του Γιάννη Χατζηβασιλειάδη
Προέδρου ΙΕΝΕ
Τα τελευταία χρόνια στις χώρες
της ΕΕ παρατηρείται ότι ενώ μειώνονται οι τιμές προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας
στην ανταγωνιστική αγορά, αυτή η μείωση δεν μεταφέρεται στους καταναλωτές,
αντιθέτως οι τιμές στον τελικό καταναλωτή αυξάνονται. Αυτό το φαινόμενο
συμπίπτει με την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στα ηλεκτρικά δίκτυα αλλά δεν
είναι η μοναδική αιτία των αυξήσεων κόστους και τιμών στους καταναλωτές και
χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Με αφετηρία την ανταγωνιστική
αγορά οι τιμές καταναλωτού διαμορφώνονται από τρεις παράγοντες: το κόστος
προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και επικουρικών υπηρεσιών, τις χρεώσεις χρήσης
δικτύων μεταφοράς και διανομής, τους φόρους και άλλες επιβαρύνσεις.
Η λειτουργία της αγοράς
ηλεκτρικής ενέργειας και οι τιμές επηρεάζονται από τις τιμές των ορυκτών
καυσίμων, αλλά και την ολοένα μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, καθώς η παραγωγή
τους εντάσσεται στο δίκτυο κατά προτεραιότητα έναντι των συμβατικών μονάδων
παραγωγής. Αυτό έχει σαν συνέπεια την μείωση των τιμών της αγοράς και τις
διακυμάνσεις τιμών που συναρτώνται με τις μεταβολές στην παραγωγή των ΑΠΕ, ενώ
η αυξανόμενη διείσδυσή τους, κυρίως ηλιακής και αιολικής ενέργειας, καθιστά
προβληματική την λειτουργία και οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων.
Τα δίκτυα μεταφοράς και
διανομής αποτελούν φυσικά μονοπώλια και ως εκ τούτου οι χρεώσεις ορίζονται με
ρυθμιστικές αποφάσεις και περιλαμβάνουν τις δαπάνες συντήρησης και ανάπτυξης
των δικτύων, τις υπηρεσίες στο σύστημα, τις αποσβέσεις, την εύλογη απόδοση
κεφαλαίου και τις απώλειες. Αυτές οι χρεώσεις επιβαρύνουν τους καταναλωτές και
συναρτώνται κατά βάση με την ισχύ και την καταναλισκόμενη ηλεκτρική ενέργεια
που παρέχεται από τα δίκτυα. Τέλος, οι φόροι και επιβαρύνσεις αφορούν στον ΦΠΑ,
ειδικούς φόρους και εισφορές, ιδιαίτερα με την πολιτική για την κλιματική
αλλαγή.
Γενικά, οι τιμές καταναλωτού
διαμορφώνονται κατά μεγάλο μέρος από επιβαρύνσεις με ρυθμιστικές αποφάσεις και
φόρους, γεγονός που υποδηλώνει τον βαρύνοντα ρόλο του Ρυθμιστή και του Κράτους
στην τελική διαμόρφωση του τιμολογίου. Όπως προκύπτει από σχετικές αναλύσεις
στην ΕΕ-28, οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές
οφείλονται στην αύξηση των χρεώσεων χρήσης δικτύων όπου συνιστάται καλύτερη
διαχείριση, στην φορολογία και σε άλλες εισφορές. Σημειώνεται ότι πρόσφατα στην
Ελβετία, ο Ρυθμιστής ζήτησε από τον Διαχειριστή δικτύου διανομής να μειώσει τις
υψηλές χρεώσεις δικτύου κάτω από το ήμισυ προς όφελος των καταναλωτών, ενώ
μειώθηκαν θεαματικά οι χρεώσεις για επικουρικές υπηρεσίες.
Οι διαχειριστές δικτύου
μεταφοράς και δικτύου διανομής στην Ελλάδα έχουν ετήσια έσοδα που ξεπερνούν το
1δις €, ρυθμιζόμενα σχεδόν στο σύνολό τους. Υψηλά κέρδη είχε ο ΑΔΜΗΕ τον
περασμένο χρόνο με μια αφελή ρύθμιση ώστε να γίνει ελκυστική η πώλησή του,
επιβαρύνοντας τους καταναλωτές. Τα ηλεκτρικά δίκτυα εισέρχονται σε μια νέα
εποχή αλλά οι εγχώριες ρυθμίσεις ακολουθούν την πρακτική “ business as usual”
με τα ρυθμιζόμενα έσοδα ώστε να δημιουργούνται κέρδη για τους μετόχους, αντί να
στοχεύει στο μέλλον με καινοτομίες και εκπαίδευση προσωπικού που θα οδηγήσουν
σε αύξηση παραγωγικότητας, μειωμένο κόστος αλλά και εύλογα κέρδη. Καθώς
αυξάνεται η διεσπαρμένη παραγωγή των ΑΠΕ και η ιδιοκατανάλωση, οι εταιρείες
ηλεκτρισμού (παραγωγή, δίκτυα) αντιμετωπίζουν την πρόκληση ενός νέου
επιχειρηματικού μοντέλου με νέες υπηρεσίες για τα έσοδά τους, που θα βασισθεί
σε καινοτόμες ιδέες και εξειδικευμένο προσωπικό.
Μια ακόμη παράμετρος που
επιβαρύνει τους καταναλωτές είναι οι υψηλές απώλειες δικτύου, ιδιαίτερα στο
δίκτυο διανομής, οι οποίες ρυθμίζονται πάλι με αποφάσεις, αντί να αναζητούνται
οι αιτίες και να αντιμετωπίζονται πριν επιδεινωθεί η κατάσταση.
Επομένως, πρωτοβουλίες και
δράσεις για την μείωση των χρεώσεων χρήσης δικτύου, των επικουρικών υπηρεσιών
και των απωλειών δικτύου κρίνοντα αναγκαίες και οδηγούν σε μειώσεις τιμών στους
καταναλωτές. Ένας ακόμη λόγος είναι η ανάγκη μετασχηματισμού των δικτύων προς
ένα πιο διασυνδεδεμένο σύστημα με εξέλιξη προς τα δίκτυα του 21ου αιώνα για να
ενσωματώσουν τις ΑΠΕ, με νέες επενδύσεις ελαχιστοποιώντας τις επιβαρύνσεις
στους καταναλωτές, οπότε οι προτεινόμενες δράσεις αποτελούν το πρώτο και
ουσιαστικό βήμα.
Οι επιβαλλόμενοι φόροι και
εισφορές στην Ελλάδα αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για τους καταναλωτές και την
ανταγωνιστικότητα. Ο ηλεκτρικός τομέας επιβαρύνεται με φόρο στον λιγνίτη, στο
φυσικό αέριο, ΦΠΑ και ειδικούς φόρους στους λογαριασμούς. Επιπλέον, για τις
θερμικές μονάδες υπάρχει η επιβάρυνση από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου,
ενιαία μέσω του ETS στην ΕΕ, με τάσεις αύξησης τιμών, ιδιαίτερα υψηλές για τις
λιγνιτικές μονάδες. Επομένως, προτείνεται η κατάργηση της φορολογίας στον
λιγνίτη και στο φυσικό αέριο, δημιουργώντας έτσι ίσους όρους ανταγωνισμού στις
αγορές.
Η επιβολή του ΕΤΜΕΑΡ στους
λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας με αυξητικούς ρυθμούς οφείλεται κυρίως στις
ΑΠΕ. Η άφρων πολιτική που ξεκίνησε με νόμο το 2006 συνέχισε και με τους
επόμενους και γιγαντώθηκε ιδιαίτερα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που
βιώνει η χώρα, με αποτέλεσμα ο ηλεκτρικός τομέας να επιβαρύνεται με πάνω από
1,8 δις € ετησίως και για τα επόμενα 20 με 25 χρόνια. Για τον περιορισμό των
επιβαρύνσεων είναι επιτακτική ανάγκη η σχεδίαση ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου
και προγράμματος, εισάγοντας κανόνες της αγοράς και χρησιμοποιώντας τις
καλύτερες Ευρωπαϊκές πρακτικές, αφού η διείσδυση των ΑΠΕ θα βαίνει αυξανόμενη.
Σημαντική επιβάρυνση στον
ηλεκτρικό τομέα αποτελούν οι ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας) που οφείλονται κυρίως
στο αυξημένο κόστος ηλεκτροπαραγωγής με πετρέλαιο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
Οι ΥΚΩ επιβαρύνουν τον ηλεκτρικό τομέα με αυξανόμενο κατ’ έτος κόστος που θα
πλησιάσει σύντομα το 1δις €, ενώ δεν υπάρχουν κίνητρα και πολιτικές
πρωτοβουλίες για τον περιορισμό. Οι διασυνδέσεις των νησιών με το εθνικό
σύστημα με κατάλληλη σχεδίαση και σύγχρονες τεχνολογίες αποτελούν ριζική λύση
για την απαλλαγή από τα βάρη των ΥΚΩ και το πετρέλαιο δια παντός, σημειώνοντας
ενδεικτικά ότι τα βάρη των ΥΚΩ οκτώ ετών θα κάλυπταν πλήρως τις δαπάνες
διασυνδέσεων των νησιών με το εθνικό σύστημα.
Σε υλοποίηση βρίσκεται η πρώτη
φάση διασύνδεσης νησιών των Κυκλάδων με το σύστημα και πρέπει να ακολουθήσει
σύντομα η δεύτερη φάση, μια προσπάθεια που πλησιάζει τις τρεις δεκαετίες, ενώ
οι διασυνδέσεις πρέπει να επεκταθούν και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Η
διασύνδεση της Κρήτης, που καθυστερεί αδικαιολόγητα, επείγει γιατί
αντιπροσωπεύει το 50% του συνόλου των ΥΚΩ με χρόνο αποπληρωμής της επένδυσης σε
λιγότερο από τέσσερα χρόνια. Καθώς είναι δύσκολο και ακριβό έργο θα ήταν συνετή
απόφαση η ανάθεση της πλήρους μελέτης και επίβλεψης σε εξωτερικό έμπειρο
τεχνικό σύμβουλο.
Αυτές οι διασυνδέσεις
αντιστοιχούν στο 62% των ΥΚΩ με σύντομο χρόνο αποπληρωμής, αλλά με
προϋπολογισμό που είναι σχεδόν διπλάσιος της περιουσίας του ΑΔΜΗΕ. Σε άλλες
χώρες με μεγαλύτερα συστήματα τέτοιες διασυνδέσεις αντιπροσωπεύουν μικρό
ποσοστό της περιουσίας του διαχειριστή που καθιστά εφικτή την χρηματοδότηση
χωρίς αισθητή επιβάρυνση της χρήσης δικτύου. Ως εκ τούτου, με την βοήθεια του
τεχνικού συμβούλου, χρειάζεται ο σχεδιασμός ενός ρεαλιστικού μοντέλου
χρηματοδότησης και υλοποίησης των διασυνδέσεων και με στόχο να μην εκτιναχθούν
οι χρεώσεις χρήσης δικτύου.
Για τα υπόλοιπα νησιά οι
διασυνδέσεις μπορεί να αργήσουν (πχ Ρόδος κλπ) ενώ σε άλλα ίσως δεν γίνουν
ποτέ, οπότε η μεγάλη διείσδυση των φθηνών ΑΠΕ αποτελεί άμεση λύση για την
υποκατάσταση του πετρελαίου και δραστικό περιορισμό των ΥΚΩ. Τα Ελληνικά νησιά
ίσως είναι τα μόνα διεθνώς χωρίς στόχους διείσδυσης των ΑΠΕ, ενώ στα μικρά
απαγορεύονται οι εφαρμογές. Προτείνεται στόχος 100% ΑΠΕ στα μικρά νησιά που
είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτός, ενώ στα μεγαλύτερα μεγάλη διείσδυση των
ΑΠΕ ως κύρια πηγή ενέργειας ώστε το πετρέλαιο να αποτελέσει συμπληρωματική
πηγή.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω,
φαίνεται ότι στην τελευταία δεκαετία από λάθη και παραλείψεις πολιτικών, αλλά
και από αδράνεια ή αμέλεια των υπευθύνων γιγαντώθηκαν οι επιβαρύνσεις στον
ηλεκτρικό τομέα, πέραν της παραγωγής, ξεπερνώντας τα 3,8 δις € ετησίως χωρίς
τους φόρους. Έτσι, με ρυθμίσεις και φόρους επιβαρύνεται υπέρμετρα το μικρό
ηλεκτρικό σύστημα της Ελλάδος της ύφεσης των περίπου 50 TWh το χρόνο, με
αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ανταγωνιστικός ο ηλεκτρικός τομέας, με αρνητικές
συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνική ευημερία.
Επομένως, χρειάζονται
επειγόντως οι δέουσες πρωτοβουλίες και ισχυρή βούληση από κάθε πλευρά για τον
δραστικό περιορισμό των επιβαρύνσεων και φόρων και τον εκσυγχρονισμό του
ηλεκτρικού τομέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου