Σε τροχιά αύξησης των τιμών στα δικαιώματα ρύπων μπαίνει πλέον η Ευρώπη
μετά την έγκριση από το Συμβούλιο, της απόφασης για δημιουργίας ενός
αποθεματικού σταθερότητας στο οποίο θα μεταβιβαστεί μεγάλος αριθμός
δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει στο μέλλον
ορθολογικά το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών, ETS.
Η προοπτική αυτή έχει φέρει σε
μεγαλύτερη ανησυχία τη
διοίκηση της ΔΕΗ, καθώς η επιχείρηση ήδη πληρώνει περί τα 280 εκατ. το χρόνο, ποσό που θα αυξηθεί κατά πολύ, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη βιωσιμότητά της.
διοίκηση της ΔΕΗ, καθώς η επιχείρηση ήδη πληρώνει περί τα 280 εκατ. το χρόνο, ποσό που θα αυξηθεί κατά πολύ, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη βιωσιμότητά της.
«Μόνο φέτος η επιβάρυνση της ΔΕΗ για την
αγορά δικαιωμάτων ρύπων αναμένεται να φτάσει τα 280 εκατ. ευρώ, με
τιμές των δικαιωμάτων στα επίπεδα των 7 έως 8 ευρώ ο τόνος. Μια πιθανή
αύξηση των τιμών στα επίπεδα των 12 – 20 ευρώ ο τόνος, μπορεί να έχει
σοβαρές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα της ΔΕΗ» δηλώνει σχετικά ο πρόεδρος
και διευθύνων της επιχείρησης Μ. Παναγιωτάκης.
Βάσει του προγραμματισμού που παρουσίασε
η Ε.Ε., προβλέπεται ότι σε κάθε χρονιά που το σύνολο των δικαιωμάτων
εκπομπών ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο, ένα ποσοστό εξ αυτών θα
μεταβιβάζεται αυτόματα στο αποθεματικό. Αντιθέτως, αν υπάρχει έλλειψη
δικαιωμάτων, τότε θα αντλούνται δικαιώματα από το αποθεματικό στην
αγορά.
Σημειώνεται ότι το 2013 υπήρξε σημαντικό
πλεόνασμα δικαιωμάτων στο ETS και οι ευρωπαϊκές αρχές αναμένουν
αντίστοιχη κατάσταση και στα επόμενα χρόνια. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι
έχει διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία του συστήματος και δεν μπορεί να
επιτελέσει τον σκοπό του, δηλαδή τη μείωση των ρύπων στην Ευρώπη.
Στο εξής, προβλέπεται η σύσταση του
αποθεματικού το 2018, ώστε να λειτουργήσει από τις αρχές του 2019. Σε
αυτό θα μεταφερθούν 900 εκατ. δικαιώματα από την τριετία 2014-16, καθώς
και αδιάθετα δικαιώματα από την τρίτη φάση του ETS, τα οποία θα περάσουν
στο αποθεματικό το 2020. Επιπλέον, θα ληφθεί υπόψη η επίδραση του
αποθεματικού στις θέσεις εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα της
βιομηχανίας και το ενδεχόμενο να μεταφερθούν βιομηχανίες σε τρίτες
χώρες.
Αρχικά, η Κομισιόν παρουσίασε την
πρότασή της για το αποθεματικό τον Ιανουάριο του 2014, ενώ η πρώτη
συμφωνία με το Συμβούλιο και το Ε.Κ. πραγματοποιήθηκε τον Μάιο.
Ακολούθησε η υιοθέτηση του μέτρου τον Ιούλιο στο Ε.Κ. και πλέον το
Συμβούλιο την ενέκρινε επισήμως.
Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας (ETS)
προβλέπει ένα όριο ρύπων από τις ενεργοβόρες και ρυπογόνες βιομηχανίες
της Ευρώπης κάθε χρόνο. Εντός του ορίου αυτού, οι εταιρείες των παραπάνω
κλάδων μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν δικαιώματα. Στα έτη 2013-2020
το όριο μειώνεται κάθε χρόνο κατά 1,74%, ενώ από το 2021 θα μειώνεται
κατά 2,2% σύμφωνα και με το νέο στόχο της Ε.Ε. για περαιτέρω περιορισμό
των ρύπων ως το 2030.
Αίτημα για εξαίρεση
Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι η ΔΕΗ
υπό τον κίνδυνο μεγάλων οικονομικών συνεπειών πρόκειται να καταθέσει
αίτημα προς την Κομισιόν για εξαίρεση της Ελλάδας από την οδηγία κατά το
πρότυπο της Πολωνίας.
Το αίτημα για τη δωρεάν χορήγηση
δικαιωμάτων ρύπων στην ηλεκτροπαραγωγή έχει τεθεί ήδη προφορικά τον
περασμένο Ιούνιο από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΗ κ.
Εμμ. Πανωγιωτάκη στον επίτροπο Κλιματικής Δράσης και Ενέργειας, Μιγκέλ
Αρίας Κανιέτε, και την επίτροπο Ανταγωνισμού, Μαγκρίτ Βεστάγκερ, σε
συνάντηση που είχε μαζί τους στις Βρυξέλλες, ενώ αναμένεται να τεθεί
επισήμως στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. αμέσως μετά τις εκλογές.
Η ελληνική πλευρά θα στηρίξει το αίτημά
της στη μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας κάτω από το όριο του 60% του μέσου
κοινοτικού όρου που προέβλεπε η οδηγία ως δικαίωμα εξαίρεσης κάποιας
χώρας από την εφαρμογή της. Το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2013, οπότε
εφαρμόστηκε η οδηγία, ήταν στο 62% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, με
αποτέλεσμα να μην εξαιρεθεί. Ο κ. Παναγιωτάκης έθεσε το αίτημα για
δωρεάν χορήγηση ρύπων στην ηλεκτροπαραγωγή επικαλούμενος το γεγονός ότι
το ΑΕΠ της χώρας το 2014 ήταν κάτω από το 60% του μέσου ευρωπαϊκού όρου
και συγκεκριμένα στο 59,7%.
Επιπλέον, υποστήριξε πως οι γειτονικές
χώρες, με εξαίρεση την Ιταλία, δεν έχουν υποχρεώσεις αγοράς δικαιωμάτων
CO2, γεγονός που προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό και υπέρμετρη αύξηση των
εισαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος σε βάρος των εγχώριων μονάδων παραγωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου