Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, με την αυτονόητη κατάργηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ πριν μερικά χρόνια και σήμερα της υπερδεσπόζουσας θέσης της, συνεχίζει να ταλαιπωρεί κυβερνήσεις και κοινοτικούς παράγοντες, 16 χρόνια αφότου άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα.
Τις τελευταίες μέρες, η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για τα όσα έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί και προβλέπονταν ακόμη από το πρώτο μνημόνιο, όπως και η
έφοδος των κλιμακίων της Κομισιόν στα γραφεία της ΔΕΗ, αποδεικνύουν κάτι απλό.
έφοδος των κλιμακίων της Κομισιόν στα γραφεία της ΔΕΗ, αποδεικνύουν κάτι απλό.
Ότι δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ (με Σημίτη και Γ. Παπανδρέου), ΝΔ (με Καραμανλή και Σαμαρά), και σήμερα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυτό που πέτυχαν ήταν να θεσμοθετούν τους κανόνες απελευθέρωσης, ώστε να καλύπτονται οριακά μόνον και εντελώς τυπικά έναντι της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, όμως, πέτυχαν να κοροϊδεύουν ή να νομίζουν ότι κοροϊδεύουν τις κοινοτικές αρχές ότι στην Ελλάδα όλα εξελίσσονται ομαλά, χωρίς να επιτυγχάνεται ο στόχος της απελευθέρωσης, δηλαδή ανάπτυξη του ανταγωνισμού υπέρ του καταναλωτή, επενδύσεις, εξωστρέφεια, προστασία του περιβάλλοντος.
Κυρίως όμως πέτυχαν να ικανοποιούν ή να νομίζουν ότι ικανοποιούν κομματικά και συνδικαλιστικά ακροατήρια, για το ότι η ΔΕΗ, το «ιερό δισκοπότηρο» των κρατιστών ανεξαρτήτως χρώματος, θα συνεχίσει να παραμένει κρατικό μονοπώλιο, καθετοποιημένη και ελέγχουσα πλήρως τον τομέα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις εντέλει πέτυχαν τους «στόχους τους». Διατήρησαν το μονοπώλιο της ΔΕΗ στον λιγνίτη και στα νερά, έτσι και τη δεσπόζουσα θέση της στην παραγωγή και την υπερδεσπόζουσα θέση της στη λιανική αγορά (σήμερα 89%). Με μόνη διαφορά ότι, βοηθούσης της οικονομικής συγκυρίας, της μαζικής διείσδυσης των ΑΠΕ, ιδίως των φωτοβολταϊκών, και της εφαρμογής του ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι), η ΔΕΗ πνέει τα λοίσθια.
Επιπλέον η ΔΕΗ αφού «έδιωξε» Ευρωπαίους ή απέτυχε να συνεργαστεί μαζί τους, ασμένως επιδιώκει συνεργασίες με Κινέζους και μέσω αυτών να ξεπεράσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από το μονοπώλιο στον λιγνίτη, ενώ στο ενδιάμεσο οι καταναλωτές υπέστησαν μεγάλες αυξήσεις τιμολογίων και έκλεισαν ή κινδύνεψαν να κλείσουν δεκάδες βιομηχανίες λόγω υψηλής τιμής κιλοβατώρας.
Οι «μαρτυρίες» από το αρχείο Σημίτη
Η μικρή και ατελής επισκόπηση γίνεται με αφορμή την έναρξη δημοσιοποίησης στο αποθετήριο του Ιδρύματος Κώστα Σημίτη ντοκουμέντων από την πολιτική θητεία του. Τα σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα είναι πολύ περιορισμένα.
Ωστόσο νομίζουμε ότι δύο έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της στρεβλής τροπής που πήραν τα πράγματα την τελευταία εικοσαετία, ενώ δείχνουν ότι και η κυβέρνηση που ευαγγελίστηκε τον εκσυγχρονισμό, έβαλε την Ελλάδα στην ΟΝΕ και την Κύπρο στην ΕΕ, προετοίμασε τους Ολυμπιακούς κ.λπ., τελικά δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αντισταθεί και αυτή στις πιο οπισθοδρομικές δυνάμεις που διατρέχουν οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα (βλέπε και πρόταση Γιαννίτση για το ασφαλιστικό).
Το πρώτο ντοκουμέντο είναι χειρόγραφο σημείωμα με ημερομηνία 19 Μαΐου 1997. Με αυτό, ο τότε πρωθυπουργός απευθύνεται στον επικεφαλής του οικονομικού του γραφείου Τάσο Γιαννίτση. Του ζητά, σε εφαρμογή σχετικής πρόσφατης απόφασης του υπουργικού συμβουλίου, να συγκαλέσει την επιτροπή που θα επεξεργαστεί πόρισμα για τον σχεδιασμό της απελευθέρωσης της ηλεκτρικής αγοράς, ώστε το σχετικό νομοσχέδιο να είναι έτοιμο έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Μάλιστα, με το σημείωμά του ο τότε πρωθυπουργός συνιστά στον κ. Γιαννίτση να ζητήσει τη βοήθεια του Γιώργου Κουτζούκου, αποσπασμένου από τη ΔΕΗ στο τότε Υπ. Ανάπτυξης, ο οποίος γνωρίζει καλά το θέμα, ώστε να αναλάβει τον μεγαλύτερο όγκο της δουλειάς.
Εκτός από την ημερομηνία του σημειώματος, που σηματοδοτεί το εναρκτήριο λάκτισμα για την απελευθέρωση αυτής της αγοράς, μένουμε στον χαρακτηρισμό που της δίνει ο τότε πρωθυπουργός. Μιλάει, πολύ σωστά, για ηλεκτρική αγορά και όχι για αγορά ενέργειας. Για μια αγορά δηλαδή που μπορεί (και πρέπει) να περιλαμβάνει επιμέρους αγορές, μέσω των οποίων θα γίνονται συναλλαγές διαφορετικών προϊόντων. Δηλαδή, αγορά ενέργειας, αγορά ισχύος, ενδοημερήσια αγορά, προθεσμιακή κ.λπ.
Όπως είναι γνωστό, τελικά η μόνη αγορά που οργανώθηκε σε εφαρμογή του πρώτου νόμου 2773 του 1999, ως υποχρεωτικό pool, είναι η αγορά ενέργειας (μεγαβατώρες), προσαρμοσμένη απόλυτα στα χαρακτηριστικά και τα μεγέθη της ΔΕΗ.
Έτσι η αγορά αυτή, με τη «μονολιθικότητα» και την έλλειψη ευελιξίας, ευνόησε πρόσκαιρα το μονοπώλιο, αποτρέποντας τον όποιο ανταγωνισμό σε αγορές που δεν προβλέφθηκαν (αγορά ισχύος για παράδειγμα).
Από την άλλη, ωστόσο, οι ρυθμίσεις, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα της ΔΕΗ, και η έλλειψη ανταγωνισμού, δεν της επέτρεψαν να οργανωθεί και να εξυγιανθεί, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, με τα γνωστά εντέλει αποτελέσματα.
Περιττό να πούμε ότι στην τελική διαμόρφωση του νομοσχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής, τον κυρίαρχο ρόλο είχαν τα στελέχη της ΔΕΗ, που επέβαλαν το μοντέλο του υποχρεωτικού pool, αν και υπήρξαν προτάσεις για εφαρμογή του ιταλικού μοντέλου, με πώληση μονάδων και πελατολογίου κατά το πρότυπο της ENEL.
Το δεύτερο ντοκουμέντο έχει ημερομηνία 21 Μαΐου 2003. Το υπογράφει ο Γκίκας Χαρδούβελης με την ιδιότητα του επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού και αφορά στην καθυστέρηση κατάθεσης του νομοσχεδίου για την προσαρμογή της αγοράς ηλεκτρισμού στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην ΕΕ, δηλαδή αποδέσμευση των καταναλωτών από τα μονοπώλια, ώστε να μπορούν να επιλέγουν αυτόν που θα τους προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια, νέα οργάνωση αγορών κ.λπ. (τροποποίηση του νόμου 2773 του 1999).
Από την ανάγνωσή του γίνεται σαφές ότι το συγκεκριμένο έγγραφο έχει συνταχθεί εν θερμώ. Ο συντάκτης του, τις ευθύνες για τη μη κατάθεση του νομοσχεδίου δεν τις επιρρίπτει μόνο στον τότε αρμόδιο υπουργό Άκη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος, για να μη δυσαρεστήσει τους συνδικαλιστές («οι φυσικοί του σύμμαχοι στο κόμμα», λέει το σημείωμα) καθυστερεί το νομοσχέδιο, αλλά και στο σύνολο της κυβέρνησης που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να επιβάλει την προώθησή του.
Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα: «Το Υπουργείο (σ.σ. Ανάπτυξης) είχε αρχικά υποσχεθεί ότι θα κατέθετε το νομοσχέδιο στο "τέλος του έτους" (σ.σ. 2002), στη συνέχεια είπε "πριν το Πάσχα" και πάει λέγοντας. Πιστεύω ότι το ζήτημα ξεφεύγει πλέον από το πεδίο ενός Υπουργείου και αντανακλά στην κοινή γνώμη μια συνολικότερη ατολμία της κυβέρνησης να κάνει τα αυτονόητα. Κανείς στην αγορά δεν πιστεύει πλέον ότι είμαστε σοβαροί στην προσπάθεια απελευθέρωσης», αναφέρει επιγραμματικά.
Σε άλλο σημείο τονίζει: «Έως πότε τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας μικρής ομάδας συνδικαλιστών θα κρατούν όμηρο ολόκληρο τομέα της οικονομίας και θα συμβάλλουν στο κακό κλίμα, στη συρρίκνωση της δυνητικής οικονομικής δραστηριότητας και στη μιζέρια για την αναπτυξιακή μας πολιτικής, αλλά και μεσοπρόθεσμα στον φραγμό της αύξησης θέσεων εργασίας;». «Απαιτείται πολιτική απόφαση τώρα, που πρέπει να πάρει συνολικά όλη η κυβέρνηση, παρέχοντας έτσι πολιτική κάλυψη στον άμεσα εμπλεκόμενο υπουργό, που φοβάται (σ.σ.;) να κινηθεί».
Ως προς τις επιπτώσεις από την καθυστέρηση αυτή, ο κ. Χαρδούβελης μεταξύ άλλων σημειώνει επιγραμματικά την επιδείνωση της εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό αναφορικά με την προσέλκυση επενδύσεων, την απώλεια εμπιστοσύνης από τις αγορές, ενδεχομένως την έλλειψη ισχύος από το 2005 και μετά, λόγω περιορισμένων επενδύσεων, αναστολή της εξυγίανσης της ΔΕΗ, τον κίνδυνο για σπάσιμο της ΔΕΗ και, τέλος, ανακίνηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέματος κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ, λόγω των μεριδίων της δημόσιας επιχείρησης στην αγορά.
Από τις παραπάνω αρνητικές προβλέψεις, η μόνη που δεν επιβεβαιώθηκε πλήρως είναι το «σπάσιμο» της ΔΕΗ, προοπτική ωστόσο που συζητείται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς ως εναλλακτική λύση για το άνοιγμα της αγοράς. Επίσης να παρατηρήσουμε ότι η πρόβλεψη για το έλλειμμα ισχύος επιβεβαιώθηκε τον Ιούλιο του 2004, λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, με το μερικό μπλακ άουτ στο σύστημα, ενώ το πρόβλημα θα ήταν έντονο έως και στις μέρες μας, αν δεν προέκυπτε η οικονομική κρίση που μείωσε τη ζήτηση ενέργειας και ισχύος.
Εδώ να πούμε ότι από το 2002, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είχε έτοιμο νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την οργάνωση των αγορών ηλεκτρισμού (ενέργειας, ισχύος, προθεσμιακή κ.λπ.), στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του νόμου 2773 του 1999, ιδίως μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου 2002, που προβλέπει μεταξύ άλλων την ελευθερία επιλογής του προµηθευτή για όλους τους µη οικιακούς καταναλωτές από το 2004. Ωστόσο η πρόταση αυτή παρέμεινε ανενεργή, καθώς δεν ευνοούσε το μονοπώλιο.
Όσο για το πώς εξελίχθηκε η υπόθεση; Με τον γνωστό τρόπο των συμβιβασμών. Ανέθεσε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Νίκο Χριστοδουλάκη να «τακτοποιήσει το θέμα» (σύμφωνα με τη χειρόγραφη σημείωση του πρωθυπουργού στο έγγραφο), δηλαδή να μεσολαβήσει στον υπουργό Ανάπτυξης ώστε να βρεθεί «λύση».
Και η «λύση» ήταν από ό,τι φάνηκε, το νομοσχέδιο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, ο αρμόδιος υπουργός (Άκης) να το μετατρέψει σε τροπολογία, που θα προβλέπει την απελευθέρωση όλων των μη οικιακών καταναλωτών από το 2004, αλλά και θεσμοθέτηση μηχανισμών για ένα πιο ευέλικτο και ελεύθερο σύστημα από ό,τι το μοντέλο του νόμου 2773, με στόχο να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και να γίνουν επενδύσεις από νεοεισερχόμενους στην αγορά παίκτες.
Ο «νόμος» λοιπόν για την απελευθέρωση της αγοράς είναι οι «άλλες διατάξεις» του νόμου για τη γεωθερμία. Το σχετικό νομοσχέδιο συζητήθηκε στο δεύτερο θερινό τμήμα της Βουλής, μήνα Αύγουστο, και έγινε νόμος του κράτους με αριθμό 3175/2003, με τίτλο «Αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού, τηλεθέρμανση και άλλες διατάξεις».
Αν δε ρωτήσει κανείς πώς εφαρμόστηκαν ακόμη και αυτές οι κουτσουρεμένες διατάξεις της τροπολογίας, αρκεί να πούμε ότι οι εφαρμοστικοί κώδικες εκδόθηκαν μετά από δύο χρόνια, τον Μάιο του 2005 και ετέθησαν σε πλήρη εφαρμογή το… 2010 με τη ΔΕΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου