Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η Πρόκληση του «Λιγνίτη»

Μπορεί οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ( CO2) και γενικότερα οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ( GHGs) να έχουν δαιμονοποιηθεί απολύτως καθώς ο γενναίος μας, αλλά αναιδής, νέος κόσμος (κατά παράφραση του Brave New World του γνωστού μελλοντολογικού μυθιστορήματος του Aldous Huxley) «μάχεται» για να σώσει την βιόσφαιρα από «βέβαιη καταστροφήι» με στόχο πλέον το υπερφιλόδοξο +1.50 C (που πολλοί έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν ως
υπογραφή τους θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δηλώσουν την πλήρη συμμόρφωση τους, προς μία μάλλον φιλοσοφική έννοια), όμως ο δρόμος για την απανθρακοποίηση ( decarbonisation) δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Και αυτό διότι βασίζεται σε ένα πλέγμα νέων τεχνολογιών και ρυθμίσεων στην λειτουργία της αγοράς που είναι απαραίτητες, αλλά αρκετές φορές δύσκολες στην εφαρμογή τους, έτσι ώστε μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, δηλ. τα επόμενα 25-30 χρόνια, να έχει υπάρξει μία μεταστροφή που θα επιτρέψει την βιώσιμη διείσδυση των ΑΠΕ, του «ευγενούς» φυσικού αερίου και της κακής (για ορισμένους) αλλά απαραίτητης, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πυρηνικής ενέργειας στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα. Με παράλληλη μεγιστοποίηση του ηλεκτρισμού ως του βασικού ενεργειακού καμβά στην τεχνολογικά προσανατολισμένη κοινωνία μας.
Με δεδομένη την ανάδειξη του ηλεκτρισμού ως της κυρίαρχης μορφής ενεργειακών ροών τα επόμενα χρόνια χώρες όπως η Ελλάδα που διαθέτουν ακόμη σημαντικά κοιτάσματα στερεών καυσίμων όπως ο λιγνίτης, για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους δεν έχουν την πολυτέλεια να γυρίσουν την πλάτη στην αξιοποίηση τους όσο δύσκολη και απαιτητική από τεχνικής και περιβαλλοντικής πλευράς μπορεί αυτή να είναι. Υπό αυτή την έννοια η προσπάθεια που καταβάλλεται τώρα από πλευράς ΔΕΗ για την εξασφάλιση επιπλέον δικαιωμάτων εκπομπών, με στόχο την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων, όπως ανέφερε πρόσφατο ρεπορτάζ του energia. gr στις 19/10 («Να ενταχθεί η Ελλάδα στο Μηχανισμό Αντιστάθμισης του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών») πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηριχθεί από την κυβέρνηση η οποία οφείλει να επιδιώξει την εξασφαλίσει της υποστήριξης και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη όπως λ.χ. Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα δικαιωμάτων.
Η εξασφάλιση επιπλέον δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου ναι μεν θα προσφέρει μία ανάσα στη ΔΕΗ στην προσπάθεια της να αποσύρει παλαιές ιδιαίτερα ρυπογόνες μονάδες και να της αντικαταστήσει με άλλες σύγχρονης τεχνολογίας (δηλ. Πτολεμαΐδα IV) που τώρα κατασκευάζεται και την υπό σχεδίαση Μελέτη ΙΙ, αλλά ασφαλώς δεν λύνει το πρόβλημα. Αφού και οι νέες μονάδες που θα τεθούν σε λειτουργία την περίοδο 2019/2022 ναι μεν θα εκπέμπουν πολύ λιγότερους ρύπους αλλά θα παραμείνουν ακόμη αρκετές άλλες λιγνιτικές μονάδες σε λειτουργία που θα χρειάζονται ή απόσυρση ή μετατροπή, με την εγκατάσταση πλέον σύγχρονων συστημάτων με στόχο την αύξηση της απόδοσης των και της μείωσης των εκπομπών.
Πέραν όμως από τα προφανή που πρέπει να πράξει η ΔΕΗ ώστε σε λίγα χρόνια να έχει βελτιώσει αισθητά το περιβαλλοντικό της προφίλ μπορεί, κάτι που επιβάλλεται στο πλαίσιο των νέων συσχετισμών και υπέρ COP 21 πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ευρώπη, και θα πρέπει να επιδιώξει μία πλέον ρηξικέλευθη αντιμετώπιση του προβλήματος των εκπομπών με την μελέτη και εισαγωγή τεχνολογιών παγίδευσης και ενταφιασμού CO2 (τεχνολογία CCS- Carbon Capture of Storage) αλλά και διαχείρισης των τεχνολογιών CCU ( Carbon Capture and Utilization). Επειδή οι τεχνολογίες αυτές, αν και δόκιμες στην βιομηχανία upstream για την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν είναι ακόμη πλήρως εφαρμόσιμες στην ηλεκτροπαραγωγή από στερεά καύσιμα, λόγω υψηλού κόστους και τεχνικών παραμέτρων, υποστηρίζονται οικονομικά μέσω προγραμμάτων από την ΕΕ έτσι ώστε να επιτευχθεί η σταδιακή ένταξη τους στον παραγωγικό μηχανισμό, ώστε ένα μεγάλο μέρος, εάν όχι το μεγαλύτερο των εκπομπών CO2, από ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς άνθρακα να αποφεύγονται.
Άρα σε αυτό το κρίσιμο για τη ΔΕΗ μεταβατικό στάδιο που στόχο έχει μία ουσιαστική μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της Επιχείρησης, η μελέτη, δοκιμαστική χρήση και τελική ενσωμάτωση τεχνολογιών CCS αποτελεί μονόδρομο. Όχι μόνο γιατί στην πράξη η ΔΕΗ θα επιτύχει μία υπολογίσιμη μείωση των εκπομπών CO2 αλλά γιατί ταυτόχρονα στέλνει ένα δυνατό μήνυμα περιβαλλοντικής ευαισθησίας και επιδεικνύει μία αποφασιστικότητα για μία υπεύθυνη περαιτέρω αξιοποίηση του εθνικού καυσίμου που είναι ο λιγνίτης.

http://www.energia.gr/article.asp?art_id=109851

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου