εναντίον των ηλεκτροπαραγωγών στο διασυνδεδεμένο σύστημα, ανεξάρτητοι παραγωγοί εναντίον της αυτοπαραγωγής και όλα αυτά σε ένα κλίμα όπου προβάλλεται εντέχνως η μισή
αλήθεια ή και ενίοτε και ολόκληρα ψέματα για στήριξη των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς.
Η αλήθεια είναι ότι η φτώχεια φέρνει γκρίνια και πως σήμερα η αγορά ηλεκτρισμού βιώνει μια πρωτοφανή κρίση ρευστότητας που έχει οδηγήσει ορισμένους να χάσουν το μέτρο και να πυροβολούν αδιακρίτως επί δικαίων και αδίκων. Σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω κάποιον συγκεκριμένα, αλλά να ξεχωρίσω κάποια από τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί και να τα φωτίσω με ένα, ει δυνατόν, αντικειμενικό προβολέα. Αντικειμενικό, όχι γιατί η δική μου άποψη δεν είναι υποκειμενική, αλλά γιατί τα επιχειρήματα που θα παραθέσω βασίζονται σε αριθμούς και στοιχεία τρίτων και “υπεράνω υποψίας” φορέων.
1. Η περίπτωση της διακοψιμότητας
Η ενεργοβόρος βιομηχανία θεωρεί σωτήριο το μέτρο της διακοψιμότητας που θεσπίστηκε με το Ν.4203/2013 και εξειδικεύτηκε με την ΥΑ ΑΠΕΗΛ/Γ/Φ1/οικ.184898 (28.12.2015), μέτρο που οι ηλεκτροπαραγωγοί ΑΠΕ θεωρούν καταστροφικό και άδικο για τους ίδιους. Το βασικό επιχείρημα της ενεργοβόρου βιομηχανίας είναι πως το μέτρο αυτό είναι συμβατό με τις πρόνοιες της ΕΕ. Επί της αρχής έχει δίκιο. Οι υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου από πλευράς της ενεργοβόρου βιομηχανίας μπορούν να βοηθήσουν στην ευστάθεια του δικτύου όταν το τελευταίο βρίσκεται σε οριακή κατάσταση από πλευράς ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης.
Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται στη θέσπιση ενός τέτοιου μέτρου, αλλά στον τρόπο που αυτό εφαρμόζεται στην πράξη. Κατ’ αρχήν, όλοι γνωρίζουν πως οι υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου στη χώρα μας έχουν σήμερα θεωρητικό ενδιαφέρον, αφού υπάρχει υπερεπάρκεια ισχύος.Η στρέβλωση της ρύθμισης γίνεται ακόμη πιο σκανδαλώδης αν αναλογιστεί κανείς πως ειδικά τα φωτοβολταϊκά καλούνται να επωμιστούν το βάρος μιας υπηρεσίας για την οποία ουσιαστικά θα έπρεπε να αμείβονται! Η επιλογή της διακοψιμότητας έχει νόημα όταν ο Διαχειριστής δεν έχει την τεχνική δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες της ζήτησης κάποιες συγκεκριμένες ώρες. Τις ώρες όμως που τα φωτοβολταϊκά εγχέουν στο σύστημα (κυρίως μεσημεριανές), ο Διαχειριστής δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα επάρκειας, καθώς τα εγκατεστημένα φωτοβολταϊκά έχουν εξαλείψει τις μεσημεριανές αιχμές της ζήτησης, κάτι που αναγνωρίζεται πλέον από όλους και κυρίως από τον ίδιο τον Διαχειριστή! Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τα φωτοβολταϊκά οδήγησαν σε μείωση των αιχμών και των απαιτήσεων διακίνησης ενέργειας (περίπου 9% συμβολή το 2014) για την εξυπηρέτηση των ηλεκτρικών φορτίων από το Σύστημα Μεταφοράς.
Η διακοψιμότητα επιλέγεται για να μη χρειαστεί η έγχυση ακριβής ενέργειας από μονάδες εφεδρείας, κάτι που θα επιβάρυνε την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ). Όπως όμως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η μεγάλη διείσδυση των φωτοβολταϊκών όχι μόνο έχει εξαλείψει τις μεσημεριανές αιχμές της ζήτησης, αλλά έχει οδηγήσει και σε σημαντική μείωση της ΟΤΣ. Παρόλα αυτά, τα φωτοβολταϊκά καλούνται να καλύψουν και πάλι το κενό που δημιουργούν οι στρεβλώσεις της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.Κατά ένα περίεργο τρόπο μάλιστα, το επιβαλόμενο τέλος δεν είναι ανάλογο της παραγόμενης από κάθε τεχνολογία ενέργειας, αλλά ανάλογο των συνολικών καθαρών εσόδων των παραγωγών. Έτσι όμως ευνοείται η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και τιμωρούνται πρωτίστως τα φωτοβολταϊκά.
Και τι θα γίνει με τη βιομηχανία, θα αναλογιστεί κανείς. Θα την αφήσουμε να μαραζώσει, συμπαρασύροντας μαζί της χιλιάδες θέσεις εργασίας; Όχι φυσικά. Κανείς δεν θέλει να κλείνουν επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σήμερα που η οικονομία βρίσκεται στην εντατική και η ανεργία έχει αναδειχθεί σε υπ’ αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Η Πολιτεία αποφάσισε να εφαρμόσει το μέτρο της διακοψιμότητας ως ένα έμμεσο τρόπο ενίσχυσης της βιομηχανίας για να μην επιλέξει άλλους τρόπους, οι οποίοι είτε θα προσέκρουαν στη γενικότερη πολιτική της (π.χ. φορολογική πολιτική) είτε θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράνομη κρατική ενίσχυση από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ.
Τονίζω επίσης πως το μέτρο της διακοψιμότητας, όπως εφαρμόζεται σήμερα, έχει προσωρινό χαρακτήρα (η ισχύς της σχετικής υπουργικής απόφασης εκπνέει στις 15.10.2017). Μετά την ημερομηνία αυτή το αντίστοιχο τέλος θα περάσει στην προμήθεια (λόγω εφαρμογής του ευρωπαϊκού Μοντέλου Στόχου), όπως έχουν επιβεβαιώσει και ο πρώην υπουργός Ενέργειας Π. Σκουρλέτης, αλλά και ο νυν πρόεδρος της ΡΑΕ, σε σχετικές ερωτήσεις του γράφοντος. Βέβαια, λόγω των καθυστερήσεων στην εφαρμογή του Μοντέλου Στόχου, δεν αποκλείεται το μέτρο να πάρει κάποια παράταση.
Να βοηθήσουμε λοιπόν τη βιομηχανία. Όμως θα πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσει και η ίδια να βοηθήσει τον εαυτό της. Θυμίζω ότι ενώ την περίοδο 2005-2013 η μέση ενεργειακή ένταση στην ΕΕ μειώθηκε κατά 14,2%, την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24,4%. Το χάσμα λοιπόν μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ ήταν 38,6%.Το πιο εντυπωσιακό είναι πως το χάσμα μεγαλώνει κατά την περίοδο της κρίσης. Προς επίρρωση των παραπάνω, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση, αναφέρει πως την περίοδο 2007-2012, η συνεισφορά της βιομηχανίας στη συνολική εξοικονόμηση ενέργειας ήταν μηδενική.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι την τελευταία δεκαετία η βιομηχανία δεν αξιοποίησε τα κονδύλια που υπήρχαν (πρωτίστως από Κοινοτικούς πόρους) για να βελτιώσει την ενεργειακή της απόδοση και να μειώσει έτσι άμεσα και δραστικά το ενεργειακό της κόστος. Αν ακολουθούσε απλώς τις τάσεις της υπόλοιπης Ευρώπης, σήμερα δεν θα υπήρχε χάσμα στο μέσο ενεργειακό κόστος μεταξύ εγχώριας παραγωγής και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.
Το χειρότερο είναι πως, ακόμη και σήμερα, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης της βιομηχανίας παραμένει σχεδόν εκτός δημόσιου διαλόγου. Ακόμη κι αν η Πολιτεία στραγγαλίσει άλλους τομείς της οικονομίας για να ενισχύσει με ζεστό χρήμα την ενεργοβόρο βιομηχανία, το χάσμα μεταξύ εγχώριας και ευρωπαϊκής παραγωγής θα παραμείνει. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα τρέφουμε με “έκτακτα” κονδύλια τη βιομηχανία στο διηνεκές; Και πότε θα σταθεί στα πόδια της για να παίξει το ρόλο που όλοι προσδοκάμε απ’ αυτήν;
2. Η κερδοφορία των ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ
“Η ΕΒΙΚΕΝ θεωρεί επιβεβλημένη τη διερεύνηση της δυνατότητας για περαιτέρω περιορισμό των απαράδεκτα υψηλών τιμών που συνεχίζουν να απολαμβάνουν κατηγορίες εισοδηματιών-επενδυτών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, σε βάρος του Έλληνα καταναλωτή και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας".Την ίδια ώρα, η ΕΒΙΚΕΝ αναρωτιέται:“κόπτονται άραγε για τις ΑΠΕ ή για τη διατήρηση της υψηλής κερδοφορίας τους αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε άλλους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας;”
Προφανώς οι παραπάνω διαπιστώσεις, οι οποίες σημειωτέον περιέχονται στην ίδια ανακοίνωση, αντιφάσκουν μεταξύ τους. Γιατί με το κείμενο της η ΕΒΙΚΕΝ κάνει αυτό ακριβώς που καταγγέλλει. Κόπτεται για τη διατήρηση της κερδοφορίας των μελών της“αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε άλλους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας”.
Θυμίζω ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί ΑΠΕ πλήρωσαν το 2014 ένα βαρύ τίμημα με σοβαρές περικοπές των σταθερών εγγυημένων τιμών (Ν.4254/2014). Με βάση τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ, οι μεσοσταθμικές μειώσεις των τιμών για τα φωτοβολταϊκά (πριν και μετά το “NewDeal”) ήταν 25% στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα, 19% στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά και 21% για τα μικρά φωτοβολταϊκά σε στέγες.
Κι άλλο αίμα λοιπόν; Κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο έχει αποκλειστεί από το τρίτο μνημόνιο, το οποίο στη σελίδα 31 αναφέρει τα εξής: “Ως τον Ιούνιο του 2016 οι αρχές... iii) ως ορόσημο, θα τροποποιήσουν την υφιστάμενη νομοθεσία για το ΕΤΜΕΑΡ ή/και τη δομή του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, με σεβασμό των υφιστάμενων συμβάσεων αγοροπωλησίας σε αρμονία με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, ώστε να διασφαλιστεί ότι το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ θα εξαλειφθεί σε ορίζοντα 12 μηνών”.
Στη λογική αυτή λοιπόν, ο πρώην υπουργός Ενέργειας Π. Σκουρλέτης, έλεγε στη Βουλή στις 4.8.2016: “Το δίλημμα, λοιπόν, ήταν το εξής: Θα πηγαίναμε ξανά σε ένα NewDeal, σε μία νέα πράξη εις βάρος των επενδυτών, βάζοντας φρένο ή τινάζοντας στον αέρα αυτό τον κρίσιμο τομέα ενέργειας, πηγαίνοντας πίσω έτσι με αυτό τον τρόπο για πολλά χρόνια επενδυτικά σχέδια και διογκώνοντας ακόμη περισσότερο αυτό που ονομάζουμε αφερεγγυότητα του ελληνικού Δημοσίου; Άσχετα αν ήταν υπερβολικές, το είπαμε αυτό, οι εγγυημένες τιμές, άσχετα αν σε συνθήκες κρίσης ήταν παράλογο κάποιοι να κερδίζουν τόσο πολλά, αλλά δεν ήταν δική τους ευθύνη, η πολιτεία τους τα έταξε, η πολιτεία χωρίς σχεδιασμό, απερίσκεπτα”.
Όσο επώδυνο κι αν ήταν βέβαια το NewDeal, δεν οδήγησε τελικά σε κλείσιμο επιχειρήσεων ΑΠΕ, καθώς το μαχαίρι δεν έφτασε ευτυχώς τόσο βαθιά όσο επιθυμούσαν και επεδίωκαν κάποιοι. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι παρά τις σημαντικές περικοπές, δεν κοκκίνισαν τα δάνεια των ηλεκτροπαραγωγών. Τα δάνεια των ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ αποτελούν σήμερα το πιο υγιές και ασφαλές κομμάτι του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Αν έκλεισαν επιχειρήσεις, αυτές ήταν των προμηθευτών και εγκαταστατών φωτοβολταϊκού εξοπλισμού που επλήγησαν σφοδρά από το πάγωμα στην αδειοδότηση νέων έργων που ίσχυσε την περίοδο 2012-2014, αφήνοντας χωρίς δουλειά χιλιάδες εργαζόμενους στον κλάδο.
Τότε γιατί διαμαρτύρονται οι ηλεκτροπαραγωγοί, θα αναρωτηθεί κάποιος. Μα για τις σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές από πλευράς ΛΑΓΗΕ (και ΔΕΔΔΗΕ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά). Καθυστερήσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με τη μη έγκαιρη απόδοση των αντιστοίχων ποσών στον ΛΑΓΗΕ από τη ΔΕΗ. Οι καθυστερήσεις αυτές (που αγγίζουν τους επτά μήνες) δεν επιτρέπουν τον ορθολογικό σχεδιασμό των χρηματικών ροών και υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα συχνά οι ηλεκτροπαραγωγοί να βρίσκονται σε απόγνωση.
Μα η ΔΕΗ είναι βυθισμένη στα χρέη θα αντιτείνει κανείς. Της χρωστούν κοντά στα 3 δις. Σωστά, αλλά ας δούμε πότε ακριβώς άρχισαν να εκτοξεύονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη ΔΕΗ. Ήταν τότε που επιβλήθηκε το διαβόητο “χαράτσι” επί των ακινήτων (ΕΕΤΗΔΕ) που κάποιοι σκέφτηκαν πως έπρεπε να εισπραχθεί μέσω των “σίγουρων” λογαριασμών της ΔΕΗ. Έτσι σήμερα η ΔΕΗ, παρακρατεί όσα μπορεί για να φροντίσει τη δική της ρευστότητα (αλλά και να χρηματοδοτήσει παράλογα έργα όπως οι νέοι λιγνιτικοί σταθμοί), αφήνοντας τον ΛΑΓΗΕ και εμμέσως τους ηλεκτροπαραγωγούς ΑΠΕ στα κρύα του λουτρού. Περνάει μάλιστα στην αντεπίθεση, διαμαρτυρόμενη για την πρόνοια του Ν.4414/2016 (αρθ. 23) σύμφωνα με την οποίαυποχρεώνονταιοι εκπρόσωποι φορτίου (πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας) να καλύψουν μέρος των ποσών που απαιτούνται για τον διαρκή ισοσκελισμό του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ μέσω του οποίου πληρώνονται οι παραγωγοί πράσινης ενέργειας. Ξεχνά βέβαια η ΔΕΗ ότι, λόγω το στρεβλού τρόπου υπολογισμού του ΕΤΜΕΑΡ τόσα χρόνια (και της μείωσης της ΟΤΣ λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ), κέρδισε ανέξοδα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τα οποία πλήρωσαν οι καταναλωτές για να ενισχύσουν υποτίθεται τις ΑΠΕ. Ο νόμος προσπάθησε να άρει εν μέρει αυτή τη στρέβλωση και κακώς διαμαρτύρεται σήμερα η ΔΕΗ.
Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο θέμα. Στα επιχειρήματα που κατά καιρούς χρησιμοποιούν ορισμένοι από τους ηλεκτροπαραγωγούς, περιλαμβάνεται συχνά και το ότι τα “επιτόκια δανεισμού είναι ιδιαίτερα υψηλά και φτάνουν ως και 12,5%”. Η αλήθεια είναι ότιτο μέσο επιτόκιο δανεισμού για χιλιάδες έργα την περίοδο 2008-2013 ήταν της τάξης του 6%, επιτόκιο υψηλότεροαπό αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αλλά εύλογο,αν αναλογιστεί κανείςτηζοφερή εικόνα της οικονομίας εν μέσω κρίσης. Αν κάποιοι (υπάρχουν και τέτοιοι αλλά είναι λίγοι) δανείστηκαν με υψηλά επιτόκια (θα υπήρχε φαντάζομαι κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό), αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να το ρυθμίσουν με την τράπεζά τους και όχι να το ανάγουν σε θεσμικό ζήτημα.
3. Ο μύθος της εκπλήρωσης των στόχων
Η μεγαλύτερη πλάνη σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά είναι η πλαστή εντύπωση που υπάρχει πως έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι που έθεσε η Πολιτεία για τη διείσδυση τους στο ενεργειακό ισοζύγιο ως το 2020. Το επιχείρημα αυτό επικαλούνται κάποιοι για να προτείνουν (συχνά εκ του πονηρού και προσβλέποντας μόνο στο δικό τους προσωπικό όφελος) την παύση ή έστω την επιβράδυνση της εγκατάστασης νέων φωτοβολταϊκών συστημάτων.
Το 2010, η ελληνική Πολιτεία έθεσε ως στόχο τη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας(ΑΠΕ)στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό τουλάχιστον 40% ως το 2020(Ν. 3851/2010). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στα τέλη του 2014 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία), οι ΑΠΕ κάλυπταν το 21,9% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σημειωτέον ότι ο εθνικός στόχος αφορά την ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και όχι την ισχύ της κάθε τεχνολογίας. Το 2010 επίσης, το αρμόδιο υπουργείο (με σχετική υπουργική απόφαση) προχώρησεκαι σε μια ενδεικτική αναλογία εγκατεστημένης ισχύος και την κατανομή της στο χρόνο μεταξύ των διαφόρων τεχνολογιών ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, προβλεπόταν τότε να φτάσει η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ τα 10.650 μεγαβάτ (MW) ως το 2020. Ειδικότερα προβλεπόταν να υπάρχουν, μεταξύ άλλων, 7.500 MW αιολικών και 2.200 MW φωτοβολταϊκών ως το τέλος της δεκαετίας. Η νομοθεσία προβλέπει ότι η αναλογία μεταξύ των τεχνολογιών αναθεωρείται ανά διετία με βάση τα δεδομένα που ισχύουν στις επιμέρους αγορές, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ. Η τότε κατανομή μεταξύ τεχνολογιών είχε νόημα αφού τα αιολικά ήταν σημαντικά φθηνότερα των φωτοβολταϊκών. Σήμερα βέβαια τα δεδομένα έχουν αλλάξει και τα φωτοβολταϊκά έχουν καταστεί, εν τω μεταξύ, η φθηνότερη τεχνολογία ΑΠΕ. Πολλοί επιμένουν σήμερα ότι τα φωτοβολταϊκά (με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 2.600 MW) έφτασαν και ξεπέρασαν τον στόχο του 2020, παραβλέποντας βέβαια ότι εκείνη η παλιά κατανομή ήταν ενδεικτική και έπρεπε βάσει νόμου να αναθεωρηθεί ήδη από το 2012, κάτι που δεν έγινε με ευθύνη όλων των αρμόδιων υπουργών που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα.Σε αντίθεση λοιπόν με όσα παραπλανητικά ακούγονται (ότι δήθεν έχουν καλυφθεί ήδη οι στόχοι και ιδιαίτερα μάλιστα για τα φωτοβολταϊκά), υπολειπόμαστε σημαντικά των δεσμεύσεων μας για το 2020 και είναι αμφίβολο αν τελικά καταφέρουμε να πλησιάσουμε τους στόχους, δεδομένου και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης των υπολοίπων ΑΠΕ.
Επιπλέον, με βάση το Ν.4254/2014, το επίπεδο συνολικής ισχύος φωτοβολταϊκών σταθμών που τίθενται σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιείται η σύνδεσή τους μετά την 1-1-2014 και η παραγόμενη ενέργεια των οποίων θα αποζημιώνεται με το ισχύον κατά περίπτωση καθεστώς ενίσχυσης, ανέρχεται σε 200 MW ανά έτος μέχρι και το έτος 2020. Εάν το σύνολο της ισχύος σταθμών που τίθενται σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιείται η σύνδεσή τους στο τέλος εκάστου έτους υπολείπεται των 200 MW, η διαφορά προσαυξάνει το επίπεδο συνολικής ισχύος των 200 MW του επόμενου έτους. Ειδικά το επίπεδο συνολικής ισχύος σταθμών που έχουν στο παρελθόν ενταχθεί στη διαδικασία αδειοδότησης fasttrack ανέρχεται σε 300 MW μέχρι και το έτος 2020. Τα παραπάνω σημαίνουν απλά πως από σήμερα και μέχρι το 2020, βάσει νόμου, μπορούν να εγκατασταθούν τουλάχιστον άλλα 1.300 MW φωτοβολταϊκών.
Μιας και υπήρξα κριτικός προς την ΕΒΙΚΕΝ προηγουμένως, της οφείλω και κάποια εύσημα. Στην τελευταία ανακοίνωσή της, υποστηρίζει ευθέωςτην ανάπτυξη επιπλέον φωτοβολταϊκών έργων. Αναφέρει χαρακτηριστικά (10.11.2016): “Η ελληνική βιομηχανία έχει κατ' επανάληψη ταχθεί υπέρ της υγιούς ανάπτυξης της αγοράς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο πλαίσιο των στόχων που έχουν τεθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΒΙΚΕΝ υποστηρίζει το διαγωνισμό για την ανάπτυξη νέων φωτοβολταϊκών, με όριο στην ισχύ και τις τιμές, ούτως ώστε να υπάρχει λελογισμένη και το κυριότερο προγραμματισμένη ένταξη νέας φωτοβολταϊκής ισχύος στο σύστημα”.
4. Η διαστρέβλωση της αλήθειας για το κόστος των φωτοβολταϊκών και τις αποδόσεις των επενδύσεων
Με αφορμή τον πιλοτικό διαγωνισμό για τα φωτοβολταϊκάπου προκηρύχθηκε πρόσφατα, υπήρξε ανακοίνωση του ΣΠΕΦ (10.11.2016) που αναφέρει επί λέξει τα εξής:
“Ο ΣΠΕΦ έχει πρόσφατα οικονομοτεχνικά μελετήσει και από 15/6/16 δημοσιοποιήσει τις αναμενόμενες οικονομικές αποδόσεις τυπικών φωτοβολταϊκών έργων ισχύος 0,99 MW και 7 MW στα πλαίσια των εκτιμώμενων τιμών ΤΑ αυτών, που θα προκύψουν δηλαδή ως αποτέλεσμα της εν λόγω δημοπρασίας. Για τιμές ΤΑ λοιπόν λ.χ. 100 ευρώ/MWh και 90 ευρώ/MWh για κάθε τυπικό έργο αντίστοιχα προκύπτουν, χωρίς τραπεζικό δανεισμό, καθαρές μετά φόρων εταιρείας και φόρου μερισμάτων, μερισματικές αποδόσεις επί του επενδυμένου κεφαλαίου της τάξης του 2,2% και 2,4%, τις οποίες και θεωρούμε μη βιώσιμες και οπωσδήποτε εν γένει αποτρεπτικές. Τα φωτοβολταϊκά ωστόσο όλα τα προηγούμενα χρόνια αναπτύχθηκαν σημαντικά και έφθασαν ήδη από το 2013 τον εθνικό στόχο του 2020, οπότε η περαιτέρω δυναμική ανάπτυξη τους με δεδομένα και τα προβλήματα πληρωμών που όλες οι ΑΠΕ αντιμετωπίζουν, μάλλον δεν επείγει τουλάχιστον υπό οιουσδήποτε όρους”.
Προφανώς κάποιος κάνει λάθος εδώ. Δεν είναι τρελός ο νομοθέτης και η ΡΑΕ να δημοπρατούν έργα με μερισματικές αποδόσεις 2,2% και 2,4%, αφού κάτι τέτοιο δεν θα προσέλκυε επενδυτές. Κυρίως όμως δεν είναι τρελοί οι επενδυτές για να ρισκάρουν τα χρήματα τους για τέτοιες αποδόσεις. Τότε γιατί υπάρχει ενδιαφέρον για το διαγωνισμό; Και γιατί γίνεται κοσμογονία στη διεθνή αγορά φωτοβολταϊκών παρόλο που στις περισσότερες χώρες οι ενισχύσεις είναι μικρότερες από αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα; Προφανώς δεν τρελάθηκε όλος ο πλανήτης. Απλώς οι σημερινές αποδόσεις των φωτοβολταϊκών είναι υψηλότερες από αυτές που ισχυρίζεται ο ΣΠΕΦ. Ναι, είναι μονοψήφιες και επ’ ουδενί λόγω δεν αγγίζουν τις διψήφιες αποδόσεις που ίσχυαν λίγα χρόνια πριν. Καλώς ήρθατε στη νέα πραγματικότητα. Από δω και πέρα αντίστοιχες αποδόσεις θα ισχύουν για όλες τις ΑΠΕ. Και θα δείχνουν ενδιαφέρον επενδυτές που σκέφτονται μακροπρόθεσμα και δεν είναι τυχοδιώκτες. Γιατί στο παρελθόν, εκτός από πολλούς επενδυτές που κατέθεσαν τις οικονομίες μιας ζωής και μάτωσαν για να κατασκευάσουν ένα φωτοβολταϊκό σταθμό, υπήρξαν και αρκετοί “σαλταδόροι” που όρμηξαν να εκμεταλλευτούν τις υψηλές αποδόσεις χωρίς να τους νοιάζει πραγματικά αν επένδυαν σε μια καθαρή τεχνολογία ή στα πυρηνικά. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, λέει η παροιμία.
Οι αποδόσεις στα μεσαίας και μεγάλης ισχύος φωτοβολταϊκά παραμένουν και σήμερα αξιοπρεπείς, παρόλες τις νέες χαμηλές τιμές ενίσχυσης, για τον απλό λόγο ότι, τους τελευταίους μήνες,ξεκίνησε μια δραστική πτώση της τιμής των φωτοβολταϊκών πλαισίων, πτώση που αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον ως τα μέσα του 2017. Γι’ αυτό και υπάρχει ακόμη και σήμερα επενδυτικό ενδιαφέρον. Εκεί που χρειάζεται όντως άμεσα νομοθετική παρέμβαση είναι στα μικρής ισχύος φωτοβολταϊκά για τα οποία οι ισχύουσες ταρίφες είναι απαγορευτικά μικρές και οδηγούν σε μη βιώσιμες επενδύσεις.
5. Ανεξάρτητοι παραγωγοί εναντίον αυτοπαραγωγών
Η αυτοπαραγωγή ενέργειας στη χώρα μας έχει διανύσει μια μακρά και επώδυνη διαδρομή. Στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών απαιτήθηκε μια μακρά περίοδος θεσμικής ωρίμανσης για να προχωρήσει η αυτοπαραγωγή με ενεργειακό συμψηφισμό και ακόμη και σήμερα ο βηματισμός είναι τραγικά αργός λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας.
Με αφορμή κείμενο διαβούλευσης της ΡΑΕ για τον εικονικό ενεργειακό συμψηφισμό, υπήρξε αντίδραση μερίδας επενδυτών που διαφώνησαν με την πρόταση της ΡΑΕ να επιβάλλεται ΕΤΜΕΑΡ επί της συμψηφιζόμενης ενέργειας (απορροφώμενης μείον εγχεόμενης) και όχι επί της απορροφώμενης από το δίκτυο ενέργειας (όπως ισχύει μέχρι σήμερα).
Σε αντίθεση με τους παραπάνω, ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) και η Greenpeace υποστήριξαν την πρόταση της ΡΑΕ, δεδομένου ότι διαφορετικά ο αυτοπαραγωγός επιβαρύνεται εμμέσως με ΕΤΜΕΑΡ και επί της εγχεόμενης πράσινης ενέργειας, κάτι που δεν ισχύει για τις περιπτώσεις ανεξάρτητων παραγωγών ΑΠΕ που εγχέουν όλη τους την παραγόμενη ενέργεια στο δίκτυο.
Όσο για τον κίνδυνο έμμεσης επιβάρυνσης των καταναλωτών από επέκταση της αυτοπαραγωγής (μέσω επιβάρυνσης του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ –ΕΛΑΠΕ-) ας δούμε λίγο την πραγματικότητα των αριθμών όπως αυτή αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ. Αν εξ αρχής ίσχυε η πρόταση της ΡΑΕ, στο πρώτο 15μηνο ισχύος του προγράμματος (Μάιος 2015-Ιούλιος 2016), η συνολική επιβάρυνση του ΕΛΑΠΕ θα ήταν της τάξης των 150.000 €, δηλαδή 120.000 € σε ετήσια βάση, όταν το σύνολο των ετήσιων εκροών προς τους ανεξάρτητους παραγωγούς ΑΠΕ είναι της τάξης των 1,8 δις € και η συμβολή του ΕΤΜΕΑΡ της τάξης του 1 δις €. Στο Ειδικό Πρόγραμμα Φωτοβολταϊκών σε στέγες, την περίοδο 2009-2016 εγκαταστάθηκαν 375 MW. Αν υποθέσουμε ότι η επιτυχία αυτή επαναλαμβάνεται και στην περίπτωση του net-metering, όταν μετά από αρκετά χρόνια εγκατασταθούν 375 MW από αυτοπαραγωγούς (το 15μηνο Μαΐου 2015-Ιουλίου 2016 εγκαταστάθηκαν μόλις 4,1 MW), η συνολική ετήσια επιβάρυνση του ΕΛΑΠΕ θα είναι της τάξης των 12 εκατ. €. Και αυτό χωρίς να συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά οφέλη που έχει η αυτοπαραγωγή και η κατανάλωση της ενέργειας σε τοπική κλίμακα χωρίς σημαντικές απώλειες.
Η υιοθέτηση της πρότασης της ΡΑΕ, μεταφράζεται σε όφελος μικρότερο από 100 € ετησίως για ένα οικιακό καταναλωτή (με σύστημα 3 kW), κάτι που ρίχνει τον χρόνο απόσβεσης της επένδυσης από τα 10 στα 8 έτη. Αν κρίνουμε από τους εξαιρετικά αργούς ρυθμούς ανάπτυξης του προγράμματος αυτοπαραγωγής μέχρι τώρα, ένα τέτοιο κίνητρο είναι μάλλον επιβεβλημένο.
* Ο Στέλιος Ψωμάς είναι σύμβουλος σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου