Η ΕΒΙΚΕΝ είναι η Ένωση των ενεργοβόρων βιομηχανιών της χώρας, αυτών που βλέπουν άμεσα στα αποτελέσματα των επιχειρήσεών τους τις συνέπειες της αποτυχημένης ενεργειακής πολιτικής των κυβερνήσεων Πασοκ-ΝΔ της τελευταίας 15ετίας. Έχουμε ασχοληθεί και άλλες φορές στο παρελθόν με άρθρα και ανακοινώσεις της ΕΒΙΚΕΝ για το θέμα της ενέργειας, καθόσον συμμεριζόμαστε την ίδια κοινή λογική: με ακριβή ενέργεια δεν πάμε ως χώρα πουθενά και η πιο φθηνή εγχώρια πηγή ενέργειας είναι ο λιγνίτης. Ο λιγνίτης που στήριξε μετά τον Εμφύλιο την ανάπτυξη της χώρας και που αναπτύχθηκε μαζί με την ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας. Και σας έχουμε ενημερώσει έγκαιρα ότι η ΕΒΙΚΕΝ είχε ζητήσει επίσημα η χώρα να κρατήσει και τα επόμενα χρόνια τη λιγνιτική παραγωγή στις 27500GWh, στα επίπεδα που ήταν το 2010-12.
Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε ένα νέο άρθρο της ΕΒΙΚΕΝ, από τον κ. Αντ. Κοντολέοντα, που λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και είναι και επίκαιρο με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Το αναδημοσιεύουμε σήμερα αυτούσιο και στη συνέχεια σχολιάζουμε ορισμένα σημεία. Το άρθρο έχει ως εξής:
Η αγορά ενέργειας και η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας πλήττεται λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους. Οι τιμές στις ευρωπαϊκές ημερήσιες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας (σποτ) είναι κάτω από 40 ευρώ/MWh (Γερμανία 33 ευρώ/MWh), ενώ αντίθετα οι τιμές της ελληνικής υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς είναι 75 ευρώ/MWh. Γι’ αυτή τη στρέβλωση ευθύνονται λάθος πολιτικές αποφάσεις μερικά χρόνια πριν. Ας το πάρουμε από την αρχή.
Οι πολιτικοί μας, πριν από μερικά χρόνια, με πρόσχημα …
την απελευθέρωση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αποφάσισαν την είσοδο και άλλων παικτών που θα ανταγωνίζονταν το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ. Μάλιστα μας διαβεβαίωναν ότι έτσι θα μειωθεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα θα απαλλαχθούμε από τον βρόμικο λιγνίτη. Γι’ αυτό πρότειναν την εισαγωγή στο ενεργειακό μείγμα της χώρας του καθαρού μεν, αλλά εισαγόμενου και ακριβότερου φυσικού αερίου δε, με το επιπλέον επιχείρημα ότι οι νέες μονάδες θα είναι ευέλικτες και θα στηρίξουν την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Τίποτα από τα ανωτέρω δεν επαληθεύθηκε. Η ζήτηση έπεσε, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε (και λόγω φόρων), η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) διπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα οι μονάδες αυτές με καύσιμο φυσικό αέριο σήμερα να υπολειτουργούν και να επιδοτούνται για να παραμείνουν στη ζωή με πολύ υψηλό κόστος, ποσά που πληρώνει ο καταναλωτής.
Παράλληλα, για να προσελκύσουμε αυτές τις νέες μονάδες επιλέχθηκε ως μοντέλο αγοράς η υποχρεωτική ημερήσια αγορά (pool), που θα τους επέτρεπε να αντέξουν στον ανταγωνισμό της ΔΕΗ, μη υποχρεώνοντάς τις να βρουν αγοραστές μια και μπορούν να πωλούν σε ένα κοινό καλάθι την ενέργεια που παράγουν.
Τελικά δεν αναπτύχθηκε ανταγωνισμός στην αγορά, η ΔΕΗ παραμένει δεσπόζων παίκτης και οι τιμές για τον καταναλωτή αυξήθηκαν. Το δε μοντέλο αγοράς δεν επιτρέπει σήμερα να πέσουν οι τιμές, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, παρά την υπερπροσφορά ενέργειας λόγω διπλασιασμού της παραγωγής από ΑΠΕ.
Δυστυχώς ο εφιάλτης για τον καταναλωτή δεν σταματάει εδώ. Τώρα είναι η τρόικα, η οποία με πρόφαση τη δημιουργία πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά αποφάσισε ότι πρέπει να πωληθεί η “μικρή ΔΕΗ” και να δοθεί το management της ΔΕΗ σε ιδιώτες μαζί με το 17% των μετοχών.
Όμως η δημιουργία της «μικρής ΔΕΗ» δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει ανταγωνιστική αγορά, καθώς η ύπαρξη δύο ολιγοπωλίων δεν εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το σημερινό μοντέλο αγοράς θα δίνει το δικαίωμα στον νέο ιδιοκτήτη της ΔΕΗ να πωλεί την λιγνιτική παραγωγή, που του κοστίζει 35 ευρώ/MWH, στην τιμή της αγοράς, που θα είναι 80 ευρώ/MWH, χωρίς να μπορεί κανείς να τον εγκαλέσει για υπέρογκα κέρδη. Η δε κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκήσει ούτε την κοινωνική ούτε τη βιομηχανική πολιτική της. Οι υπεραξίες από την εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου θα πηγαίνουν στα χέρια ιδιωτών.
Η ευθύνη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας είναι τεράστια, καθώς καθυστερεί τη λήψη μέτρων στην κατεύθυνση μιας ελεύθερης αγοράς επ’ ωφελεία όλων των καταναλωτών. Το άνοιγμα της αγοράς προς όφελος των όποιων επενδυτών δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Το ζητούμενο σήμερα είναι η ασφάλεια εφοδιασμού σε ανταγωνιστικό κόστος, προϋπόθεση για νέες παραγωγικές επενδύσεις, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, για ανάπτυξη, για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Τέλος προτεραιότητα πρέπει να είναι η αναθεώρηση του προγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και η χάραξη μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής που να υιοθετεί ένα μείγμα καυσίμου ελάχιστου κόστους που θα εγγυάται τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων και θα προσελκύει νέες επενδύσεις.
Η ελληνική βιομηχανία δίνει μια δύσκολη μάχη ανταγωνιζόμενη με άνισους όρους την αντίστοιχη ευρωπαϊκή στις διεθνείς αγορές. Δυστυχώς, πλην των μειωμένων βιομηχανικών τιμολογίων που αποφάσισε η κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη ότι η βιομηχανία έφθασε στην ώρα μηδέν, δεν υπάρχει συνέχεια.
Ως επιβεβαίωση της μη συνέχειας στην πολιτική της κυβέρνησης έρχεται η νέα πρόταση της ΡΑΕ, που αναιρεί την προηγούμενη πρότασή της το 2012 για τη υποχρεωτική διάθεση από τη ΔΕΗ λιγνιτικής παραγωγής στο κόστος. Η νέα πρόταση είναι προφανές ότι, αφού από τον σχεδιασμό της εξαιρεί τη βιομηχανία, δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει ανταγωνισμό στην προμήθεια, απλώς να αυξήσει τα έσοδα κάποιων προμηθευτών.
Για τη βιομηχανία υπάρχει ένα ξεκάθαρο αίτημα προς την κυβέρνηση και τη ΡΑΕ.
Ζητούμε το αυτονόητο, ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά ίδια με των Ευρωπαίων ανταγωνιστών μας.
Ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε. Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους -και όχι μόνο- αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
Εδώ τελειώνει το άρθρο κι αρχίζει ο δικός μας σχολιασμός και οι επισημάνσεις.
Πρώτα απ’ όλα θεωρούμε ότι δεν πρέπει να μπερδεύουμε τη βιομηχανία με τους βιομήχανους, η χώρα χρειάζεται τη βιομηχανία. Καλώς ή κακώς, μόνο με τον τουρισμό, τα κρασιά και το λάδι δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Χρειαζόμαστε τη μεταλλουργία, χρειαζόμαστε τα διυλιστήρια, χρειαζόμαστε τα τσιμεντάδικα, την υαλουργία, τη χαρτοποιία, όλα τα χρειαζόμαστε.
Ανταγωνιστική βιομηχανία χωρίς ανταγωνιστική ενέργεια δεν γίνεται, το έχουμε γράψει ξανά και ξανά και ξανά. Χρειαζόμαστε win-win καταστάσεις, για να πάμε τη χώρα μπροστά. Χρειαζόμαστε συνέργειες, ή, σε πιο λαϊκή σοφία, “το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο”, το ίδιο πράγμα είναι.
“Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας πλήττεται λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους” και “Γι’ αυτή τη στρέβλωση ευθύνονται λάθος πολιτικές αποφάσεις μερικά χρόνια πριν“. Μα κι αυτό το ιστολόγιο δεν έχει χαρακτηρίσει επανειλημμένα αποτυχημένη την ενεργειακή πολιτική των τελευταίων 15 ετών;
“Οι πολιτικοί μας, με πρόσχημα την απελευθέρωση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αποφάσισαν την είσοδο και άλλων παικτών που θα ανταγωνίζονταν το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ. Μας διαβεβαίωναν ότι έτσι θα μειωθεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα θα απαλλαχθούμε από τον βρόμικο λιγνίτη. Γι’ αυτό πρότειναν την εισαγωγή στο ενεργειακό μείγμα του εισαγόμενου και ακριβότερου φυσικού αερίου δε, με το επιπλέον επιχείρημα ότι οι νέες μονάδες θα είναι ευέλικτες και θα στηρίξουν την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).”
Τίποτα από τα ανωτέρω δεν επαληθεύθηκε. Η ζήτηση έπεσε, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε (και λόγω φόρων), η παραγωγή από ΑΠΕ διπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα οι μονάδες με καύσιμο φυσικό αέριο σήμερα να υπολειτουργούν και να επιδοτούνται για να παραμείνουν στη ζωή με πολύ υψηλό κόστος, ποσά που πληρώνει ο καταναλωτής.”
Μια χαρά τα λέει και σε ένα μόνο πράγμα θα διαφωνήσουμε με την ΕΒΙΚΕΝ, στο “βρόμικο” λιγνίτη. Απ’ τις πρώτες αναρτήσεις σας έχουμε πει ότι αν ο λιγνίτης σας φαίνεται “βρομερός”, ετοιμαστείτε για επιστροφή στις γκαζόλαμπες. Καθόσον μόλις πριν δυο μέρες είχε βγει η περίφημη Μελέτη Επάρκειας Ισχύος 2013-2020 του ΑΔΜΗΕ, που ξεκαθάριζε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι, όσα αιολικά και Φ/Β και να βάλουμε, αν δεν κάνουμε την Πτολεμαΐδα 5, το 2020 δεν θα έχουμε ρεύμα το βράδυ. Την αξιοπιστία του λιγνίτη δεν πρόκειται να την αποκτήσει ποτέ καμιά ΑΠΕ!
“Μας διαβεβαίωναν” οι πολιτικοί και, δυστυχώς, αυτό είναι πλέον το πρόβλημα όλων μας: πιστεύαμε τους πολιτικούς όταν μας έλεγαν ότι με την Agenda 2010 οι μισθοί θα έχουν πιάσει το μέσο όρο της ΕΕ το 2010, όταν μας έλεγαν ότι θα “εκσυγχρονίσουν” το κράτος, όταν μας έλεγαν ότι θα “επανιδρύσουν” το κράτος, όταν μας έλεγαν “Λεφτά υπάρχουν”, όταν μας είπαν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα απ’ τα μνημόνια. Οι πολιτικοί χρεοκόπησαν τη χώρα σε καιρό ειρήνης και τώρα, το μόνο που μας μένει, είναι να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και ν’ αλλάξουμε συθέμελα αυτό το βαθιά σάπιο πολιτικό σύστημα. Το 1981 μας φοβέριζαν με τους “άπειρους μουστακαλήδες”, που πήραν όμως 48% και κυβερνούν ακόμα και σήμερα, για να έχουν γίνει τώρα με τη σειρά τους αυτοί που σπέρνουν το φόβο στους πολίτες. Κι όπως έλεγε ο Βάρναλης: “Πού ‘σουν νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος …”
Αν δεν το κάνουμε, έτσι όπως πάμε, σε πολύ λίγα χρόνια θα μας πάνε στη δραχμή και δεν θα το πάρουμε καν είδηση, ένα βραδάκι Παρασκευής, με κλειστές τις τράπεζες, θα μας το ξεφουρνίσουν κι αυτό. Και θα βρεθούμε με ένα δημόσιο χρέος τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ το σημερινό, και, με τα ομόλογα που τα έχουν ήδη μετατρέψει με το PSI στο αγγλικό δίκαιο, θα αρχίσει μια άνευ προηγουμένου λεηλασία της χώρας, που μπροστά της η πώληση των Θερμοπυλών και της ΔΕΗ θα είναι παιδική χαρά.
“Η δημιουργία της «μικρής ΔΕΗ» δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει ανταγωνιστική αγορά, καθώς η ύπαρξη δύο ολιγοπωλίων δεν εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το σημερινό μοντέλο αγοράς θα δίνει το δικαίωμα στον νέο ιδιοκτήτη της ΔΕΗ να πωλεί την λιγνιτική παραγωγή, που του κοστίζει 35 ευρώ/MWH, στην τιμή της αγοράς, που θα είναι 80 ευρώ/MWH, χωρίς να μπορεί κανείς να τον εγκαλέσει για υπέρογκα κέρδη. Η δε κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκήσει ούτε την κοινωνική ούτε τη βιομηχανική πολιτική της. Οι υπεραξίες από την εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου θα πηγαίνουν στα χέρια ιδιωτών.”
Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Εδώ τώρα θα έπρεπε φυσιολογικά να πούμε ότι δεν γίνεται κάποιος να παράγει φθηνά και να πουλάει ακριβά, δεν το επιτρέπει ο “ανταγωνισμός”, “που είναι πάντα προς το συμφέρον του καταναλωτή”. Μετά όμως θυμηθήκαμε ότι “εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε”, έχουμε ήδη μια μονάδα φυσικού αερίου που ξεκίνησε -και επιδοτήθηκε- με άδεια αυτοπαραγωγού, στη συνέχεια πέτυχε μετατροπή της άδειας σε άδεια παραγωγού, αργότερα χαρακτηρίστηκε ένα μέρος της παραγωγής -από φυσικό αέριο- ως παραγωγή από ΑΠΕ και τελικά το σύνολο της παραγωγής -πάντα από φυσικό αέριο- χαρακτηρίστηκε ως παραγωγή από ΑΠΕ. Μελαγχολικά θυμηθήκαμε ότι αυτά τα είχε γράψει παλιά ο Σεφέρης: “Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”.
Έχει ωστόσο ιστορική αξία για την ΕΒΙΚΕΝ η επισήμανση “Οι υπεραξίες από την εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου θα πηγαίνουν στα χέρια ιδιωτών“: το αποδοκιμαστικό ύφος της σημαίνει προδήλως ότι αφού οι υπεραξίες δεν πρέπει να πηγαίνουν στους ιδιώτες, θα πρέπει συμπερασματικά να πηγαίνουν στο Δημόσιο, για το κοινό όφελος όλων μας. Win-win καταστάσεις!
“Η ευθύνη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας είναι τεράστια“, όταν μάλιστα, αντί να κάνει τη δουλειά της προς όφελος του καταναλωτή, φροντίζει ώστε να μην είναι τεχνολογικά ουδέτερη.
“Τέλος προτεραιότητα πρέπει να είναι η αναθεώρηση του προγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και η χάραξη μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής που να υιοθετεί ένα μείγμα καυσίμου ελάχιστου κόστους που θα εγγυάται τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων και θα προσελκύει νέες επενδύσεις.”
Χωρίς την αναθεώρηση του προγράμματος απόσυρσης οι 27500GWh λιγνιτικής παραγωγής έχουν πάει περίπατο και η ΕΒΙΚΕΝ το ξέρει καλά. Αλλά δεν είναι μόνο το πρόγραμμα απόσυρσης των μονάδων, χρειάζεται και η ανασυγκρότηση των ορυχείων, αφού μονάδες χωρίς ορυχεία δεν μπορούν να υπάρξουν. Αποθέματα έχουμε, (κι έχουμε κι άλλα, για τα οποία κάτι ειπώθηκε πρόσφατα και θα το δούμε κάποια στιγμή), πολιτική βούληση κι απόφαση χρειάζεται. Αλλά το ΥΠΕΚΑ έχει επιλέξει να αγνοεί το λιγνίτη και να “ταΐζει” τα αιολικά …
Και για να μη μπερδευόμαστε με τις παλιές μονάδες, λεφτά για νέες μονάδες υπάρχουν! Είναι τα λεφτά που πληρώνουμε μέσα απ’ τους λογαριασμούς της ΔΕΗ για το ΕΤΜΕΑΡ, τη μεγάλη “πράσινη απάτη”, με τα οποία μπορούμε άμεσα να κάνουμε μια νέα λιγνιτική μονάδα. Αλλά και πάλι στην πολιτική απόφαση κολλάμε, οι πολιτικοί είναι οι “τροχονόμοι του δημόσιου χρήματος”. Γι’ αυτό να θυμάστε αυτό που διαβάσατε και πιο πάνω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου