Χρύσα Λιάγγου
Σχέδιο αποποίησης ευθυνών από τις συνέπειες της «βραδυφλεγούς βόμβας του ΑΗΣ Αμυνταίου», που είναι έτοιμη να σκάσει, φαίνεται να αναζητεί η διοίκηση της ΔΕΗ. Τα πράγματα αυτή τη στιγμή, εάν δεν εμφανισθεί κάποιος από μηχανής θεός, έχουν ως εξής: Σε 32 ημέρες από σήμερα, οι δύο μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου βγαίνουν
από την πρίζα και από τον Νοέμβριο και μέχρι τον Μάιο του 2019 αρχίζουν να σβήνουν μία μία οι τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Καρδιάς. Αυτομάτως οι κάτοικοι Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου και Φιλώτα θα βρεθούν μέσα στον χειμώνα χωρίς θέρμανση, αφού οι ανάγκες καλύπτονται με τηλεθέρμανση από τους δύο σταθμούς. Επίσης, περισσότεροι από 2.000 εργαζόμενοι θα είναι μετέωροι, ενώ πιέσεις θα δεχθεί και ένας μεγάλος αριθμός συνεργαζόμενων εταιρειών και εργαζομένων που κινούνται γύρω από τις λιγνιτικές δραστηριότητες της ΔΕΗ. Οι επιπτώσεις όμως δεν περιορίζονται στη Δυτική Μακεδονία. Η χονδρική τιμή του ρεύματος που διαμορφώνεται καθημερινά με βάση το λειτουργικό κόστος της μονάδας που θα μπει τελευταία στο σύστημα για να καλύψει τη ζήτηση (οριακή τιμή συστήματος) θα εκτοξευθεί στα ύψη, με το δυσμενέστερο σενάριο της ίδιας της ΔΕΗ να προβλέπει ακόμη και τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα, την ανώτατη διοικητικά οριζόμενη τιμή, επηρεάζοντας ανάλογα τη λιανική τιμή ρεύματος. Αυτό γιατί οι αποσβεσμένοι σταθμοί της ΔΕΗ, όπως το Αμύνταιο, έχουν χαμηλό λειτουργικό κόστος και μπαίνοντας στο σύστημα συγκρατούν την οριακή τιμή.
από την πρίζα και από τον Νοέμβριο και μέχρι τον Μάιο του 2019 αρχίζουν να σβήνουν μία μία οι τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Καρδιάς. Αυτομάτως οι κάτοικοι Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου και Φιλώτα θα βρεθούν μέσα στον χειμώνα χωρίς θέρμανση, αφού οι ανάγκες καλύπτονται με τηλεθέρμανση από τους δύο σταθμούς. Επίσης, περισσότεροι από 2.000 εργαζόμενοι θα είναι μετέωροι, ενώ πιέσεις θα δεχθεί και ένας μεγάλος αριθμός συνεργαζόμενων εταιρειών και εργαζομένων που κινούνται γύρω από τις λιγνιτικές δραστηριότητες της ΔΕΗ. Οι επιπτώσεις όμως δεν περιορίζονται στη Δυτική Μακεδονία. Η χονδρική τιμή του ρεύματος που διαμορφώνεται καθημερινά με βάση το λειτουργικό κόστος της μονάδας που θα μπει τελευταία στο σύστημα για να καλύψει τη ζήτηση (οριακή τιμή συστήματος) θα εκτοξευθεί στα ύψη, με το δυσμενέστερο σενάριο της ίδιας της ΔΕΗ να προβλέπει ακόμη και τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα, την ανώτατη διοικητικά οριζόμενη τιμή, επηρεάζοντας ανάλογα τη λιανική τιμή ρεύματος. Αυτό γιατί οι αποσβεσμένοι σταθμοί της ΔΕΗ, όπως το Αμύνταιο, έχουν χαμηλό λειτουργικό κόστος και μπαίνοντας στο σύστημα συγκρατούν την οριακή τιμή.
Μέχρι το 2021, που προβλέπεται να μπουν στο σύστημα τα 660 MW της Πτολεμαΐδας 5, οι όποιες ελλείψεις σε ενέργεια θα καλύπτονται από εισαγωγές, παράγοντας που επίσης θα επηρεάσει τις τιμές ρεύματος, ενώ σε συνθήκες κρίσης στην τροφοδοσία της ευρωπαϊκής αγοράς, όπως για παράδειγμα πέρυσι το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου, δεν αποκλείονται ακόμη και μπλακ άουτ. Το εφιαλτικό αυτό σενάριο είναι αποτέλεσμα της ολιγωρίας της διοίκησης της ΔΕΗ και της κυβέρνησης να δώσουν λύση σε ένα ζήτημα που ήταν γνωστό από το 2014.
Από τις πιο ρυπογόνες
Οι δύο μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου όπως και οι τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Καρδιάς, από τις πιο ρυπογόνες της Ευρώπης, λειτουργούν από το 2016 σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας 17.500 ωρών λόγω ρύπων, κατά παρέκκλιση της Οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Σε αυτό το διάστημα η ΔΕΗ έπρεπε ή να προχωρήσει σε αναβάθμιση των μονάδων επενδύοντας σημαντικά ποσά ώστε να πάρουν νέα παράταση ζωής ή τουλάχιστον να διαχειριστεί την κατανομή των ωρών λειτουργίας τους με τρόπο που να διασφαλίζεται η τηλεθέρμανση, δηλαδή να τις λειτουργεί χειμερινούς μήνες, ώστε να τις κρατήσει εν ζωή μέχρι και το 2023 που λήγει η εξαίρεση. Η αναβάθμιση κατέστη απαγορευτική εξαιτίας της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης της ΔΕΗ. Και ενώ το 2016 ο ΑΗΣ Αμυνταίου είχε καταγράψει ήδη 6.000 ώρες λειτουργίας και η Ε.Ε. επέστησε την προσοχή στην ελληνική πλευρά για κατανομή των ωρών υπέρ της χειμερινής περιόδου, η ΔΕΗ συνέχισε να βάζει στο σύστημα τις μονάδες και το καλοκαίρι. Το αποτέλεσμα ήταν ο χρόνος λειτουργίας τους να εξαντλείται, τελικά, πολύ νωρίτερα από το όριο του 2023 που έθεσε η Κομισιόν. Μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο και ενόψει του προγράμματος αποεπένδυσης, η ΔΕΗ αρχικά επιχείρησε, χωρίς αποτέλεσμα, να εντάξει το Αμύνταιο στο πακέτο πώλησης λιγνιτικών μονάδων. Στη συνέχεια άρχισε να διαπραγματεύεται με την Ε.Ε. νέα παράταση της εξαίρεσης. Αν και η Ε.Ε. είχε απορρίψει το αίτημα της ΔΕΗ και του υπ. Ενέργειας Γ. Σταθάκη από τον Φεβρουάριο, τόσο αυτός όσο και ο επικεφαλής της ΔΕΗ δεσμεύονταν έναντι των κατοίκων της περιοχής ότι η τηλεθέρμανση θα διασφαλισθεί με κάθε τρόπο.
Η αγωνία της βιομηχανίας
Ολο αυτό το διάστημα, η ενεργοβόρος βιομηχανία παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις γύρω από το Αμύνταιο, λόγω των δυνητικών επιπτώσεων στην τιμή του ρεύματος. Με αυτή την αγωνία συνδέεται η πρόταση που κατέθεσε στη ΔΕΗ και δημοσιοποίησε επισήμως ο όμιλος Μυτιληναίου στις αρχές Ιανουαρίου προς τη διοίκηση τη Επιχείρησης για την ανάληψη του κόστους επένδυσης αναβάθμισης του Αμυνταίου, προσφέροντας 110 εκατ. ευρώ, με αντάλλαγμα την παράταση της υφιστάμενης σύμβασης με την Αλουμίνιον. Με την πρόταση που διασφάλιζε χαμηλό και σταθερό μακροχρόνια κόστος ενέργειας συνολικά για την ενεργοβόρα βιομηχανία συντάχθηκαν και άλλες εταιρείες, μεταξύ των οποίων και ο όμιλος Βιοχάλκο. Η δημόσια απάντηση της ΔΕΗ στην πρόταση αυτή ήταν ότι έχει δεχθεί δύο ακόμη επενδυτικές προτάσεις, της Τέρνα και του ομίλου Κοπελούζου, τις οποίες θα εξετάσει για να προχωρήσει σε διαγωνισμό. Ετσι, οι μήνες και τα χρόνια πέρασαν και διαπιστώνοντας ότι οι ώρες λειτουργίας του Αμυνταίου πλέον δεν επαρκούν ούτε μέχρι τέλος του 2019 που θα είναι έτοιμες οι νέες επενδύσεις βιομάζας για τηλεθέρμανση, ο κ. Παναγιωτάκης σε μια προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών ετοιμάζεται να καταθέσει νέο αίτημα παράτασης στην Ε.Ε., ελπίζοντας ότι ακόμη και εάν δεν γίνει αποδεκτό, θα μπορεί τουλάχιστον να την ενοχοποιήσει. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσίασε στο Δ.Σ. την περασμένη εβδομάδα μελέτη για τις επιπτώσεις από τη λειτουργία των μονάδων στις 17.500 ώρες και στις 32.000 ώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσεκόμισε, στην πρώτη περίπτωση η οριακή τιμή του συστήματος θα αυξηθεί, στην ευνοϊκότερη περίπτωση κατά 12,5 ευρώ/MWh, ενώ σύμφωνα με το δυσμενέστερο σενάριο, η τιμή της θα φθάνει έως τη μέγιστη διοικητικά οριζόμενη τιμή των 300 ευρώ/Mwh.
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου