Σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οδηγεί η μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), που εκτοπίζει από το σύστημα τη λειτουργία φθηνών λιγνιτικών μονάδων.
Αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για την εξέλιξη της ζήτησης και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τον μήνα Ιούλιο, αλλά και το επτάμηνο του έτους.
Η συμμετοχή των λιγνιτικών σταθμών στην εγχώρια παραγωγή το πρώτο επτάμηνο του 2013 εμφανίζεται σταθερά κάτω από το 50%, ενώ τον Μάρτιο και τον Απρίλιο υποχώρησε στο 39%. Το ίδιο διάστημα, οι ΑΠΕ συμμετείχαν στο σύστημα με ποσοστά 13 19% και τον Ιούλιο με 16%, ενώ οι μονάδες φυσικού αερίου με ποσοστά 19-28% και τον Ιούλιο με 28%.
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει την αντι-οικονομικότητα του εγχώριου ηλεκτρικού συστήματος, που επιβαρύνεται ήδη από το κόστος στρεβλώσεων, όπως ο κανόνας του 30% που παραμένει σε ισχύ, με αποτέλεσμα ακόμη και σε ώρες χαμηλής ζήτησης να μπαίνουν σε λειτουργία ακριβές μονάδες φυσικού αερίου και να μένουν σβηστές οι λιγνιτικές.
Κάθε λιγνιτική κιλοβατώρα που υποκαθίσταται είτε από κιλοβατώρα που παράγεται από φυσικό αέριο είτε από πράσινη κιλοβατώρα, προκαλεί σημαντικό αύξηση του κόστους παραγωγής και καθιστά αναπόφευκτες τις αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος για καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Η παραγόμενη ενέργεια από λιγνίτη στοιχίζει 40 ευρώ η μεγαβατώρα, από φυσικό αέριο 100 ευρώ η μεγαβατώρα και n παραγόμενη ενέργεια από φωτοβολτάικό αμείβεται κατά μέσον όρο με 300 ευρώ η μεγαβατώρα. Το ακριβό μείγμα καυσίμου για την παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος υπονομεύει τις προσπάθειες ενίσχυσης ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας. Τις πρώτες πιέσεις δέχεται n ΔΕΗ, n οποία καλείται να συντηρήσει επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε λιγνιτικές μονάδες που λειτουργούν πολύ περιορισμένα τόσο λόγω της μείωσης Η παραγόμενη ενέργεια από λιγνίτη στοιχίζει 40 ευρώ η μεγαβατώρα, από φυσικό αέριο 100 ευρώ και από φωτοβολταϊκά 300 ευρώ. Η μεγάλη διείσδυση ίων ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας καθιστά αναπόφευκτες τις αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος. της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας όσο και της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος χρησιμοποίησης των λιγνιτικών μονάδων τον Ιούλιο ήταν 60%. Πολλές μονάδες λειτουργούν πολύ κάτω από αυτό τον μέσο όρο, με χαρακτηριστικότερη τη Μελίτη, που αν και η πλέον σύγχρονη μονάδα της ΔΕΗ λειτούργησε σε ποσοστό 47%. Ακόμη χειρότερη εμφανίζεται η εικόνα των μονάδων συνδυασμένου κύκλου της ΔΕΗ οι οποίες λειτουργούν με συντελεστές χρησιμοποίησης μεταξύ 25 και 37%, με εξαίρεση τη μονάδα του Αλιβερίου που λειτούργησε με συντελεστή 58%, με το αντίστοιχο ποσοστό των ιδιωτικών μονάδων να κυμαίνεται γύρω στο 50%.
Βασικός λόγος υπολειτουργίας των συμβατικών μονάδων παραμένει πάντως η μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τον Ιούλιο n συνολική ζήτηση μειώθηκε κατά 13,6%. Στη συγκράτηση του ποσοστού μείωσης συνέβαλε ο κλάδος της ενεργοβόρου βιομηχανίας με αύξηση της κατανάλωσης κατά 4,8%. Μειωμένη είναι η ζήτηση ηλεκτρικός ενέργειας όλους τους μήνες του 2013 σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2012 με εξαίρεση τον Απρίλιο, που καταγράφεται μικρή αύξηση της τάξεως του 1,9%.
(Χ. Λιάγγου, Καθημερινή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου