Κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, ετέθησαν από τα κόμματα –κυρίως της αντιπολίτευσης- ορισμένες «κόκκινες γραμμές», σε ό,τι αφορά τις πολυθρύλητες και διαρκώς επανερχόμενες στο δημόσιο διάλογο, αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις.
Σε ό,τι αφορά το ποιες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί πρέπει να μείνουν στο ελληνικό δημόσιο, οι περισσότεροι συμφώνησαν –τουλάχιστον- σε δύο: σ΄ αυτές που διαχειρίζονται το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο λόγος δεν είναι μόνο ότι δεν πρέπει να ιδιωτικοποιούνται δημόσια αγαθά και μάλιστα πρώτης ανάγκης, αλλά και διότι πρέπει να υπάρξουν δημόσιες επιχειρήσεις πάνω στις οποίες θα στηριχθεί η επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Δημόσιες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν «χρυσοπληρωθεί» επί δεκαετίες από τον ελληνικό λαό και, παρότι το κράτος τα έχει «κάνει θάλασσα» στη διαχείριση ακόμη και μονοπωλιακών οργανισμών, εντούτοις η πώλησή τους (ουσιαστικά... το ξεπούλημά τους), θα έχει μόνο ένα πρόσκαιρο ταμιακό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, πολύ σύντομα μια τέτοια πολιτική θα μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα-παρία.
Μπορεί κανείς δίπλα στις δημόσιες επιχειρήσεις νερού και ρεύματος να βάλει και άλλες (ενδεχομένως τα λιμάνια και τον σιδηρόδρομο), ωστόσο η ΔΕΗ και οι εταιρίες Ύδρευσης αποτελούν τις κορωνίδες εκείνων των δημόσιων επιχειρήσεων που θα πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρες οφθαλμού.
Το γιατί θα το προσεγγίσουμε με μια ιστορική αναδρομή στις εποχές κατά τις οποίες οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, τόσο πανελλαδικά όσο και τοπικά, δηλαδή στην πόλη της Λάρισας, ήταν ιδιωτικές πριν γίνουν δημόσιες ή δημοτικές.
Μπορεί να εξάγει κανείς πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα.
Αν μη τι άλλο θα αντιληφθεί ότι τα μεγάλα έργα, τα έργα που δημιούργησαν τη σύγχρονη Ελλάδα, έγιναν από το ελληνικό δημόσιο. Όπου οι ιδιώτες είχαν συμμετοχή αυτή ήταν επικουρική και πάντως δεν κατέστη δυνατή να συμβάλλει καθοριστικά στο άλμα που έκανε η χώρα μετά την απελευθέρωση αλλά και μετά τους δύο πολέμους.
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΑΚΑΔΩΝ ΚΑΙ ΒΑΡΕΛΑΔΩΝ, Ο ΟΥΗΛ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΔΡΕΥΣΗΣ
Από τους νερουλάδες στη σύγχρονη ΔΕΥΑΛ
* Η υδροδότηση της Αθήνας: Από την ΟΥΛΕΝ ως την ΕΥΔΑΠ
Ας αρχίσουμε λοιπόν από το νερό: Σε αντίθεση με το ηλεκτρικό ρεύμα, δεν
υπάρχει μια δημόσια επιχείρηση που το παράγει και το διανέμει σε όλη τη χώρα, αλλά πολλές δημοτικές επιχειρήσεις, λόγω της φύσεως του αγαθού, των πολλών και διάσπαρτων πηγών του.
Στη Λάρισα, ακόμη και των τελευταίων χρόνων πριν την απελευθέρωση η ύδρευση γινόταν με πρωτόγονο τρόπο. Όπως διαβάζουμε στο ιστορικό αρχείο της ΔΕΥΑΛ, «το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων λεγομένων σακατζήδων, εις ασκούς δερμάτινους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητας εκάστου 35-40 οκάδων, φερομένων ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο...».
Για τον καθαρισμό του νερού χρησιμοποιούσαν στύψη την οποία έριχναν στα πιθάρια, στα οποία κάτω κάθιζε η λάσπη, για αποστείρωση από τα νοσογόνα μικρόβια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός από τους σακάδες με τους ασκούς, νερό μεταφέρουν και οι βαρελάδες. Οι τελευταίοι εισήγαγαν και την πρώτη τεχνολογία στην ύδρευση, αφού έπαιρναν το νερό από το ποτάμι χωρίς να κατεβαίνουν στην κοίτη του (συνήθως στο κέντρο αυτή για να είναι πιο καθαρό το νερό...), χρησιμοποιώντας ατμοαντλίες, ενώ το καθάριζαν με ειδικό μηχάνημα και στη συνέχεια το διένειμαν στην πόλη.
Παρότι η μέθοδός του ήταν ασφαλώς καλύτερη των σακάδων (χωρίς βεβαίως να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα υγιεινής), εντούτοις η εμφάνισή τους προκάλεσε την πρώτη σύγκρουση συμφερόντων, με τους Λαρισαίους να μένουν συχνά χωρίς νερό και κυρίως καθαρό νερό!
«Ο κοιλιακός τύφος, η δυσεντερία, οι παράτυφοι και άλλα εντερικά νοσήματα ήταν ενδημικά στη Λάρισα και δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε δοκιμασθεί από αυτήν, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που μαυροφόρεσαν. Σύμφωνα με στοιχεία των υγειονομικών υπηρεσιών κατά τη δεκαετία 1920-1930 από τις νόσους αυτές πέθαναν στη Λάρισα 1.038 άτομα, επί πληθυσμού 23.000 χιλιάδων κατοίκων. Κάθε τρεις μέρες κηδεύονταν και ένας Λαρισαίος από την κακή ύδρευση», διαβάζουμε στην ιστορία της ΔΕΥΑΛ.
Την ίδια ώρα όμως η τάξη των σακάδων είναι τόσο ισχυρή, ώστε απολαμβάνει αρκετών προνομίων με σημαντικότερο αυτό της απαλλαγής από φόρο επιτηδεύματος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες μελέτες για την ύδρευση και τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας (μία μάλιστα εξ αυτών, του νομομηχανικού Ιωάννη Γράβαρη, προέβλεπε κοινή λύση ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού της πόλης από τους καταρράχτες του Πηνειού στο Βερνέζι, κοντά στον Παραπόταμο όπου σήμερα προσφέρεται για «ράφτινγκ»).
Η πρώτη εταιρία, η «Ηλεκτρική και Υδρευτική Εταιρία ο Πηνειός», ιδρύεται το 1910, αλλά επειδή δεν διαθέτει τα κεφάλαια για τα απαιτούμενα έργα, πουλά τα προνόμιά της στη γαλλική εταιρία Omnium Francais d’ Electricite. Η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της: «Εκτός από την καθυστέρηση των έργων, ο ηλεκτροφωτισμός και η ύδρευση είναι ανεπαρκείς και οι φωνές διαμαρτυρίας των Λαρισαίων πληθαίνουν καθημερινά.
Η ΕΥΗΛ ΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ
Η αγανάκτηση των Λαρισαίων οδηγεί το 1924 στην έκπτωση για πολλοστή φορά της Όμνιουμ και στην απόφαση ίδρυσης λαρισαϊκής Εταιρίας Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λάρισας, η οποία μετατράπηκε στην Ανώνυμη Εταιρία Ηλεκτροφωτισμού και Ύδρευσης Λάρισας (Α.Ε.Η.Υ.Λ.) και στην συνέχεια σε Εταιρία Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λάρισας (Ε.Υ.Η.Λ.), στην οποία παραχωρείται για 30 χρόνια, το σχετικό προνόμιο για ύδρευση και ηλεκτροφωτισμό και με συμμετοχή του Δήμου κατά 76%».
Παρότι ούτε η νέα εταιρία διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια, εντούτοις στη Λάρισα της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ΄20 συντελείται ένα πρωτόγνωρο και –πανελλαδικά- αξιοθαύμαστο γεγονός: Το Δεκέμβριο του 1925 το δημοτικό συμβούλιο, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα λαμβάνει την ιστορική απόφαση –και παρά τις αντιδράσεις των νερουλάδων- τον Οκτώβριο του 1926 συστήνεται συνεταιρισμός καταναλωτών για την εκτέλεση έργων ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στην πόλη της Λάρισας.
Είναι οι αρρώστιες –κυρίως ο κοιλιακός τύφος- που θερίζουν την πόλη, που κάνουν τους Λαρισαίους να λύσουν διά παντός το πρόβλημα της ύδρευσης.
Έτσι, στη Λάρισα των 24.000 κατοίκων αρχίζουν τα έργα ύδρευσης, τα οποία θα κοστίσουν το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των 20 εκ. δραχμών. Τρία χρόνια αργότερα, με την περάτωσή τους, τα εύσημα απονέμει ο ίδιος ο Βενιζέλος, καθώς πατά ένα κουμπί για να ξεχυθεί νερό στα σπίτια και τα καταστήματα.
Και όπως επεσήμανε στα εγκαίνια, ο δήμαρχος Μιχ. Σάπκας, τη δαπάνη για το έργο της ύδρευσης το κάλυψαν εξ ολοκλήρου οι κάτοικοι, χωρίς να βάλει μια δραχμή το κράτος.
Το άκουσε ο Βενιζέλος και το σημείωσε. Μετά τα εγκαίνια κάλεσε τους Αθηναίους δημοσιογράφους που τον συνόδεψαν στη Λάρισα και δήλωσε: «Να γράψητε παρακαλώ στις εφημερίδας σας, ότι τα έργα ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού της Λαρίσης ετελέσθησαν δια μόνον των οικονομικών δυνάμεων του τόπου, επί τη βάσει ενός ιδιοτύπου νόμου την έκδοσιν του οποίου προκάλεσεν ο Δήμος Λαρίσης και να καλέσητε τους Δημάρχους όλων των πόλεων της Ελλάδος να λάβουν υπόδειγμα εις την εκτέλεσιν δημοτικών έργων, την Λάρισαν».
Τα επόμενα χρόνια η ΕΥΗΛ υπερδιπλασίασε το νερό ανά κάτοικο, και η Λάρισα είχε την υψηλότερη ανά κάτοικο κατανάλωση στην επαρχιακή Ελλάδα, σε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα!
Το 1938 το κεφάλαιο της εταιρίας ήταν 21,5 εκατ. δρχ. και οι 66.000 μετοχές (76,4%) ανήκαν στο Δήμο και οι 19.170 μετοχές (23,6%) σε ιδιώτες μετόχους. Το 1940 με αναγκαστικό νόμο η ΕΥΗΛ μετονομάστηκε σε «Οργανισμό Υδρεύσεως και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης» ή ΟΥΗΛ.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ο κοινωνικός ρόλος της επιχείρησης (με μείωση τιμής ρεύματος και νερού στη νυχτερινή σχολή, στους πολυτέκνους, σε χήρες, ακόμη και σε επαγγελματίες λόγω μείωσης κύκλου εργασιών), αλλά και τα κοινωφελή της έργα, όπως ήταν τα δημόσια λουτρά που λειτουργούσαν για μισό περίπου αιώνα.
Την ίδια πολιτική ακολουθεί και ο ΟΥΗΛ, ο οποίος προχωρά και στην ενοικίαση αγρών δεκάδων στρεμμάτων όπου καλλιεργούνται σιτηρά και κηπευτικά, τα οποία διατίθενται στους υπαλλήλους (και όχι μόνο) σε χαμηλές τιμές. Είναι επίσης ο ΟΥΗΛ ο οποίος ανεγείρει τον ι.ν. του Αγίου Βησσαρίωνα, την αίθουσα συναυλιών του Δημοτικού Ωδείου, όπως και το συντριβάνι (δεν υπάρχει πια) στην πλ. Ταχυδρομείου, ενώ συνέβαλε και στην ανέγερση του μητροπολιτικού ναού.
Το 1973 και αφού στο μεταξύ το προνόμιο του ΟΥΗΛ να υδροδοτεί την πόλη έχει πάρει αρκετές παρατάσεις, ενώ ο ηλεκτροφωτισμός έχει μεταφερθεί στη ΔΕΗ, ο ΟΥΗΛ δημοτικοποιείται. Μετατρέπεται πλέον ΔΕΥΛ, η οποία με την προσθήκη -4χρόνια αργότερα- και της αποχέτευσης μετονομάζεται σε ΔΕΥΑΛ, η οποία θα εκτελέσει τα μεγάλα έργα της αποχέτευσης.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η υδροδότηση της Αθήνας έχει πολλά κοινά σημεία, αλλά και διαφορές με αυτή της Λάρισας. Από τις 55 -μόνο- δημοτικές βρύσες του 19ου αιώνα και τους νερουλάδες, χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1925 για τα πρώτα έργα ύδρευσης. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρίας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας από τη λεκάνη απορροής της Πάρνηθας. Τα έργα θα επόπτευε κατασκευαστικά η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ), η οποία συστάθηκε για το σκοπό αυτό. Το πρώτο μεγάλο έργο ήταν η κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα (άρχισε το 1926 και ολοκληρώθηκε το 1929). Η ραγδαία αύξηση όμως του πληθυσμού και των αναγκών της πρωτεύουσας είχε ως αποτέλεσμα μιας σειράς ακόμη έργων, όπως ήταν η χρησιμοποίηση των νερών της φυσικής Λίμνης Υλίκης που βρίσκεται στη Βοιωτία. Η Υλίκη έχει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου. Έτσι, για να γίνει εφικτή η άντληση του νερού από τη Λίμνη λειτουργούν πλωτά και χερσαία αντλιοστάσια το κεντρικό μάλιστα αντλιοστάσιό της είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Η εκμετάλλευση των νερών της Υλίκης ξεκίνησε το 1959 και η παροχετευτική της απόδοση ανέρχεται σήμερα σε 750.000 κ.μ. νερού την ημέρα.
Αργότερα (1969) άρχισε η κατασκευή του φράγματος στο Μόρνο και στη συνέχεια (1992) η εκτροπή του ποταμού Εύηνου προς τον ταμιευτήρα του Μόρνου.
Το νερό της Αθήνας, μέχρι το 1974 παραμένει ιδιωτική υπόθεση, αφού ανήκει στην ULEN. Τη χρονιά εκείνη τα προνόμιά της μεταβιβάζονται εξ ολοκλήρου στην ΕΕΥ, η οποία, μέχρι το 1980 που θα μετατραπεί σε ΕΥΔΑΠ, γίνεται ο μοναδικός πλέον φορέας διαχείρισης της ύδρευσης της πόλης.
ΣΤΗΝ ΛΑΡΙΣΑ Ο ΟΥΗΛ, ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΑΟΥΕΡ, ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
Από τις γκαζόλαμπες στον ηλεκτροφωτισμό
Τα έργα ηλεκτροφωτισμού στη Λάρισα, για πολλές δεκαετίες «πάνε πακέτο» με εκείνα της ύδρευσης. Στις αρχές του περασμένου αιώνα «ο Δήμος ενδιαφερόταν για τον «Θαυματουργό Ηλεκτροφωτισμό», αναφέρεται στο ιστορικό της πόλης.
Οι περιγραφές, στα τέλη του 19ου αιώνα, «μιλούν» από μόνες τους: «Η κατάσταση στη Λάρισα είναι και από πλευράς φωτισμού σκοτεινή και θα περάσουν πολλά χρόνια για να ηλεκτροφωτιστεί η πόλη. Η Δημοτική Αρχή τοποθετεί φανάρια πετρελαίου στους κεντρικούς δρόμους μετά την απελευθέρωση. Τον φωτισμό αναλαμβάνει εργολάβος με μειοδοτικό διαγωνισμό, ο οποίος με το προσωπικό του καθαρίζει τις γκαζόλαμπες, αλλάζει το φυτίλι, βάζει πετρέλαιο και τις ανάβει κάθε βράδυ. Οι Λαρισαίοι όμως δεν μπορούν να βγουν στους σκοτεινούς δρόμους χωρίς φωτισμό τη νύχτα έξω από το κέντρο.
Το 1899 η Γαλλοελληνική Εταιρία Ασετυλίνης αναλαμβάνει τον φωτισμό. Κατά τα εγκαίνια «τόξα πολύφωτα ήναψαν τους διαφόρους φανούς της εξέδρας». Η αντικατάσταση του πετρελαίου από το οινόπνευμα θεωρήθηκε μεγάλη πρόοδος και το Δημοτικό Συμβούλιο εγκρίνει τη σχετική πρόταση του Νικολάου Κουκουφλή.
«ΑΝΑΨΑΝ ΤΑ ΛΕΚΤΡΙΚΑ»...
Η πρόθεση του Ιωάννη Ασλάνη να ηλεκτροφωτίσει το καλοκαίρι του 1909 το κέντρο του παρουσιάζεται ως θαύμα. Ο Ιωάννης Ασλάνης εγκαθιστά στο υπόγειο του κτιρίου της λέσχης του ηλεκτροπαραγωγό μηχανή και φωτίζει με γραμμή που τράβηξε τα τραπέζια απέναντι στην Κεντρική πλατεία. Μετά την αφή η πόλη αντιβουίζει από τα επιφωνήματα των... φωτισθέντων. «Άναψαν τα λεκτρικά!». Το επιφώνημα έφτασε μέχρι τις μακρινές γειτονιές.
Η εταιρία «OMNIUM», που δεν τα είχε καταφέρει στην ύδρευση, εγκαθιστά μηχανές 220 Volt συνεχούς ρεύματος, αλλά ούτε στον τομέα αυτό ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών. Με τον πόλεμο ουσιαστικά σταματούν και τα όποια έργα ηλεκτροφωτισμού έχουν προγραμματιστεί στις συνοικίες. Μετά τον πόλεμο, η εταιρία εγκαταλείπει την ύδρευση και παρέχει μόνο κακό φωτισμό.
Η ΕΥΗΛ, όπως αναφέραμε και στην ύδρευση, αναλαμβάνει τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας, η οποία ...είδε το φως της τον Ιούνιο του 1925. (Σε πέντε χρόνια η ΕΥΗΛ των Λαρισαίων καταναλωτών τετραπλασίασε την παραγωγή ρεύματος: Από 183.500 kwh το 1926 σε 740.000 kwh το 1930). Στην επόμενη δεκαετία η συνεταιριστική αυτή εταιρία θα διπλασιάσει την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος την πόλη.
Μετά τον πόλεμο, στη Λάρισα των 60.000 πλέον κατοίκων, ο ΟΥΗΛ συνεχίζει τα... έργα φωτός: «Για τις ανάγκες του ηλεκτροφωτισμού επαναφέρεται στη Λάρισα η μηχανή TOSI- MARELLI που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς και μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη. Δεύτερη μηχανή τύπου BUCKEYE 400 ίππων παραχωρείται από την U.N.R.R.A.( σ.σ.: της γνωστής αμερικανικής βοήθειας). Το δίκτυο επεκτείνεται, κατασκευάζονται υποσταθμοί, τοποθετούνται υπόγεια καλώδια και εναέριες γραμμές, μειώνονται οι απώλειες. Σε κάθε συνοικία οι κάτοικοι βρίσκουν στύλο για να πάρουν ηλεκτρικό ρεύμα.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΙΔΙΩΤΕΣ
Στην Αθήνα το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε το 1889. Στην οδό Αριστείδου, η Γενική Εταιρία Εργοληψιών, κατασκευάζει στην Αθήνα, την πρώτη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Το πρώτο κτίριο που φωτίζεται είναι –τι άλλο...- τα Ανάκτορα. Το φως θα δει και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, από τη βελγική εταιρία στην οποία αναθέτουν οι Τούρκοι τον φωτισμό.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Λάρισα, στην υπόλοιπη χώρα «κουμάντο» κάνουν οι πολυεθνικές. Η αμερικανική Thomson-Houston με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας θα ιδρύσει την Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρία – το μάνατζμεντ της οποίας έχει η αγγλική «Power»- που θα αναλάβει την ηλεκτροδότηση κι άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων. Μέχρι το 1929 θα ηλεκτροδοτηθούν 250 πόλεις με πληθυσμό πάνω από 5.000 κατοίκους.
Ωστόσο, στις πιο απόμακρες περιοχές, που ήταν ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρίες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, την ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια.
To 1950 υπήρχαν στη Ελλάδα 400 περίπου εταιρίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας που εισάγονταν από το εξωτερικό.
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν είδος πολυτελείας και συχνά παρέχονταν... σε δόσεις (με πολύωρες καθημερινές διακοπές), αφού κόστιζε το τριπλάσιο ή και πενταπλάσιο σε σχέση με ό,τι ίσχυε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ενοποίηση του δικτύου, αλλά κυρίως η αξιοποίηση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών ώστε να απεξαρτηθεί η χώρα από τις πολυδάπανες εισαγωγές, απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις που κανείς ιδιώτης ήταν σε θέση να αναλάβει. Αυτοί οι λόγοι δημοσίου και εθνικού συμφέροντος δημιούργησαν το 1950 τη ΔΕΗ, η οποία εξαγόρασε όλες τις ιδιωτικές αλλά και δημοτικές επιχειρήσεις (τον ΟΥΗΛ το 1960), προχωρώντας σε ένα τεράστιο έργο εξηλεκτρισμού που έφερε το ηλεκτρικό ρεύμα και στην πιο απόμακρη γωνιά της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1950 μόλις το 30% της χώρας ηλεκτροδοτείται, ενώ ακόμη και στα μέσα της επόμενης δεκαετίας υπάρχουν περιοχές οι οποίες δεν έχουν δει φως.
Διαβάζουμε στο ιστορικό αρχείο της ΔΕΗ: «Εκείνο το απόγευμα του 1964, εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία της Παναγιάς Πολυγύρου, μπροστά στο «Ζυθεστιατόριον» του Θεοχάρη Λαγοθεοδώρου. Τα παιδιά κρέμονταν ανυπόμονα από τα παράθυρα των "σαχνισιών" με γιορτινή έξαψη και οι μεγαλύτεροι φορούσαν τα καλά τους. Όλοι ήταν στραμμένοι στην κολώνα της ΔΕΗ, στη μέση σχεδόν της πλατείας.
Περίμεναν ώρα τώρα κι όταν το "θαύμα" έγινε, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Για πρώτη φορά, οι κάτοικοι του χαλκιδικιώτικου χωριού έβλεπαν ηλεκτρικό ρεύμα στην πλατεία τους. Το στιγμιότυπο αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός.
Δύο χρόνια αργότερα, στην κοινότητα Ν.Καβηλού Έβρου, η υποδοχή του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν ακόμη πιο ενθουσιώδης. Αν και βράδυ, ο ... άρτι αφιχθείς ηλεκτρισμός αποκάλυψε τον χώρο της πλατείας σημαιοστολισμένο, τους επισήμους σε εξέδρα, τους κατοίκους με ελληνικές σημαίες στα χέρια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου