"Τα αναγάγετε όλα σε πολιτική, ακόμη και τα αμιγώς τεχνοκρατικά θέματα τα βλέπετε ως πολιτικά, και αυτό μας έχει κουράσει". Τα λόγια ανήκουν σε κοινοτικό στέλεχος, που μιλά στο liberal.gr για τον τρόπο που χειρίζεται η κυβέρνηση ακόμη και σχετικά "εύκολα" ζητήματα, όπως το άνοιγμα των αγορών ή οι ιδιωτικοποιήσεις, και δείχνει ακριβώς πως μας αντιμετωπίζουν όχι μόνο οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών αλλά και οι τεχνοκράτες της Επιτροπής.
Κάποιοι μάλιστα έχουν βαρεθεί τόσο πολύ με τα συνεχή ελληνικά "μπρος-πίσω", που θυμούνται την εποχή της διαπραγμάτευσης του Γιάνη Βαρουφάκη, τότε που ο Γιούνκερ είχε δώσει εντολή στους κοινοτικούς γραφειοκράτες από το να παγώσουν κάθε πρόοδο σε υποθέσεις που σχετίζονται με την χώρα, μέχρι και να πάψουν να συνομιλούν με Έλληνες αξιωματούχους. Όχι, δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί -όπως εξηγεί ο συνομιλητής μας- έτσι όπως πάμε όμως δεν θα αργήσουμε να βρεθούμε.
Όσο εμείς θα ανάγουμε τα θέματα σε πολιτικά, τόσο οι κοινοτικοί θα τα βλέπουν όλο και πιο τεχνοκρατικά, απαιτώντας ακόμη πιο σύνθετες και εξειδικευμένες διαπραγματεύσεις. Όσο θα επιδιώκουμε συμφωνία αφήνοντας απ’ έξω τα εργασιακά και τα αντίμετρα ως αντικείμενο "πολιτικής διαπραγμάτευσης", τόσο θα εισπράττουμε ένα μεγάλο όχι. Και όσο θα παραπέμπουμε δύσκολα θέματα όπως τα ενεργειακά σε επίπεδο Πρωθυπουργού προκειμένου να αναλάβει πρωτοβουλία για να αμβλυνθούν οι πιέσεις, τόσο οι άλλοι θα μας παραπέμπουν πίσω στους θεσμούς, δηλαδή και πάλι σε τεχνικό επίπεδο, βάζοντας στην κουβέντα νέες παραμέτρους, όπως την καταδίκη της χώρας από το Ευρωδικαστήριο για το λιγνίτη ή την έρευνα της DG Comp για την ΔΕΗ.
Το έργο το έχουμε δει πολλές φορές έως σήμερα, τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, ωστόσο δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να βγάλουμε τα προφανή συμπεράσματα, εγκλωβισμένοι στο φαύλο κύκλο που μόνοι μας δημιουργήσαμε. Το ακολουθούμενο μοντέλο διαπραγμάτευσης έχει σαν αποτέλεσμα το κουβάρι των συζητήσεων να κάνει όλο και περισσότερους κόμπους, εμείς να ζητάμε να κοπούν με πολιτικές αποφάσεις, οι άλλοι να μας "δείχνουν" τους θεσμούς, και κάπως έτσι οι όροι για την ελληνική πλευρά να επιδεινώνονται.
Στους θεσμούς παραπέμπει η Κομισιόν
Τα εργασιακά για παράδειγμα είναι αναμφίβολα ένα δύσκολο θέμα, αλλά η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (ομαδικές απολύσεις, κ.ο.κ.) προβλέπεται ρητά στο Μνημόνιο 3, που έχει υπογράψει η κυβέρνηση από τον Αύγουστο του 2015, απλώς δεν την έχει ακόμη εφαρμόσει. Στα ενεργειακά, η λήψη δομικών μέτρων, δηλαδή η πώληση μονάδων, εφόσον οι δημοπρασίες πώλησης ρεύματος δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως προς την μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ, επίσης περιγράφεται στο Μνημόνιο.
"Όταν μια χώρα έχει υπογράψει ένα Μνημόνιο στο οποίο περιγράφονται οι υποχρεώσεις της χώρας, είναι σε τεχνικό επίπεδο που γίνεται η αξιολόγηση δηλαδή ο έλεγχος εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών, όχι σε πολιτικό", εξηγεί ο συνομιλητής μας. Αυτό που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να κατανοήσουμε είναι ότι αφενός δεν πιάνει ο "εκβιασμός" της πολιτικής διαπραγμάτευσης, αφετέρου ότι όσο καθυστερούμε να εφαρμόσουμε τις προβλέψεις του Μνημονίου, τόσο μεγαλύτερες θα γίνονται οι απαιτήσεις των δανειστών για την λήψη σκληρότερων μέτρων. Είτε επειδή κάποια εργαλεία αποδεικνύονται λάθος (όπως στην ενέργεια), είτε επειδή χάνονται οι αρχικοί στόχοι, είτε γιατί η παράταση της αβεβαιότητας πλήττει τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, άρα τα φορολογικά έσοδα, που όσο χαμηλότερα είναι, τόσο και θα μεγαλώνει το δημοσιονομικό κενό, άρα και οι απαιτήσεις για νέα μέτρα, κ.ο.κ.
Το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση για την πρώτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος ολοκληρώθηκε έπειτα από σχεδόν 12 μήνες, και η δεύτερη αξιολόγηση, θα μας πάρει όπως φαίνεται ως τον Μάιο-Ιούνιο, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την εμμονή της ελληνικής πλευράς να αναγάγει τα πάντα σε πολιτικό επίπεδο. Κι ας έχει δείξει η εμπειρία ότι στο τέλος υιοθετεί σχεδόν στο σύνολό τους τα προτεινόμενα, από την τεχνική συζήτηση με τους θεσμούς, μέτρα.
Δεν μαθαίνουμε
Με το ίδιο ακριβώς μοντέλο διαπραγμάτευσης στις βαλίτσες της, δηλαδή με όλα τα δύσκολα θέματα ανοικτά και με το μυαλό στην πολιτική διαπραγμάτευση, ταξιδεύει σήμερα για το Eurogroup στις Βρυξέλλες το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Τα βαθιά χάσματα παραμένουν στα εργασιακά, το ασφαλιστικό, όσο και στο ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού, για το οποίο έχει ζητηθεί παρέμβαση από τον Πρωθυπουργό, καθώς εξελίσσεται σε αιχμηρό αγκάθι λόγω της πίεσης των δανειστών για πώληση μονάδων παραγωγής της ΔΕΗ, με τους βουλευτές της Δ. Μακεδονίας να βρίσκονται ήδη στα κάγκελα.
Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κωλυσιεργίας από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, και την κατάργηση της υπερδεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ, που συνεχίζει να ταλαιπωρεί κυβερνήσεις και κοινοτικούς παράγοντες, 16 χρόνια από τότε που ψηφίστηκε η σχετική κοινοτική οδηγία από την ελληνική Βουλή (2001). Στο δια ταύτα, οι θεσμοί επιμένουν στην πώληση του 40% των μονάδων της ΔΕΗ ως την πιο ορθή λύση για το άνοιγμα της αγοράς αφού δεν πείθονται από τα άλλα μέτρα (δημοπρασίες, πώληση πελατολογίου), έχοντας όμως βάλει στο τραπέζι ένα καινούργιο στοιχείο. Την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας που απορρέει από την πρόσφατη απόφαση του Ευρωδικαστηρίου για την πρόσβαση τρίτων στα λιγνιτικά αποθέματα της χώρας.
Παρόμοιες δυσάρεστες εκπλήξεις μπορεί να βρει η κυβέρνηση μπροστά της και σε άλλα θέματα όσο θα τραβάει σε μάκρος η διαπραγμάτευση, και τα πάντα θα ανάγονται σε όρους πολιτικούς. Είναι γνωστή άλλωστε η αλλεργία που βγάζουν οι κοινοτικοί γραφειοκράτες, όταν ακούν την κυβέρνηση να παραπέμπει σε επίπεδο πολιτικής διαπραγμάτευσης την συζήτηση για κρατικές ενισχύσεις δημοσίων επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις του ΟΣΕ και της ΛΑΡΚΟ. Ενώ η Κομισιόν έχει παραπέμψει την υπόθεση στο Ευρωδικαστήριο ζητώντας πίσω τα 180 εκατ. ευρώ της κρατικής ενίσχυσης στην νικελοβιομηχανία, διαφορετικά η επιχείρηση είτε θα πρέπει να βάλει λουκέτο, είτε να πουληθεί, ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας αρνείται την οποιαδήποτε σκέψη ιδιωτικοποίησης, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι εκτός πολιτικής στόχευσης.
Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, καταλήγει ο κοινοτικός συνομιλητής μας. Ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν κλείνει εγκαίρως τα "μεγάλα και δύσκολα", όπως τα εργασιακά και οι περικοπές στις συντάξεις, αλλά ανάγει σε πολιτικό θέμα ακόμη και τα σχετικά "μικρά και εύκολα". Τα θέματα συσσωρεύονται, όσο εμείς καθυστερούμε οι κοινοτικοί τόσο προσθέτουν νέες απαιτήσεις, αυτό προκαλεί την πεισματική αντίδραση της ελληνικής πλευράς, η διαπραγμάτευση μπλοκάρει όπως ακριβώς έχει γίνει τώρα, και όσο θα παρατείνεται, τόσο κοντύτερα θα φτάνουμε στο χρονικό όριο αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων με κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, οπότε τα περιθώρια των ελληνικών ελιγμών θα γίνονται ανύπαρκτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου