Η αύξηση της αντιστάθμισης για την βιομηχανία αν επιτευχθεί είναι από τα βασικά ζητούμενα
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση η συζήτηση για την αναθεώρηση του συστήματος εμπορίας ρύπων (ETS) και τη διαμόρφωση των κανόνων λειτουργίας του την περίοδο 2021-2030, με τα λόμπυ της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλουμινίου και χάλυβα να διεκδικούν αύξηση της αντιστάθμισης που λαμβάνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες έναντι του κινδύνου της διαρροής άνθρακα.
Η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του CO2 που το 2018 κινήθηκε περί τα 20 ευρώ ανά τόνο, έχει θορυβήσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία και με κάθε ευκαιρία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την υπερβολική πίεση που δέχεται τόσο η ίδια όσο και εν γένει η ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της πολιτικής μείωσης των εκπομπών ρύπων, την ώρα μάλιστα που οι ΗΠΑ και η Κίνα κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρώπη που στοχεύει σε πλήρη απανθρακοποίηση της οικονομίας της έως το 2050, αντιπροσωπεύει μόλις το 9% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων ρύπων και έως το 2030 το ποσοστό θα έχει μειωθεί στο 6%.
Με άλλα λόγια ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από την Ευρώπη, την ώρα που η Κίνα αυξάνει κατακόρυφα τις εκπομπές ρύπων και οι ΗΠΑ δεν έχουν ξεκάθαρη πολιτική επί του θέματος και παράλληλα έχουν κηρύξει «εμπορικό πόλεμο».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κίνα έχει καταφέρει να εκτιναχθεί στο 60% της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου (ένας κλάδος εξαιρετικά ενεργοβόρος) από περίπου 10% το 2000 και μάλιστα με επιδοτήσεις και ηλεκτροδότηση σχεδόν εξ ολοκλήρου από ανθρακικές μονάδες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα η ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου και χάλυβα συμπορεύεται μεν με το στόχο της απανθρακοποίησης, αλλά επιδιώκει να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική, απέναντι σε κράτη και εταιρείες που δεν ακολουθούν πάντα τους ίδιους κανόνες. Η σημασία για τον διαγωνισμό των λιγνιτικών
Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η συγκεκριμένη διαβούλευση όσο και γενικότερα η συζήτηση που διεξάγεται στην ΕΕ για το κόστος των ρύπων και τη διαρροή άνθρακα είναι κρίσιμη τόσο για το μέλλον των μεγάλων εγχώριων βιομηχανιών αλουμινίου και χάλυβα, όσο και για έναν ακόμη λόγο:
Για το μέλλον των υπό πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η παραγωγή των οποίων καθίσταται οικονομικότερη ειδικά για τις μεγάλες εγχώριες βιομηχανίες, εφόσον βεβαίως αυτές θα λαμβάνουν υψηλότερο ποσοστό αντιστάθμισης έναντι του σημερινού.
Διαβούλευση για τις αλλαγές
Στο πλαίσιο αυτό, η διαβούλευση που πραγματοποιεί η DGComp, εν όψει της αναθεώρησης του ETS φαίνεται ότι αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία να εκθέσει τις θέσεις της και να διεκδικήσει αύξηση του ποσοστού της αντιστάθμισης που λαμβάνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες έναντι του κινδύνου της διαρροής άνθρακα.
Η συγκεκριμένη διαβούλευση θα είναι ανοιχτή έως τις 6 Απριλίου και καλούνται όλοι οι εμπλεκόμενοι να συμμετάσχουν απαντώντας σε ερωτηματολόγιο που θα καταδείξει την έκταση της έκθεσης κάθε βιομηχανικού κλάδου στο έμμεσο κόστος από την αύξηση των τιμών του ρεύματος λόγω του επιπλέον κόστους των ρύπων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα το ύψος της αντιστάθμισης είναι στην καλύτερη περίπτωση 50% και στόχος της βιομηχανίας είναι να καταδείξει ότι με την αύξηση της τιμής των ρύπων, το ποσοστό αυτό δεν είναι επαρκές για να περιορίσει τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της.
Σε τεχνικό επίπεδο στόχος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι το ύψος της αντιστάθμισης να προσδιορίζεται με βάση τις νέες Κατευθυντήριες Γραμμές για τις Κρατικές Ενισχύσεις στις οποίες προσμετράται η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και η έκθεση στο κόστος ενέργειας (energy intensity).
Η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του CO2 που το 2018 κινήθηκε περί τα 20 ευρώ ανά τόνο, έχει θορυβήσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία και με κάθε ευκαιρία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την υπερβολική πίεση που δέχεται τόσο η ίδια όσο και εν γένει η ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της πολιτικής μείωσης των εκπομπών ρύπων, την ώρα μάλιστα που οι ΗΠΑ και η Κίνα κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρώπη που στοχεύει σε πλήρη απανθρακοποίηση της οικονομίας της έως το 2050, αντιπροσωπεύει μόλις το 9% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων ρύπων και έως το 2030 το ποσοστό θα έχει μειωθεί στο 6%.
Με άλλα λόγια ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από την Ευρώπη, την ώρα που η Κίνα αυξάνει κατακόρυφα τις εκπομπές ρύπων και οι ΗΠΑ δεν έχουν ξεκάθαρη πολιτική επί του θέματος και παράλληλα έχουν κηρύξει «εμπορικό πόλεμο».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κίνα έχει καταφέρει να εκτιναχθεί στο 60% της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου (ένας κλάδος εξαιρετικά ενεργοβόρος) από περίπου 10% το 2000 και μάλιστα με επιδοτήσεις και ηλεκτροδότηση σχεδόν εξ ολοκλήρου από ανθρακικές μονάδες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα η ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου και χάλυβα συμπορεύεται μεν με το στόχο της απανθρακοποίησης, αλλά επιδιώκει να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική, απέναντι σε κράτη και εταιρείες που δεν ακολουθούν πάντα τους ίδιους κανόνες. Η σημασία για τον διαγωνισμό των λιγνιτικών
Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η συγκεκριμένη διαβούλευση όσο και γενικότερα η συζήτηση που διεξάγεται στην ΕΕ για το κόστος των ρύπων και τη διαρροή άνθρακα είναι κρίσιμη τόσο για το μέλλον των μεγάλων εγχώριων βιομηχανιών αλουμινίου και χάλυβα, όσο και για έναν ακόμη λόγο:
Για το μέλλον των υπό πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η παραγωγή των οποίων καθίσταται οικονομικότερη ειδικά για τις μεγάλες εγχώριες βιομηχανίες, εφόσον βεβαίως αυτές θα λαμβάνουν υψηλότερο ποσοστό αντιστάθμισης έναντι του σημερινού.
Διαβούλευση για τις αλλαγές
Στο πλαίσιο αυτό, η διαβούλευση που πραγματοποιεί η DGComp, εν όψει της αναθεώρησης του ETS φαίνεται ότι αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία να εκθέσει τις θέσεις της και να διεκδικήσει αύξηση του ποσοστού της αντιστάθμισης που λαμβάνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες έναντι του κινδύνου της διαρροής άνθρακα.
Η συγκεκριμένη διαβούλευση θα είναι ανοιχτή έως τις 6 Απριλίου και καλούνται όλοι οι εμπλεκόμενοι να συμμετάσχουν απαντώντας σε ερωτηματολόγιο που θα καταδείξει την έκταση της έκθεσης κάθε βιομηχανικού κλάδου στο έμμεσο κόστος από την αύξηση των τιμών του ρεύματος λόγω του επιπλέον κόστους των ρύπων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα το ύψος της αντιστάθμισης είναι στην καλύτερη περίπτωση 50% και στόχος της βιομηχανίας είναι να καταδείξει ότι με την αύξηση της τιμής των ρύπων, το ποσοστό αυτό δεν είναι επαρκές για να περιορίσει τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της.
Σε τεχνικό επίπεδο στόχος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι το ύψος της αντιστάθμισης να προσδιορίζεται με βάση τις νέες Κατευθυντήριες Γραμμές για τις Κρατικές Ενισχύσεις στις οποίες προσμετράται η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και η έκθεση στο κόστος ενέργειας (energy intensity).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου