Την τελευταία εβδομάδα οι εξελίξεις γύρω από το φλέγον
θέμα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας ήταν καταιγιστικές. Συνέβη ωστόσο
το εξής παράδοξο. Όλοι μιλούν για τα μέτρα μείωσης που εξαγγέλθηκαν, ωστόσο οι
κυρίως ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι βιομηχανίες ακόμη δεν έχουν μια ξεκάθαρη
εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι και για τη μορφή των ρυθμίσεων που
προωθούνται.
Ήδη πάντως, προτού στεγνώσει το μελάνι των δημοσιευμάτων
που μιλούσαν για τα μέτρα, μάθαμε για τις αντιρρήσεις της τρόικας και αυτό δεν
αποτελεί καλό οιωνό. Εκείνο που πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση
είναι ότι δε υπάρχουν περιθώρια για πισωγυρίσματα.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι τα μέτρα
εφαρμόζονται. Τελειώνει εκεί το αίτημα για φθηνή ενέργεια;
Η απάντηση είναι όχι.
Εάν ο κύριος στόχος της κυβέρνησης είναι η Ανάπτυξη
της οικονομίας, η αύξηση των εξαγωγών, η επανεκκίνηση σταματημένων γραμμών
παραγωγής, η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων και η δημιουργία
νέων μόνιμων θέσεων εργασίας, πρέπει να γίνουν και άλλες κινήσεις. Και
αναφέρομαι στο ενεργειακό κομμάτι και ειδικότερα στην αγορά του ηλεκτρισμού.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, πρέπει να σημειώσουμε ότι
ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας την δεκαετία του 60 στηρίχτηκε στην φθηνή
ενέργεια από τους λιγνίτες και τα μεγάλα Υδροηλεκτρικά. Ο δε εξηλεκτρισμός της
χώρας βασίστηκε στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Η κατασκευή των μεγάλων
Υδροηλεκτρικών( Υ/Η) και των πρώτων λιγνιτικών σταθμών στηρίχτηκε στα
μεγάλα φορτία των βιομηχανιών. Στη δεκαετία του 60 η κατανάλωση των μεγάλων
βιομηχανιών Υψηλής Τάσης έφθανε το 30% της κατανάλωσης της χώρας, ενώ σήμερα
είναι στο 12,5%.
Επομένως είναι σαφές ότι η επανεκκίνηση της ελληνικής
βιομηχανίας προϋποθέτει ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας και αυτό στον
ηλεκτρισμό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την διατήρηση της λιγνιτικής παραγωγής
τουλάχιστον στο επίπεδο της παραγωγής των 27.500GWH του 2010-2012. Εδώ
όμως προκύπτει και ένα άλλο ερώτημα: είναι η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού
ανταγωνιστική;
Από την εξέταση των οικονομικών αποτελεσμάτων της ΔΕΗ
διαπιστώνεται ότι μετά την απομάκρυνση του προσωπικού των ορυχείων και την
ανάληψη της δραστηριότητας σε μεγάλο βαθμό από εργολάβους το κόστος προς
τρίτους αυξήθηκε τόσο πολύ που αναιρεί σε ποσοστό 80% την μείωση του κόστους
μισθοδοσίας και τελικά οδηγεί σε αύξηση του κόστoυς των ορυχείων ανά MWH λόγω
της συνεχώς μειούμενης παραγωγής από λιγνιτικούς σταθμούς.
Η βασική αιτία μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής
αποδίδεται στο 1ο οκτάμηνο του 2013 στους ανεξάρτητους παραγωγούς μονάδων
από φυσικό αέριο για την διατήρηση των κερδών τους και εντεύθεν στην ίδια την
ΔΕΗ η οποία για να αποφύγει το take or pay της ΔΕΠΑ με την ανοχή του
διαχειριστή λειτουργεί εις βάρος των λιγνιτικών μονάδων τις χαμηλής απόδοσης
μονάδες φυσικού αερίου της αυξάνοντας το κόστος της παραγόμενης ενέργειας.
Μόνο το 2013 αυτή η πρακτική κόστισε 250εκ Ευρώ. Η
μείωση της λιγνιτικής παραγωγής το 2013 κατά 4.324GWh (15,7%) αντιστοιχεί στην
αύξηση της παραγωγής από Ανανεώσιμες πηγές( ΑΠΕ) και από τα μεγάλα Υ/Η,
όταν η ζήτηση μειώθηκε μόνο κατά 3,7%.
Η αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ σε όλη την
Ευρώπη έχει ρίξει τις τιμές στις σποτ αγορές. Φωτεινή εξαίρεση η δική μας
αγορά.
Από 1ης Ιανουαρίου που αναδείχθηκε η πραγματική αξία
της Οριακής τιμής του συστήματος (χωρίς να περιλαμβάνεται ακόμη ο
ΕΦΚ του φυσικού αερίου), όταν ορίζεται από τις μονάδες παραγωγής
από φυσικό αέριο, αυξήθηκαν οι εισαγωγές κατά 300%.
Η αύξηση των εισαγωγών στο μέγιστο επίπεδο των 700MW παρατηρείται
ακόμα και τα βράδια μια και η ΔΕΗ έσπευσε να αυξήσει στα 45-47Ευρώ/MWh την
τιμή στο σύστημα.
Τον Ιανουάριο ο μέσος βαθμός χρησιμοποίησης των
συμβατικών μονάδων ήταν μόνο 36%, την στιγμή που μία τις λιγότερο
αποδοτικές μονάδες της ΔΕΗ η Λαύριο 4 είχε 34%. Η λιγνιτική παραγωγή τον
Ιανουάριο συνεχίζοντας την πρακτική του 2013 μειώθηκε ως προς το 2012 κατά
250GWh.
Εάν δεν ληφθούν μέτρα από τους υπεύθυνους το
αποτέλεσμα θα είναι στο τέλος του 2014 να διαπιστώσουμε ότι μειώθηκε η
λιγνιτική παραγωγή και πληρώθηκαν ξανά όπως το 2013 250εκ Ευρώ επιπλέον για
φυσικό αέριο. Και δυστυχώς κάθε βράδυ συνεχίζουν οι λιγνιτικές
μονάδες να λειτουργούν στα τεχνικά τους ελάχιστα μειώνοντας ακόμη περισσότερο
τον ήδη χαμηλό βαθμό απόδοσης λόγω κακής ποιότητας του λιγνίτη και αυξάνοντας
το κόστος παραγωγής.
Συμπερασματικά η συνεχιζόμενη μείωση της λιγνιτικής
παραγωγής καθιστά την αγορά ηλεκτρισμού λιγότερο αποδοτική και κάνει να
φαντάζει ως μακρινό όνειρο η επιδιωκόμενη ανάπτυξη.
Και σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι
δυστυχώς η εν γένει συμπεριφορά του κρατικού μονοπωλίου υπονομεύει την
ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και την οδηγεί σε λουκέτα.
Και όμως, ο δρόμος αυτός δεν είναι καταστροφικός μόνο για
τη βιομηχανία αλλά και για την ίδια τη ΔΕΗ. Η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων
στηρίζεται στο νυχτερινό φορτίο των βιομηχανιών. Η ΔΕΗ
ανακτά υπεραξίες από την πώληση της λιγνιτικής παραγωγής στις άλλες ζώνες όπου
οι τιμές είναι τουλάχιστον τριπλάσιες, γεγονός το οποίο όμως δεν εφαρμόζει στα
βιομηχανικά τιμολόγια που παρουσιάζει για τις χαλυβουργίες που λειτουργούν κατά
κανόνα νύχτα και Σαββατοκύριακα.
Αυτήν την περίοδο η βιομηχανία τελεί εν αναμονή των
αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης της ΔΕΗ την ερχόμενη Παρασκευή που θα
καθορίσουν εν πολλοίς το πλαίσιο για την τιμολόγηση του ρεύματος για τις
μεγάλες βιομηχανίες.
Η λύση θα έρθει μόνο μέσα από διάλογο. Το Υπουργείο
Οικονομικών δεν έχει αρμοδιότητα να ορίσει εμπορικές τιμές στη ΔΕΗ ενώ
ταυτόχρονα δεν μπορεί τύποις και ουσιαστικά να αμφισβητήσει τα στοιχεία που
παρουσιάζει η ΔΕΗ.
Η επιμονή σε πολύ υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς
να λαμβάνεται υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κατανάλωσης κάθε βιομηχανίας εξυπηρετεί
μόνο εκείνους οι οποίοι αντιδρούν στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και του ΑΔΜΗΕ,
βλάπτοντας ταυτόχρονα την Ελληνική βιομηχανία και θέτοντας σε κίνδυνο
περισσότερες από 700.000 θέσεις εργασίας που παράγει.
Εν τέλει εκείνο που διακυβεύεται είναι η ίδια η έξοδος
της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση
του βιομηχανικού ιστού μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους – και όχι μόνο
– αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
Σε κάθε περίπτωση η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να
μην αναβάλει την Γενική Συνέλευση της ΔΕΗ στις 28 Φεβρουαρίου, να πάρει
σαφή και ξεκάθαρη θέση και όχι να νίπτει χείρας ως Πόντιος Πιλάτος.
* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι μέλος Δ.Σ. της Ένωσης
Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου