Το «πρόβλημα» των τιμολογίων του ρεύματος είναι ίσως ένα
από τα χαρακτηριστικότερα των στρεβλώσεων που υπάρχουν στην ελληνική αγορά
ηλεκτρισμού: όσο τα τιμολόγια ήταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των
κυβερνήσεων διαχρονικά, εξαιτίας του πολιτικού κόστους δε δίνονταν οι αναγκαίες
αυξήσεις. Αυτή ακριβώς είναι ίσως και η κυριότερη αιτία για το
γεγονός ότι
σήμερα αρκετές πλευρές – σίγουρα πρώτη η ΔΕΗ – ζητούν αυξήσεις που θεωρούνται
απαράδεκτα υψηλές, εν μέσω κρίσης, σε ποσοστά που ξεπερνούν το 20%.
Ποια είναι όμως η αλήθεια γύρω από το θέμα των αυξήσεων
στα τιμολόγια;
Να ξεκινήσουμε λοιπόν από το τελευταίο επιχειρηματικό
πλάνο που κατάρτισε η ΔΕΗ προ πενταετίας, επί διοικήσεως Π. Αθανασόπουλου, του
σημερινού δηλαδή προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ. Σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, σε βάθος
εξαετίας θα χρειάζονταν αυξήσεις της τάξης του 23% στα τιμολόγια, προκειμένου
να είναι κοστοστρεφή αλλά και να ενσωματώσουν το κόστος των ρύπων. Τότε δηλαδή
είχε προταθεί να υπάρξει μια σταδιακή και «βελούδινη» μετάβαση στη μετά 2013
εποχή.
Έκτοτε και μέχρι τα τιμολόγια ρεύματος να μετατραπούν από
τιμολόγια ρυθμιζόμενα (δηλαδή που καθορίζονται από την κυβέρνηση) σε τιμολόγια
ρυθμιστικού ελέγχου (η ΔΕΗ υποβάλει αίτημα, το οποίο ελέγχεται τεχνοκρατικά από
τη ΡΑΕ, η οποία κάνει την τεχνοκρατική εισήγηση προς το ΥΠΕΚΑ για να υπογραφεί
η απόφαση) οι αυξήσεις που τελικά πήρε η ΔΕΗ στο καθαρό ενεργειακό κόστος, δεν
πλησιάζουν ούτε από μακριά το ποσοστό που είχε ζητήσει ο κ. Αθανασόπουλος.
Άλλωστε ακόμη και στις περιπτώσεις που υπεβλήθη αίτημα
της ΔΕΗ και υπήρχε θετική εισήγηση και από τη ΡΑΕ, αποτελεί κοινό μυστικό, ότι
οι αυξήσεις τελικά δεν εγκρίθηκαν καθώς διαχρονικά οι πολιτικές ηγεσίες
προτίμησαν να «κρύψουν» ένα ούτως ή άλλως πραγματικό πρόβλημα κάτω από το χαλί.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, που η … σκόνη δεν μπορεί
να κρυφτεί κάτω από το χαλί και αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση τον ερχόμενο
Ιούνιο να μην υπάρχει τιμή ρεύματος για καμία κατηγορία καταναλωτή, που να μην
αντανακλά το πλήρες κόστος παραγωγής. Αυτό που λέμε δηλαδή «κοστοβαρές
τιμολόγιο».
Μετατόπιση ευθυνών
Ακόμη και σε αυτή τη διεργασία πάντως έχει ήδη ξεκινήσει
το παιχνίδι της απόσεισης ευθυνών: τόσο το ΥΠΕΚΑ όσο και η ΔΕΗ βρίσκονται σε
εξαιρετικά δύσκολη θέση και δεν θέλουν να επωμιστούν το βάρος, μιας σειράς
παραλείψεων και αποφάσεων εδώ και χρόνια. Όπως σχολιάζουν , παράγοντες της
αγοράς ηλεκτρισμού, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια ενορχηστρωμένη
προσπάθεια για μετατόπιση των ευθυνών ώστε να βγουν από τη δύσκολη θέση
τόσο το ΥΠΕΚΑ όσο και η ΔΕΗ.
Όμως και εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα:
Ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο η ΡΑΕ έχει ζητήσει
στοιχεία και προτάσεις από τη ΔΕΗ για το θέμα των τιμολογίων.
Κοστολογικός έλεγχος
Εάν υπάρχει μία πιθανότητα, με βάση τις μνημονιακές
υποχρεώσεις, να μην περάσουν οι αυξήσεις στο ρεύμα που βλέπει ως αναγκαίες η
ΔΕΗ (πάνω από 23%) αυτή εντοπίζεται στην πρωτοβουλία της ΡΑΕ να ζητήσει
ανεξάρτητο κοστολογικό έλεγχο στη ΔΕΚΟ. Διότι μπορεί να ζητεί η ΔΕΗ αυξήσεις
επικαλούμενη τα κόστη της, ωστόσο ποιος ελέγχει αυτά τα κόστη και ποιος
συγκρίνει τα κόστη της ΔΕΗ με τη διεθνή πρακτική; Για πρώτη φορά λοιπόν στην
ιστορία της ελληνικής αγοράς ενέργειας, θα δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη και
αντικειμενική βάση αναφοράς ένα «benchmark» για τα κόστη της ΔΕΗ, χωρίς να
υπάρχει εμπλοκή της ΔΕΗ στον υπολογισμό. Και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να
υπάρξει πραγματικό «ψαλίδισμα» των αυξήσεων με ταυτόχρονη συμμόρφωση στις
μνημονιακές υποχρεώσεις για κοστοβαρή τιμολόγια
Και βέβαια θα πρέπει να τονιστεί ότι σε ένα περιβάλλον
αγοράς με τιμολόγια ρυθμιστικού ελέγχου, ο Ρυθμιστής δεν παίζει ρόλο εισηγητή
αλλά ελεγκτή: δέχεται αιτήματα για αυξήσεις, ελέγχει τα κοστολογικά στοιχεία,
διαπιστώνει το ύψος των πραγματικών αυξήσεων στα κόστη και διατυπώνει την
τελική τεχνοκρατική εισήγηση προς το ΥΠΕΚΑ.
Ίσως για αυτούς τους παραπάνω λόγους, ο ανεξάρτητος
ρυθμιστής, ο τεχνοκράτης δηλαδή της υπόθεσης, να είναι και ο "εύκολος
κακός", στη συζήτηση για τα τιμολόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου