Χωρίς υπερβολή, η απόφαση της ΔΕΗ να εμπλουτίσει τις δραστηριότητές της και με τις ενεργειακές υπηρεσίες, τροποποιώντας το καταστατικό της, αποτελεί μια ιστορική καμπή στην πορεία της και σημαντική ενίσχυση της αποστολής της. Ξεκινώντας από την υποχρέωση της οδηγίας 27/12 και του Ν.4342/15, ετοιμάζεται να βαδίσει τον αποδοτικό δρόμο, τόσο για την ίδια όσο και για την οικονομία και την κοινωνία, της εκμετάλλευσης ενός από τα μεγαλύτερα «κοιτάσματα» της χώρας, αυτού της ενεργειακής εξοικονόμησης. Του «πρωταρχικού καυσίμου μετά το 2030», όπως αναφέρουν οι αναλύσεις της Ε.Ε.
Πρόκειται πραγματικά για ένα από τα μεγαλύτερα εγχώρια ενεργειακά «κοιτάσματα» που η εκμετάλλευσή του δεν έχει τη στοχαστικότητα των ΑΠΕ και δεν παράγει κανένα ρύπο. Αντίθετα μας γλιτώνει από «δικαιώματα ρύπων» εκατ. ευρώ, που αναγκαζόμαστε να καταβάλουμε από το 2013 συνεχώς αυξανόμενα και τα οποία η σημερινή ηγεσία της ΔΕΗ αγωνίζεται να αντισταθμίσει.
Οι δυνατότητες βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και το δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας, με καλύτερη ποιότητα στη διαβίωση του πληθυσμού και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, δεν έχει εκτιμηθεί με ακρίβεια. Το ΣΕΕΣ (Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής), σε παλαιότερη εμπεριστατωμένη μελέτη του, εντόπιζε για το 2015 δυνατότητες εξοικονόμησης 2.100 GWh από τη ζήτηση των 70.280 GWh και 7.220 GWh από τη ζήτηση του 2020 που εκτιμούσε στις 79.340 GWh.
Σε εισήγηση που έγινε το 2009 από τον αναπληρωτή καθηγητή του ΑΠΘ κ. Άγι Παπαδόπουλο, στη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Προκλήσεις για τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας μας», αναφέρεται ότι: «Η μέση δυνατή εξοικονόμηση ενέργειας ανά κατοικία υπερβαίνει το 25% και το συνολικά επιτεύξιμο αποτέλεσμα ισοδυναμεί με εξοικονόμηση ενέργειας της τάξης των 10.200 GWh και μείωση στο φορτίο αιχμής μεγαλύτερη των 1.500 MW». Eκτιμήσεις της Ελληνικής Επιτροπής Φωτισμού για το δυναμικό εξοικονόμησης, με βάση την εφαρμογή των Ευρωπαϊκών και Ελληνικών Προτύπων, ανεβάζουν την υπό εξοικονόμηση ισχύ πάνω από τα 1000 MW λόγω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στο φωτισμό κάθε μορφής (εξωτερικό και εσωτερικό).
Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα αν μιλήσουμε για συνολικό δυναμικό εξοικονόμησης της τάξης των 3000-3500 MW, το οποίο στην πλειοψηφία του αντιστοιχεί σε φορτίο αιχμής.
Η εκμετάλλευση του δυναμικού αυτού ισοδυναμεί με την αποφυγή θερμικών μονάδων ανάλογης ισχύος που θα κόστιζαν περί τα 6-7 δισ. ευρώ μαζί με τον αναγκαίο εξοπλισμό μεταφοράς της ενέργειας.
Στα θετικά των έργων εξοικονόμησης υπολογίζονται ακόμη η απουσία όλων εκείνων των απαραίτητων αδειών και εγκρίσεων που απαιτούνται για τις ΑΠΕ, το άμεσο χειροπιαστό όφελος που έχουν οι τελικοί χρήστες της ενέργειας, κατά βάση λαϊκά στρώματα των οποίων η ποιότητα ζωής -πέρα από την οικονομία- βελτιώνεται σημαντικά, αλλά και επαγγελματικά, καθώς και η ενίσχυση της απασχόλησης δεκάδων χιλιάδων επαγγελματιών, μαζί με τις νέες θέσεις εργασίας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία. (Επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας του εξοπλισμού και των ποικίλων βιοκλιματικών υλικών για τις οικοδομές και τις ενεργειακές εγκαταστάσεις, επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό για την εφαρμογή των μέτρων εξοικονόμησης).
Ευχής έργο είναι να εξασφαλιστούν επιδοτήσεις μέσα από κοινοτικά προγράμματα. Αλλά και αυτό να μην επιτευχθεί οι χρόνοι απόσβεσης των αναγκαίων επενδύσεων, που κατά μέσο όρο κυμαίνονται από 5-7 έτη, είναι θελκτικότατοι. Ιδιαίτερα στον πολύ κερδοφόρο τομέα του φωτισμού, λόγω της μικρότερης τεχνικής δυσκολίας από άλλες κυρίως δομικές παρεμβάσεις, οι χρόνοι απόσβεσης μπορούν να είναι εντυπωσιακά μικροί δεδομένου ότι, με τις συνεχώς εξελισσόμενες τεχνολογίες λαμπτήρων, επιτυγχάνονται εξοικονομήσεις που αγγίζουν το 80%!
Στην άμεση προοπτική θα πρέπει να είναι, καθώς θα αναπτύσσεται η αγορά των ενεργειακών υπηρεσιών, η τιμολόγηση των εξοικονομούμενων kwh (negawatts), όπως γίνεται με τις παραγόμενες. Φυσικά η τιμολόγηση αυτή δε θα είναι ενιαία αλλά θα εξαρτάται από τον αν εξοικονομείται ακριβή ενέργεια ή ενέργεια αιχμής, από το κόστος των μέτρων βελτίωσης και τη διάρκεια ζωής τους, αλλά και από την εναπομείνασα αξία μετά τη λήξη των ενεργειακών συμβάσεων.
Ένα θεσμικό μέτρο που θα διευκολύνει τις επενδύσεις εξοικονόμησης, με παράλληλη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, είναι η κατοχύρωση και εφαρμογή των Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ) με βάση τις οποίες θα αυτοχρηματοδοτούνται τα μέτρα βελτίωσης (μέθοδος ΧΑΤ) από την ίδια την αξία της εξοικονόμησης.
Σύμφωνα με αυτές τις συμβάσεις, οι αποδέκτες των μέτρων βελτίωσης, εφόσον αδυνατούν, δεν θα διαθέτουν κανένα κεφάλαιο για αυτά, θα μπορούν να απολαμβάνουν ένα ποσοστό από την αξία της εξοικονόμησης όσο διαρκεί η ΣΕΑ, ενώ θα κερδίζουν το 100% αυτής της αξίας μετά τη λήξη της ΣΕΑ.
Η χρηματοδότηση των μέτρων βελτίωσης μπορεί να γίνει είτε από Εταιρείες Ενεργειακών Υπηρεσιών (ESCO), είτε από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, είτε και από μικτά σχήματα. Οι ΣΕΑ, την ώρα που ο πελάτης-αποδέκτης των μέτρων όχι μόνο δεν ξοδεύει ζεστό χρήμα, αλλά ωφελείται και ενός ποσοστού από την αξία της εξοικονόμησης, προσφέρουν μεγάλη ευελιξία για σημαντικές αποδόσεις των επενδυόμενων κεφαλαίων.
Με βάση όλα τα παραπάνω το κράτος, αλλά και η Ε.Ε., έχουν κάθε δικαίωμα να απαιτήσουν τη διοχέτευση των κεφαλαίων των τραπεζών στις τόσο επωφελείς επενδύσεις εξοικονόμησης και συγχρόνως να εγγυηθούν τις ΣΕΑ.
Η ΔΕΗ ως η μεγαλύτερη επιχείρηση ενέργειας οφείλει, σύμφωνα και με τις επιταγές των ευρωπαϊκών οδηγιών, να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκμετάλλευση του «κοιτάσματος» της εξοικονόμησης και αυτό επιχειρεί με την καταστατική αλλαγή της. Ο κυρίαρχος αυτός ρόλος της ΔΕΗ καταδεικνύεται και από το ότι της χρεώνεται το 1/3 των υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα, που απορρέουν από τηνευρωπαϊκή οδηγία 27/12 και το Ν. 4342/16, για τη «βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση».
Στα θετικά της ΔΕΗ είναι ότι διαθέτει αφενός μεν το πλέον έμπειρο επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό για την αποτελεσματική επίβλεψη των έργων εξοικονόμησης, ενώ αφετέρου βρίσκεται σε στενή επαφή, λόγω της ηλεκτροδότησης, με το σύνολο σχεδόν των τελικών χρηστών ενέργειας.
Η άμεση δραστηριοποίηση της ΔΕΗ στις ενεργειακές υπηρεσίες, μέσα από την καταστατική κατοχύρωση και ίσως με τη δημιουργία μιας θυγατρικής για μεγαλύτερη ευελιξία, θα αντισταθμίσει με το παραπάνω τις όποιες απώλειές της από την εξοικονομούμενη ενέργεια, θα συγκρατήσει τους πελάτες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη μέτρων εξοικονόμησης και θα περιορίσει τη ζημιά από το άνοιγμα της αγοράς.
Μπαίνοντας η ΔΕΗ στην υλοποίηση έργων εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας, τα κέρδη της θα είναι πολλαπλάσια από την όποια ζημιά θα έχει λόγω της μείωσης της ενέργειας που καταναλώνεται, καθώς αυτή θα αντισταθμίζεται, εκτός των άλλων και από την αποφυγή κατασκευής και λειτουργίας σταθμών παραγωγής ισχύος -κυρίως αιχμής- αντίστοιχης του δυναμικού εξοικονόμησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου