Ομολογία της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία, της αδυναμίας της Ε.Ε. να συγκρατήσει τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της και των σκληρών διλημμάτων στα οποία οφείλει να απαντήσει, θεωρείται η απόφαση στην οποία κατέληξαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με ορίζοντα το 2030. Οι συντηρητικοί στόχοι που έθεσε η Σύνοδος Κορυφής, οι οποίοι απογοήτευσαν την κοινότητα των ΑΠΕ και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, αποτελούν ένα βήμα οπισθοχώρησης στη μέχρι σήμερα πολιτική επιλογή της Ευρώπης, να ηγηθεί της προσπάθειας για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με παράλληλη αξιοποίηση, σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο, της πρωτοπορίας αυτής.
Η οπισθοχώρηση αυτή φαίνεται ότι στοχεύει στην προστασία της παραδοσιακής ευρωπαϊκής βιομηχανικής δραστηριότητας, καθώς εκτιμάται, χωρίς να ομολογείται ρητά, ότι τα οφέλη από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και των λοιπών πράσινων δραστηριοτήτων δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την επιρροή που έχει στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι υψηλές περιβαλλοντικές δεσμεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συντηρητικοί στόχοι στη Σύνοδο, συνοδεύονται από τη συμφωνία ότι δεν θα σταματήσει η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου το 2020, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα (δηλαδή της μετανάστευσης παραγωγικών δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου δεν υπάρχει ανάλογο σύστημα ελέγχου).
Οι επικριτές της απόφασης των Ευρωπαίων ηγετών, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι με την κατεύθυνση αυτή η Ε.Ε. θα χάσει τη δυναμική και τα οικονομικά οφέλη που είχε καταφέρει να αποκομίσει τιθέμενη επικεφαλής, παγκόσμια, της πράσινης οικονομίας, χωρίς από την άλλη να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ούτε στις παραδοσιακές βιομηχανίες.
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν, ως γνωστόν, σε τρείς ενεργειακούς στόχους έως το 2030:
· Πρώτον, στην αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 27% επί του συνόλου της ενεργειακής κατανάλωσης, πράγμα που σημαίνει ότι η ενέργεια που θα χρησιμοποιείται στην ΕΕ το 2030 θα είναι από ανανεώσιμες πηγές κατά 27% (ο στόχος για το 2020 είναι 20%). Ο στόχος είναι δεσμευτικός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για το σύνολο δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι για κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά. Αυτό, σύμφωνα με τους φορείς των ΑΠΕ, θα οδηγήσει σε αποτυχία καθώς, οι μεν χώρες που έχουν προχωρήσει πολύ θα παρουσιάσουν επενδυτική κόπωση, οι δε «ουραγοί» δεν θα έχουν καμιά πίεση για να προχωρήσουν πιο δυναμικά. Ούτως ή άλλως οι φορείς των ΑΠΕ έδωσαν μάχη για να τεθεί ο στόχος τουλάχιστον στο 30%, θεωρώντας ότι αλλιώς θα ανακοπεί η επιτυχημένη πολιτική ανάπτυξης των Α.Π.Ε. στην ΕΕ που ξεκίνησε με την υιοθέτηση των δεσμευτικών στόχων για το 2020 και έφερε την ΕΕ στην πρώτη θέση παγκοσμίως. Όπως λένε χαρακτηριστικά, το 27% δεν αποτελεί καν σοβαρό στόχο, μιας και θα επιτυγχανόταν με το business as usual σενάριο που θα είχε μόνο ένα και μοναδικό στόχο, αυτόν της μείωσης του CO2 κατά 40%. Ένα ακόμα σημείο κριτικής είναι ότι με τους νέους στόχους προκαλείται αβεβαιότητα στην αγορά, καθώς τα κράτη-μέλη είναι αυτά που πρόκειται να συγκεκριμενοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους στα πλαίσια του συλλογικού δεσμευτικού στόχου.
· Δεύτερον, στην μείωση της κατανάλωσης ενέργειας ή αλλιώς σε εξοικονόμηση ενέργειας κατά τουλάχιστον 27% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Ο στόχος αυτός είναι επίσης μη δεσμευτικός, θεωρείται, δε, τόσο χαμηλής φιλοδοξίας που η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει ουραγός σε επενδύσεις εξοικονόμηση ενέργειας.
· Τρίτον, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Ο στόχος είναι δεσμευτικός για κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά και για την Ένωση συνολικά και προβλέπεται να επιτευχθεί με τον πιο αποτελεσματικό από πλευράς κόστους τρόπο, μέσω μειώσεων στο σύστημα εμπορίας ρύπων κατά 43%. Μειώσεις στις εκπομπές κατά 30% προβλέπονται και για τους κλάδους που δεν υπάγονται στο σύστημα ευρωπαϊκό εμπορίας ρύπων ETS. Όπως προαναφέρθηκε, δεν θα σταματήσει μετά το 2020 η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.
Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η χώρα μας συμφώνησε στις θέσεις οι οποίες εν τέλει υιοθετήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής, παρότι ο κ. Μανιάτης ως υπεύθυνος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας είχε δεσμευθεί ότι η ελληνική θέση είναι να τεθεί δεσμευτικός στόχος 30% για τις ΑΠΕ και 30% για την εξοικονόμηση. Στη δέσμευση αυτή οφείλεται η σκληρή ανακοίνωση της Greenpeace η οποία αναφέρει ότι «η στάση της ελληνικής κυβέρνησης δυστυχώς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό που ήδη κάνει πράξη στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια: χειρόφρενο στην καθαρή ενέργεια, υποκρισία για την εξοικονόμηση ενέργειας και προσπάθεια σύνδεσης του μέλλοντος της Ελλάδας με ακόμα περισσότερα ορυκτά καύσιμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου