Πάντως, το κίνητρο για την αλλαγή καυσίμου παραμένει περιορισμένο, καθώς παράλληλα με το κόστος ρύπων έχουν αυξηθεί και οι τιμές του αερίου και του πετρελαίου
Με τις διαδικασίες πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ να έχουν «παγώσει» το τελευταίο δεκαήμερο λόγω θερινών διακοπών, τα μηνύματα από την αγορά δικαιωμάτων ρύπων γίνονται όλο και πιο αρνητικά, όσον αφορά το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα.
Οι τιμές των ρύπων στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, έχουν ανέλθει το τελευταίο διάστημα στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 χρόνων εντείνοντας τις ανησυχίες για την τύχη των ανθρακικών και λιγνιτικών μονάδων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δημιουργώντας ένα μάλλον αρνητικό περιβάλλον για τις υπό πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Η τιμή των δικαιωμάτων έφθασε στα 18 ευρώ ανά τόνο CO2, περίπου τρεις φορές πάνω από τα επίπεδα στα οποία κυμαινόταν πριν ένα χρόνο.
Η μεγάλη άνοδος του κόστους ρύπων, που κατά τους περισσότερους αναλυτές θα συνεχιστεί πλήττοντας τα περιθώρια κέρδους για τις ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ενώ θα επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις.
Οι μόνοι κερδισμένοι από την εξέλιξη αυτή είναι οι ΑΠΕ και οι πυρηνικοί σταθμοί.
Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν αναλυτές που υποστηρίζουν ότι οι τιμές των ρύπων θα πρέπει να αυξηθούν πολύ περισσότερο, να φθάσουν ως τα 30 δολάρια ανά τόνο CO2, για να προκαλέσουν μεγάλης κλίμακας στροφή στην παραγωγή ηλεκτρισμού προς το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρούν ότι δεν έχουμε φθάσει ακόμα στο επίπεδο εκείνο, που η υψηλή τιμή των δικαιωμάτων θα παίζει τον καθοριστικό ρόλο.
Περιορισμένες, προς στιγμή, επιπτώσεις
Στέλεχος του Carbon Tracker, ενός think tank για τον άνθρακα, δήλωσε στον βρετανικό Guardian ότι αν και οι ιδιοκτήτες των ανθρακικών μονάδων επωμίζονται το υψηλότερο κόστος των ρύπων, τελικά θα μπορούσαν να το περάσουν στους καταναλωτές.
Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι παρότι το έξτρα κόστος μπορεί να φθάνει στα 11 - 12 ευρώ/MWh, το κίνητρο για την αλλαγή καυσίμου παραμένει περιορισμένο γιατί εκτός από το κόστος ρύπων έχουν αυξηθεί και οι τιμές του αερίου, όπως και οι τιμές του πετρελαίου.
Εξάλλου, πολλές ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής έχουν προς το παρόν αποφύγει τις επιπτώσεις, καθώς είχαν κάνει hedging όταν αγόρασαν δικαιώματα ρύπων και επωφελήθηκαν μέχρι σήμερα από τις αυξήσεις στις τιμές ρεύματος στη χονδρική αγορά.
Η μεγάλη άνοδος στις τιμές των ρύπων οφείλεται κατά βάση στην απόφαση της ΕΕ να περιορίσει δραστικά την προσφορά δικαιωμάτων, μέτρο που τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Οι τιμές επηρεάστηκαν ανοδικά και από το πρόσφατο κύμα καύσωνα στην Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού λόγω της υψηλής χρήσης των κλιματιστικών.
Ταυτόχρονα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, η παραγωγή των υδροηλεκτρικών και των αιολικών ήταν σχετικά περιορισμένη λόγω της χαμηλής στάθμης των ποταμών και της σχετικά χαμηλής ταχύτητας των ανέμων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη την Ευρώπη υπολογίζονται σε περίπου 12.000 τα εργοστάσια και οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί που πρέπει να πληρώνουν για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν, με βάση τα σχετικά μέτρα της ΕΕ.
Για πολλά χρόνια η υπερπροσφορά δικαιωμάτων κρατούσε χαμηλά τις τιμές, περίπου στα 5 ευρώ τον τόνο στις αρχές του 2017, αλλά στη συνέχεια οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν εν όψει της εφαρμογής αυστηρότερων μέτρων της ΕΕ, καθώς από 1/1/2019 αποσύρεται από την αγορά μεγάλος αριθμός δικαιωμάτων.
www.worldenergynews.gr
Οι τιμές των ρύπων στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, έχουν ανέλθει το τελευταίο διάστημα στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 χρόνων εντείνοντας τις ανησυχίες για την τύχη των ανθρακικών και λιγνιτικών μονάδων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δημιουργώντας ένα μάλλον αρνητικό περιβάλλον για τις υπό πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Η τιμή των δικαιωμάτων έφθασε στα 18 ευρώ ανά τόνο CO2, περίπου τρεις φορές πάνω από τα επίπεδα στα οποία κυμαινόταν πριν ένα χρόνο.
Η μεγάλη άνοδος του κόστους ρύπων, που κατά τους περισσότερους αναλυτές θα συνεχιστεί πλήττοντας τα περιθώρια κέρδους για τις ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ενώ θα επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις.
Οι μόνοι κερδισμένοι από την εξέλιξη αυτή είναι οι ΑΠΕ και οι πυρηνικοί σταθμοί.
Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν αναλυτές που υποστηρίζουν ότι οι τιμές των ρύπων θα πρέπει να αυξηθούν πολύ περισσότερο, να φθάσουν ως τα 30 δολάρια ανά τόνο CO2, για να προκαλέσουν μεγάλης κλίμακας στροφή στην παραγωγή ηλεκτρισμού προς το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρούν ότι δεν έχουμε φθάσει ακόμα στο επίπεδο εκείνο, που η υψηλή τιμή των δικαιωμάτων θα παίζει τον καθοριστικό ρόλο.
Περιορισμένες, προς στιγμή, επιπτώσεις
Στέλεχος του Carbon Tracker, ενός think tank για τον άνθρακα, δήλωσε στον βρετανικό Guardian ότι αν και οι ιδιοκτήτες των ανθρακικών μονάδων επωμίζονται το υψηλότερο κόστος των ρύπων, τελικά θα μπορούσαν να το περάσουν στους καταναλωτές.
Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι παρότι το έξτρα κόστος μπορεί να φθάνει στα 11 - 12 ευρώ/MWh, το κίνητρο για την αλλαγή καυσίμου παραμένει περιορισμένο γιατί εκτός από το κόστος ρύπων έχουν αυξηθεί και οι τιμές του αερίου, όπως και οι τιμές του πετρελαίου.
Εξάλλου, πολλές ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής έχουν προς το παρόν αποφύγει τις επιπτώσεις, καθώς είχαν κάνει hedging όταν αγόρασαν δικαιώματα ρύπων και επωφελήθηκαν μέχρι σήμερα από τις αυξήσεις στις τιμές ρεύματος στη χονδρική αγορά.
Η μεγάλη άνοδος στις τιμές των ρύπων οφείλεται κατά βάση στην απόφαση της ΕΕ να περιορίσει δραστικά την προσφορά δικαιωμάτων, μέτρο που τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Οι τιμές επηρεάστηκαν ανοδικά και από το πρόσφατο κύμα καύσωνα στην Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού λόγω της υψηλής χρήσης των κλιματιστικών.
Ταυτόχρονα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, η παραγωγή των υδροηλεκτρικών και των αιολικών ήταν σχετικά περιορισμένη λόγω της χαμηλής στάθμης των ποταμών και της σχετικά χαμηλής ταχύτητας των ανέμων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη την Ευρώπη υπολογίζονται σε περίπου 12.000 τα εργοστάσια και οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί που πρέπει να πληρώνουν για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν, με βάση τα σχετικά μέτρα της ΕΕ.
Για πολλά χρόνια η υπερπροσφορά δικαιωμάτων κρατούσε χαμηλά τις τιμές, περίπου στα 5 ευρώ τον τόνο στις αρχές του 2017, αλλά στη συνέχεια οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν εν όψει της εφαρμογής αυστηρότερων μέτρων της ΕΕ, καθώς από 1/1/2019 αποσύρεται από την αγορά μεγάλος αριθμός δικαιωμάτων.
www.worldenergynews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου