Κωνσταντίνος Φιλίππου
Η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των ιδιωτών προμηθευτών ρεύματος και η δυναμική τους εκπτωτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που αφορούν στο πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. έχει από τις χαμηλότερες τιμές λιανικής πώλησης. Πιο συγκεκριμένα κατατάσσεται στην 18η θέση ανάμεσα σε 28 κράτη – μέλη με τη μέση τιμή κιλοβατώρας για οικιακές καταναλώσεις να είναι στα 0,16 ευρώ ή στα 16 ευρώ ανά 100 κιλοβατώρες, όταν στην ακριβότερη Γερμανία είναι στα 0,30 ευρώ και η μέση τιμή της Ε.Ε. μετρήθηκε στα 0,21 ευρώ ανά κιλοβατώρα και στην Ευρωζώνη στα 0,22 ευρώ. Πέραν αυτού τα τιμολόγια ρεύματος στα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των οικιακών καταναλωτών των άλλων κρατών του ενιαίου νομίσματος.
Στην Ελλάδα, οι τιμές λιανικής σημείωσαν επίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση. Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες θέσεις ήταν η Δανία (-4,3%), η Πορτογαλία (-4,1%) και η Πολωνία (-3,1%). Στην Ελλάδα τα νοικοκυριά έπεσαν κατά 1,3%. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι μέσες τιμές ανέβηκαν κατά ένα λεπτό του ευρώ με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στην Ολλανδία (20,3%), την Κύπρο (16,4%), τη Λιθουανία (14,4%) και την Τσεχία (12%).
Στην ελληνική αγορά λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της και ιδίως των γεγονότων που σημειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους τα νοικοκυριά απόλαυσαν χαμηλότερες τιμές, όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, λόγω της δραστηριοποίησης των ανεξάρτητων προμηθευτών. Σύμφωνα με τα όσα λένε, η ΔΕΗ διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση της με μερίδιο, εκείνο το διάστημα, στην περιοχή του 77% με 80%. Επιπλέον, όχι μόνο δεν μείωσε τις τιμές της αλλά αντίθετα προχώρησε και στην περικοπή των εκπτώσεων συνέπειας που έδινε στους πελάτες της.
Στον αντίποδα, οι ανταγωνιστές της δημόσιας επιχείρησης συνέχισαν και ενέτειναν τις εκπτωτικές της ενέργειες καθώς και την πολιτική των προσφορών. Κάτι που είναι αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς πως το μερίδιο όλων των ιδιωτών ανερχόταν στο 20% με 23%. Μάλιστα, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, οι ιδιωτικές εταιρίες κατάφεραν και διατήρησαν αυτές τις χαμηλές τιμολογιακές πολιτικές με δεδομένη και τη δεσπόζουσα θέση της δημόσιας εταιρίας στη χονδρεμπορική αλλά και τη λιανική αγορά. Άλλωστε και στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, τονίζεται ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική, εξαιρουμένης της παραγωγής των ΑΠΕ, ανήλθε στο 70%.
Οι τιμές στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ε.Ε. θα ήταν ακόμη χαμηλότερες. Ωστόσο, μεγάλο μέρος του λογαριασμού που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι οι φόροι και τα τέλη. Σύμφωνα με τη Eurostat πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής αξίας του ρεύματος κατευθύνεται στα κρατικά ταμεία και τους διαχειριστές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των ιδιωτών προμηθευτών ρεύματος και η δυναμική τους εκπτωτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που αφορούν στο πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. έχει από τις χαμηλότερες τιμές λιανικής πώλησης. Πιο συγκεκριμένα κατατάσσεται στην 18η θέση ανάμεσα σε 28 κράτη – μέλη με τη μέση τιμή κιλοβατώρας για οικιακές καταναλώσεις να είναι στα 0,16 ευρώ ή στα 16 ευρώ ανά 100 κιλοβατώρες, όταν στην ακριβότερη Γερμανία είναι στα 0,30 ευρώ και η μέση τιμή της Ε.Ε. μετρήθηκε στα 0,21 ευρώ ανά κιλοβατώρα και στην Ευρωζώνη στα 0,22 ευρώ. Πέραν αυτού τα τιμολόγια ρεύματος στα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των οικιακών καταναλωτών των άλλων κρατών του ενιαίου νομίσματος.
Στην Ελλάδα, οι τιμές λιανικής σημείωσαν επίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση. Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες θέσεις ήταν η Δανία (-4,3%), η Πορτογαλία (-4,1%) και η Πολωνία (-3,1%). Στην Ελλάδα τα νοικοκυριά έπεσαν κατά 1,3%. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι μέσες τιμές ανέβηκαν κατά ένα λεπτό του ευρώ με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στην Ολλανδία (20,3%), την Κύπρο (16,4%), τη Λιθουανία (14,4%) και την Τσεχία (12%).
Στην ελληνική αγορά λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της και ιδίως των γεγονότων που σημειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους τα νοικοκυριά απόλαυσαν χαμηλότερες τιμές, όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, λόγω της δραστηριοποίησης των ανεξάρτητων προμηθευτών. Σύμφωνα με τα όσα λένε, η ΔΕΗ διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση της με μερίδιο, εκείνο το διάστημα, στην περιοχή του 77% με 80%. Επιπλέον, όχι μόνο δεν μείωσε τις τιμές της αλλά αντίθετα προχώρησε και στην περικοπή των εκπτώσεων συνέπειας που έδινε στους πελάτες της.
Στον αντίποδα, οι ανταγωνιστές της δημόσιας επιχείρησης συνέχισαν και ενέτειναν τις εκπτωτικές της ενέργειες καθώς και την πολιτική των προσφορών. Κάτι που είναι αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς πως το μερίδιο όλων των ιδιωτών ανερχόταν στο 20% με 23%. Μάλιστα, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, οι ιδιωτικές εταιρίες κατάφεραν και διατήρησαν αυτές τις χαμηλές τιμολογιακές πολιτικές με δεδομένη και τη δεσπόζουσα θέση της δημόσιας εταιρίας στη χονδρεμπορική αλλά και τη λιανική αγορά. Άλλωστε και στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, τονίζεται ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική, εξαιρουμένης της παραγωγής των ΑΠΕ, ανήλθε στο 70%.
Οι τιμές στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ε.Ε. θα ήταν ακόμη χαμηλότερες. Ωστόσο, μεγάλο μέρος του λογαριασμού που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι οι φόροι και τα τέλη. Σύμφωνα με τη Eurostat πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής αξίας του ρεύματος κατευθύνεται στα κρατικά ταμεία και τους διαχειριστές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των ιδιωτών προμηθευτών ρεύματος και η δυναμική τους εκπτωτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που αφορούν στο πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. έχει από τις χαμηλότερες τιμές λιανικής πώλησης. Πιο συγκεκριμένα κατατάσσεται στην 18η θέση ανάμεσα σε 28 κράτη – μέλη με τη μέση τιμή κιλοβατώρας για οικιακές καταναλώσεις να είναι στα 0,16 ευρώ ή στα 16 ευρώ ανά 100 κιλοβατώρες, όταν στην ακριβότερη Γερμανία είναι στα 0,30 ευρώ και η μέση τιμή της Ε.Ε. μετρήθηκε στα 0,21 ευρώ ανά κιλοβατώρα και στην Ευρωζώνη στα 0,22 ευρώ. Πέραν αυτού τα τιμολόγια ρεύματος στα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των οικιακών καταναλωτών των άλλων κρατών του ενιαίου νομίσματος.
Στην Ελλάδα, οι τιμές λιανικής σημείωσαν επίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση. Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες θέσεις ήταν η Δανία (-4,3%), η Πορτογαλία (-4,1%) και η Πολωνία (-3,1%). Στην Ελλάδα τα νοικοκυριά έπεσαν κατά 1,3%. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι μέσες τιμές ανέβηκαν κατά ένα λεπτό του ευρώ με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στην Ολλανδία (20,3%), την Κύπρο (16,4%), τη Λιθουανία (14,4%) και την Τσεχία (12%).
Στην ελληνική αγορά λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της και ιδίως των γεγονότων που σημειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους τα νοικοκυριά απόλαυσαν χαμηλότερες τιμές, όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, λόγω της δραστηριοποίησης των ανεξάρτητων προμηθευτών. Σύμφωνα με τα όσα λένε, η ΔΕΗ διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση της με μερίδιο, εκείνο το διάστημα, στην περιοχή του 77% με 80%. Επιπλέον, όχι μόνο δεν μείωσε τις τιμές της αλλά αντίθετα προχώρησε και στην περικοπή των εκπτώσεων συνέπειας που έδινε στους πελάτες της.
Στον αντίποδα, οι ανταγωνιστές της δημόσιας επιχείρησης συνέχισαν και ενέτειναν τις εκπτωτικές της ενέργειες καθώς και την πολιτική των προσφορών. Κάτι που είναι αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς πως το μερίδιο όλων των ιδιωτών ανερχόταν στο 20% με 23%. Μάλιστα, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, οι ιδιωτικές εταιρίες κατάφεραν και διατήρησαν αυτές τις χαμηλές τιμολογιακές πολιτικές με δεδομένη και τη δεσπόζουσα θέση της δημόσιας εταιρίας στη χονδρεμπορική αλλά και τη λιανική αγορά. Άλλωστε και στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, τονίζεται ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική, εξαιρουμένης της παραγωγής των ΑΠΕ, ανήλθε στο 70%.
Οι τιμές στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ε.Ε. θα ήταν ακόμη χαμηλότερες. Ωστόσο, μεγάλο μέρος του λογαριασμού που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι οι φόροι και τα τέλη. Σύμφωνα με τη Eurostat πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής αξίας του ρεύματος κατευθύνεται στα κρατικά ταμεία και τους διαχειριστές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου