Η ελληνική βιομηχανία μπορεί να στηρίξει τη συνεχή
λειτουργία των πιο σύγχρονων λιγνιτικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων τονίζει ο
Αντώνης Κοντολέων, μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
(ΕΒΙΚΕΝ), σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με τίτλο “Καθοριστική η συμβολή της βιομηχανίας
στην εθνική αναπτυξιακή προσπάθεια”. Υπογραμμίζει ότι η αβεβαιότητα
για το ενεργειακό κόστος και η έλλειψη ξεκάθαρης βιομηχανικής πολιτικής βάζουν
φρένο στην προσπάθεια για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο με γερές βάσεις και ζητεί
να αρθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρισμού, τονίζοντας ότι πρέπει
επιτέλους να λειτουργήσει με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Αναλυτικότερα, το άρθρο έχει ως εξής
:
Οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από την
πλευρά των εταίρων/δανειστών είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να
μπορέσει, επιτέλους, η χώρα να γυρίσει σελίδα. Είναι καιρός να
συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ μια
συντεταγμένη συλλογική προσπάθεια για να βγει η οικονομία και η κοινωνία οριστικά,
χωρίς κινδύνους πισωγυρίσματος, από την κρίση. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα
νέο παραγωγικό μοντέλο, ριζικά διαφορετικό από εκείνο που μας χρεοκόπησε, ώστε
να παραχθεί πλούτος και να ωφεληθεί συνολικά η οικονομία και η κοινωνία.
Στην Ευρώπη έχουν συνειδητοποιήσει εδώ και τρία χρόνια τις
συνέπειες της αποβιομηχάνισης και σε αυτό το πλαίσιο ανακοίνωσαν την
πρωτοβουλία «Για μια Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Αναγέννηση». Στόχος, να αντιστραφεί
η βιομηχανική παρακμή και να αυξηθεί μέχρι το 2020 το μερίδιο της μεταποιητικής
βιομηχανικής δραστηριότητας στο 20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ από 15%, κατά μέσο όρο,
που είναι σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό το ερώτημα που προκύπτει είναι: Μπορεί η
Ελλάδα να συμμετάσχει ισότιμα και με αξιώσεις σε αυτή την προσπάθεια ή θα
παραμείνει ουραγός, με την ελληνική βιομηχανία να παράγει το 8% του εγχώριου
ΑΕΠ, δηλαδή να υπολείπεται κατά 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου; Θα
εφαρμόσει έγκαιρα η ελληνική πολιτεία την πολιτική που ήδη σχεδιάζεται και σε
μεγάλο βαθμό υλοποιείται στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Υπάρχει υγιής παραγωγικός ιστός στη χώρα;
Η ίδια η ελληνική βιομηχανία θεωρεί εφικτό και έχει θέσει ως
στόχο της να αυξήσει τη συνεισφορά της στο ελληνικό ΑΕΠ στο 12% μέχρι το 2020.
Ζητούμενο ωστόσο είναι να σταθεί και η κυβέρνηση αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια.
Η βιομηχανία είναι ο μόνος παραγωγικός κλάδος που επιστρέφει
στην οικονομία (εξαγωγές, μόνιμες θέσεις εργασίας ικανοποιητικά αμειβόμενες,
δραστηριοποίηση συναφών κλάδων, πολλαπλασιαστές, συνεχείς επενδύσεις λόγω του
αναγκαίου εκσυγχρονισμού και της περιβαλλοντικής αναβάθμισης των
μονάδων), ότι παίρνει από την εφαρμογή μια τέτοιας
πολιτικής.
Η ελληνική βιομηχανία, μετά την κατάρρευση της εσωτερικής
αγοράς υπό το βάρος της κρίσης, έδωσε σκληρή μάχη επιβίωσης στρεφόμενη
αποκλειστικά σε εξαγωγές, σε μια περίοδο που η ανταγωνιστικότητα της δέχθηκε
αλλεπάλληλα πλήγματα λόγω δομικών προβλημάτων (υψηλό κόστος ενέργειας,
υπέρμετρο φορολογικό κόστος και υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος) στα οποία
προστέθηκαν οι συνέπειες της κρίσης (εκτίναξη του κόστους
κεφαλαίων/χρηματοδότησης).
Παρ?όλα αυτά οι πλέον σύγχρονες μονάδες κατάφεραν να
επιβιώσουν και να δίνουν σήμερα το παρόν αυξάνοντας την παραγωγή τους,
επενδύοντας σε νέες γραμμές παραγωγής και σε εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών
τους. Και αυτό δεν αποτελεί μια θεωρητική εκτίμηση. Τα τελευταία επίσημη
στοιχεία δείχνουν ότι η βιομηχανία αυξάνει την παραγωγή της και δίνει το σήμα
της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (συμμετέχοντας με 0,8% στην αύξηση 1,4%
του ΑΕΠ της χώρας). Και είναι θετικό σημάδι ότι η ανάπτυξη αυτή είναι
υγιής και δε στηρίζεται στην “ κατανάλωση με δανεικά”.
Θέλουμε τη λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής
ενέργειας στο πρότυπο των ευρωπαϊκών;
Καλώς ή κακώς, η βιομηχανία για να συνεχίσει να αποτελεί αναπτυξιακό
πυλώνα πρέπει να έχει γερές βάσεις ή αλλιώς υγιές περιβάλλον. Αυτό ισχύει
πρωτίστως για τον τομέα της ενέργειας, καθώς η εξασφάλιση ανταγωνιστικού
κόστους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Τα
προβλήματα είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Ωστόσο πελατειακές λογικές, κρατικά
μονοπώλια και εδραιωμένα συμφέροντα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε απόπειρα
να λειτουργήσουν και στη χώρα μας ανταγωνιστικές αγορές ενέργειας στο πρότυπο
των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και να σταματήσουν ή έστω να περιοριστούν
δραστικά οι επιδοτήσεις στο χώρο της ενέργειας.
Η σημερινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από
πλήθος στρεβλώσεων που θεσπίστηκαν σταδιακά στη διάρκεια της παρελθούσης δεκαπενταετίας
στο όνομα μιας στρεβλής αντίληψης για το άνοιγμα της αγοράς.
Αποτέλεσμα; Και οι καταναλωτές να έχουν επιβαρυνθεί με εκατοντάδες
εκατομμύρια ευρώ αλλά και η αγορά να μην έχει ανοίξει πραγματικά.
Ο νέος σχεδιασμός της αγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του
"Μοντέλου Στόχου" (Target Model) αποτελεί μοναδική ευκαιρία η
ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας να ευθυγραμμιστεί πραγματικά με τα βασικά
χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών αγορών προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της
παραγωγικής βάσης της χώρας και της Εθνικής Οικονομίας. Προς μεγάλη μας
απογοήτευση, διαπιστώνουμε ότι ακόμη και αυτή η διαδικασία επιχειρείται να
υπονομευθεί.
Με το πρόσχημα της δήθεν προστασίας των ιδιωτών
παραγωγών ενέργειας έναντι της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ
επιχειρείται η διατήρηση, ως μεταβατικών μέτρων, των κύριων
στρεβλώσεων της αγοράς που αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν και της επέκτασής τους
στο μέλλον!
Γιατί αλήθεια καθυστερεί και παρατείνεται αδικαιολόγητα για
3 τουλάχιστον συναπτά έτη η αναδιάρθρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής
ενέργειας στο πλαίσιο του μοντέλου στόχου (target model) ;
Ποια είναι αλήθεια η θέση της κυβέρνησης; Γιατί το
αρμόδιο Υπουργείο δεν αποδέχεται τους ευρωπαϊκούς κανόνες, όπως εξάλλου
εκφράστηκαν με την τελευταία επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ενέργειας προς
το Υπουργείο και δηλώνουν ότι δεν υπάρχει χρόνος να προσαρμοστούν οι υπό
σχεδιασμό Κώδικες;
Ο λιγνίτης έχει ... “ βιομηχανικό” μέλλον
Γίνεται πολύ κουβέντα ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των
δικαιωμάτων αερίων ρύπων CO2 σημαίνει το τέλος του λιγνίτη στη χώρα και
ότι ο λιγνίτης, ο εθνικός πλούτος που εξασφάλιζε φθηνή ενέργεια για τον απλό
καταναλωτή και διασφάλιζε την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας, θα
εξοστρακιστεί από ένα εισαγόμενο στερεό καύσιμο το φυσικό αέριο. Όταν μάλιστα
σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής του φυσικού
αερίου.
Πως αλήθεια μπορούμε να στηρίξουμε την ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονομίας σε ένα εισαγόμενο καύσιμο, η τιμή του οποίου δεν μπορεί να
ελεγχθεί;
Υπάρχει ελληνική κυβέρνηση η οποία στο πλαίσιο του εθνικού
ενεργειακού σχεδιασμού θα σηματοδοτήσει το τέλος του λιγνίτη;
Αλήθεια γιατί κάποιοι ζητούν να μην υπάρχει η δυνατότητα
προθεσμιακών συμβολαίων στο νέο σχεδιασμό της αγοράς με το πρόσχημα του
δεσπόζοντα παίκτη;
Ευτυχώς η ελληνική βιομηχανία μπορεί να στηρίξει τη συνεχή
λειτουργία των πιο σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων κάνοντας χρήση της ισχύουσας
ευρωπαϊκής πολιτικής μέσω μακροχρόνιων προθεσμιακών συμβολαίων, προς όφελος και
του απλού καταναλωτή. Επιπλέον το ευέλικτο προφίλ λειτουργίας π.χ της ελληνικής
χαλυβουργίας θα εξασφαλίζει υπεραξίες στις ακριβές ώρες αιχμής για τις
λιγνιτικές μονάδες, ώστε να μπορούν να στηρίξουν χαμηλές τιμές για τον απλό
καταναλωτή.
Η πορεία του λιγνίτη είναι συνδεδεμένη με την επιβίωση
της ελληνικής οικονομίας. Για εμάς δεν υπάρχει τέτοιο
δίλημμα.
Η άρση των στρεβλώσεων και η λειτουργία μιας πραγματικά
ανταγωνιστικής αγοράς θα εξασφαλίσουν φθηνή ενέργεια για τον καταναλωτή και
ανταγωνιστικό κόστος για τη βιομηχανία.
Εν τέλει, η ελληνική βιομηχανία δε ζητεί τίποτε άλλο,
παρά την ισότιμη αντιμετώπιση με τους ανταγωνιστές της στην υπόλοιπη Ευρώπη, το
σεβασμό και την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ και την επιβάρυνσή της με
υποχρεώσεις και κόστη που ισχύουν για όλους. Είναι καιρός πια η ελληνική
βιομηχανία να πάψει να είναι ο παρίας της Ευρώπης. Δε ζητάμε φθηνή ενέργεια,
ζητάμε ανταγωνιστική αγορά στο πρότυπο των ευρωπαϊκών, χωρίς στρεβλώσεις και
επιδοτήσεις. Εάν συμβεί αυτό θα ωφεληθούν όλοι και όχι κάποια στενά συντεχνιακά
συμφέροντα.
Ως ΕΒΙΚΕΝ δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε: Το διακύβευμα
είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η
διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού μέσω της μείωσης του ενεργειακού
κόστους - και όχι μόνο - αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου