ΔΕΗ και ανεξάρτητοι παραγωγοί συμφωνούν στο ότι τα επόμενα
χρόνια το μίγμα καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή, θα είναι εντελώς διαφορετικό από
το σημερινό, λόγω φυσικού αερίου και ΑΠΕ, συμφωνούν εν μέρει, για διαφορετικούς
όμως λόγους, ως προς την αναποτελεσματικότητα των δημοπρασιών λιγνιτικής
παραγωγής, ενώ διαφωνούν στα περισσότερα θέματα που έχουν σχέση με τη
διαμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Τις θέσεις των δύο πλευρών, ανέπτυξαν ο πρόεδρος και
διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης και ο γενικός
διευθυντής του Συνδέσμου Ανεξάρτητων Παραγωγών (ΕΣΑΗ), Γιώργος Στάμτσης, στο
ετήσιο συνέδριο του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης.
Από αυτές προκύπτει ότι αν και οι διαφορές των δύο πλευρών
είναι μεγάλες, υπάρχουν σημεία που μπορούν να προκύψουν συγκλίσεις στο πλαίσιο
του target model που θα ισχύσει σε όλες τις κοινοτικές χώρες, υπέρ του οποίου
τάσσεται και η ΔΕH, σε συνδυασμό με τη δημιουργία χρηματιστήριου ενέργειας.
Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της ΔΕH αναφερόμενος στο
μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής όπως θα διαμορφωθεί τις επόμενες δύο δεκαετίες, είπε
ότι η συμμετοχή των λιγνιτών θα μειωθεί στα επίπεδα του 30%-35%. Δεν
πρέπει όμως να πέσει κάτω από το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα, προκειμένου να
προσφέρει ασφάλεια εφοδιασμού ως εγχώριο καύσιμο. Στο πλαίσιο αυτό και με βάση
τους στόχους που θέτει η ΕΕ για τις εκπομπές ρύπων, η ΔΕH συμμετέχει στο
"λόμπυ" για τη διεκδίκηση δωρεάν πιστοποιητικών.
Το αίτημα αυτό σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, αποσκοπεί
αφενός στη μείωση του κόστους και αφετέρου στην προσέλκυση επενδύσεων της
τάξης του 1 δισ. ευρώ για την λειτουργική και περιβαλλοντική αναβάθμιση
μονάδων «μέσης ηλικίας», και την κατασκευή της δεύτερης μονάδας της Φλώρινας.
Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο, σε συνδυασμό, με την απόσυρση παλαιότερων λιγνιτικών
μονάδων, υπολογίζεται ότι από 34,5 εκ. τόνους εκπεμπομένων ρύπων το 2014 οι
εκπομπές πριν από το 2030 θα έχουν μειωθεί σε κάτω από 20 εκ. τόνους, σε πλήρη
ευθυγράμμιση με την ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε.
Μένει βέβαια να διευκρινιστεί εκ μέρους της διοίκησης της
ΔEH, αλλά κυρίως του μετόχου της που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, πώς εννοούν τον
όρο προσέλκυση επενδύσεων. Αν δηλαδή θα επιδιώξουν η ΔΕH να προσελκύσει
δανειακά κεφάλαια, αν και υπερδανεισμένη, ή επενδυτικά κεφάλαια μέσω αύξησης
μετοχικού κεφαλαίου κλπ.
Σε ότι αφορά στις δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, μέσω των οποίων η
ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να «ανοίξει» την αγορά ηλεκτρισμού,
μέσω της μείωσης του μεριδίου της ΔΕH στη λιανική (κατά 25% σε πρώτη
φάση), ο επικεφαλής της ΔΕH τη σχετική διαδικασία χαρακτηρίζει αναγκαστική
και τιμωρητική για τη δημόσια επιχείρηση.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, η ΔΕH δεν έχει κανένα
ουσιαστικό λόγο να διεκδικεί τη διατήρηση του υψηλού σημερινού μεριδίου της
(περίπου 94%), ιδίως όταν η δική της παραγωγή είναι πολύ χαμηλότερη και δεν
επαρκεί για την κάλυψη της κατανάλωσης των πελατών της.
Κατά την άποψή της ΔΕH, οι δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ ούτε
χρειάζονταν ούτε χρειάζονται για να ανοίξει η αγορά λιανικής.
Το ίδιο αποτέλεσμα σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη μπορεί να
προκύψει εφόσον οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ, δηλαδή οι ανεξάρτητοι
προμηθευτές, κάνουν τις αναγκαίες σοβαρές επενδύσεις στην εμπορία, σε συνδυασμό
με την ανάληψη του αναγκαίου ρίσκου και – βέβαια – με την επιδίωξη λογικού
κέρδους, της τάξης του 5%. Το ποσοστό αυτό θεωρεί ο ίδιος εύλογο για ώριμες αγορές
και προηγμένες κοινωνίες.
Ωστόσο είναι ερωτηματικό κατά πόσο η συγκεκριμένη αγορά στην
Ελλάδα είναι ώριμη και προηγμένη, αφού ακόμη και τώρα κυριαρχείται από κρατικό
μονοπώλιο.
Στο ίδιο θέμα, ο Γιώργος Στάμτσης εκπρόσωπος των ανεξάρτητων
παραγωγών, χαρακτηρίζει το σχέδιο για δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, μέσω των οποίων η
ΔΕH θα πουλά σε τρίτους μέρος της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της
παραγωγής ως ημίμετρο.
Μπορεί να αποτελεί ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν αρκεί για να
αναπτυχθεί ανταγωνισμός σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ο
πραγματικός ανταγωνισμός απαιτεί έλεγχο του κόστους παραγωγής, όχι απλά
πρόσβαση στην παραγόμενη ενέργεια και προς ένα αντίτιμο που μένει να
καθοριστεί, αφού το κομβικότερο σημείο του σχεδίου, η τιμή έναρξης των
δημοπρασιών, παραμένει γκρίζα ζώνη.
Για την τιμή έναρξης των δημοπρασιών, ο κ. Παναγιωτάκης από
την πλευρά του, τονίζει ότι εφόσον τελικά η εφαρμογή των δημοπρασιών κριθεί
αναγκαία (πράγμα για το οποίο ο ίδιος «διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις ενόψει
κυοφορούμενων σοβαρών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών» όπως είπε), θα γίνουν
αποδεκτά μόνο εφόσον μέσω των δημοπρασιών η ενέργεια θα διατίθεται σε τιμές άνω
του κόστους, και η όλη διαδικασία θα οδηγεί σε αναλογική μείωση του
μεριδίου της ΔΕH σε όλες τις κατηγορίες των πελατών.
Τέλος αναφορικά με την επιχειρούμενη τροποποίηση του Κώδικα
Προμήθειας που θα θέσει περιορισμούς στους καταναλωτές να αλλάζουν προμηθευτή,
εφόσον έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές (το γνωστό πρόβλημα της ΔΕΗ), ο κ. Στάμτσης
επανέλαβε τις θέσεις του Συνδέσμου όπως διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας
διαβούλευσης.
Όπως είπε επιγραμματικά, κανένας σώφρων προμηθευτής δεν
επιδιώκει τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών και καμία υπεύθυνη και
συνετή εταιρεία δεν στοχεύει στην προσέλκυση πελατών που μόνο ζημία μπορούν να
προκαλέσουν έναντι μίας πρόσκαιρης αύξησης του μεριδίου της στην αγορά.
Κάθε προμηθευτής υποχρεούται σύμφωνα με την ισχύουσα
νομοθεσία, να μεριμνά για την είσπραξη των οφειλών και να διευθετεί με τους
πελάτες του τα όποια ζητήματα υπάρχουν στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας.
Τέλος δε τόνισε ότι οι εναλλακτικοί προμηθευτές με συνολικό
μερίδιο αγοράς που δεν ξεπερνά το 6% και με ετήσιο τζίρο που δυνητικά
μπορεί να φθάσει το 2015 τα 280 εκατ. ευρώ, δεν μπορεί να ευθύνονται για τις
ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την δεσπόζουσα ΔΕΗ οι οποίες πια ανέρχονται σε
πάνω από δυο δισεκατομμύρια ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου