Ρόη Χάικου (Ελεύθερος Τύπος, 25/10/2015)
Ο λιγνίτης, ως φθηνός εγχώριος ενεργειακός πόρος, είναι το βασικό καύσιμο για ηλεκτροπαραγωγή. Η «μονοκαλλιέργεια» όμως του λιγνίτη φθάνει στο τέλος της, τάση που η Ελλάδα δεν έχει αντιληφθεί και που σύντομα θα της κοστίσει πολύ ακριβά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια της Ελλάδα να της δοθούν κατ’ εξαίρεσιν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών του άνθρακα (CO2) στην ηλεκτροπαραγωγή, με επιχείρημα ότι έτσι θα αποφεύγει η χώρα τα συνεχώς αυξανόμενα κόστη για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων, γεγονός που συνεπάγεται ακριβότερα τιμολόγια ρεύματος για τους καταναλωτές.
Τι προβλέπεται
Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου θεσπίστηκε από την ΕΕ το 2003 προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον περιορισμό της εκπομπής ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ωστόσο, στη συγκεκριμένα Οδηγία προβλέπεται ότι ορισμένα κράτη που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια θα μπορούν να λαμβάνουν κατ’ εξαίρεσιν κάποια δικαιώματα ρύπων για ηλεκτροπαραγωγή. Η λογική είναι ότι αποφεύγοντας το κόστος για την αγορά των δικαιωμάτων εκπομπών, τα κράτη αυτά θα πρέπει να διοχετεύσουν τα ποσά που εξοικονομούν σε επενδύσεις για την αναβάθμιση των ενεργειακών τους υποδομών μέσω καθαρών τεχνολογιών.
Εδώ έγκειται και η πρώτη αντίφαση στην επιθυμία της Ελλάδας να συμπεριληφθεί στην εν λόγω εξαίρεση, αφού η χώρα μας διεκδικεί την εξαίρεση για να παρατείνει τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων και όχι για να επενδύσει στη σταδιακή απεξάρτηση από το λιγνίτη.
Επιπλέον, η Ελλάδα επιδιώκει μια εξαίρεση εις βάρος των εσόδων του κράτους και της τσέπης των καταναλωτών. Όπως υποστηρίζει ο υπεύθυνος Κλιματικής Πολιτικής του WWF Ελλάδος «Ό,τι θα δίνεται δωρεάν στις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα αφαιρείται αυτομάτως από τα δικαιώματα που δίνονται κάθε χρόνο στο ελληνικό κράτος για να τα δημοπρατήσει στο χρηματιστήριο ρύπων και να εισπράξει από τις πωλήσει τους. (…) Ειδικά για την Ελλάδα προβλέπεται ότι τα δημόσια έσοδα από τη δημοπράτηση εκπομπών θα ξεπεράσουν τα 6 δις. ευρώ τη δεκαετία 2015-2025. Αν δοθεί η εξαίρεση που ζητάει η ΔΕΗ, το 40% αυτών των χρημάτων θα χαθεί από τα κρατικά ταμεία».
Παράλληλα, υπολογίζεται ότι για την περίοδο 2021-2030 η Ελλάδα θα έχει ως μέγιστο ετήσιο όριο δωρεάν δικαιωμάτων για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής τα 10 εκατ., τη στιγμή που οι εκπομπές μόνο των μονάδων της ΔΕΗ το 2014 ήταν πάνω από 39 εκατ. τόνοι CO2. Δηλαδή, ακόμη και εάν η Ελλάδα μπορούσε να δώσει ποσότητα δωρεάν δικαιωμάτων στην ηλεκτροπαραγωγή, αυτά θα κάλυπταν περιορισμένο μέρος των εκπομπών των μονάδων της.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η Ελλάδα δεν διεκδικεί απλά την εξαίρεση για την περίοδο 2021-2030, αλλά επιδιώκει να ενταχθεί εκπρόθεσμα στην τρέχουσα περίοδο (2013-2020), όπου προθεσμία υποβολής αιτήματος ήταν ο Σεπτέμβριος του 2011! Η δε πρόβλεψη για την περίοδο 2021-2030 αφορά σε χώρες με κατά κεφαλήν ΑΠΕ χαμηλότερο του 60% του μέσου όρου της ΕΕ και με έτος αναφοράς το 2013. Το επιχείρημα της χώρας μας είναι ότι το 2014 (που δεν είναι το έτος αναφοράς) η Ελλάδα πληρούσε συγκεκριμένο κριτήριο και στην κατεύθυνση αυτή, η ΔΕΗ πραγματοποίησε πρόσφατα συνάντηση με τους Έλληνες ευρωβουλευτές ζητώντας τους να πιέσουν για την αλλαγή του έτους αναφοράς. Εδώ ξεκινούν οι αντιφάσεις και σε πολιτικό επίπεδο. Πώς οι Έλληνες ευρωβουλευτές θα διεκδικήσουν αυτή την εξαίρεση, όταν την περασμένη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα –εντολή στην αντιπροσωπεία του εν όψει της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι τον Δεκέμβριο, να διεκδικήσει τη μείωση κατά τουλάχιστον 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου;
Αντίφαση
Πώς η Ελλάδα, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, κάνει λόγο για προσπάθεια διαπραγμάτευση των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 για την περίοδο 2021-2030, όταν από το βήμα συνεδρίου ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιάννης Τσιρώνης, προαναγγέλλει πλήρη απεξάρτηση από το λιγνίτη με ορίζοντα το 2020-2030;
Είναι εμφανές ότι η χώρας μας αγνοεί ότι το ενεργειακό γίγνεσθαι αλλάζει ταχύτατα. Σε πρόσφατο δημοσίευμά της η Wall Street Journal παρουσίαζε πώς στις ΗΠΑ οι εταιρείες ηλεκτρισμού όχι απλά δεν αντιμάχονται τον «Κανόνα του Άνθρακα» (Carbon Rule) της κυβέρνησης Ομπάμα, αλλά τον χαιρετίζουν, αφού οι συνθήκες της αμερικανικής αγοράς υπαγορεύουν τη στροφή σε ηλεκτροπαραγωγή από σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου.
Μονάδες φυσικού αερίου που διαθέτουν τόσο η ΔΕΗ όσο και οι ιδιώτες και οι οποίες έχουν σημαντικά χαμηλότερες εκπομπές, μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και σε επίπεδο κόστους μπορούν να καταστούν σταδιακά ανταγωνιστικές. Συγκεκριμένα, μια ελληνική λιγνιτική μονάδα εκπέμπει από 1,45 ως 1,80 τόνους CO2 ανά Μεγαβατώρα έναντι μόλις 0,40 τόνων της μονάδας φυσικού αερίου.
Ο βαθμός απόδοσης των λιγνιτικών είναι 28-36% έναντι 58% των φυσικού αερίου και, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της Ημερήσιας Αγοράς για τον Οκτώβριο του 2015, οι λιγνιτικές προσφέρουν προς 44-53 ευρώ τη Μεγαβατώρα όταν οι προσφορές των μονάδων φυσικού αερίου κυμαίνονται στα 49 ευρώ/MWh και μεσοπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθούν πιο ανταγωνιστικές των λιγνιτικών, λόγω της επιβάρυνσης των τελευταίων με αυξημένα δικαιώματα ρύπων. Επομένως, η Ελλάδα έχει εναλλακτικές και είναι εθνική απόφαση το αν θα τις αξιοποιήσει ή θα πληρώσει ο καταναλωτής λανθασμένες ενεργειακές πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου