Γράφει ο Τάκης Αθανασόπουλος*
Η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη διάσπαση της ΔΕΗ, με τη δημιουργία της Μικρής ΔΕΗ, επιβεβαιώνει τις προθέσεις της για σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας, με σκοπό να την καταστήσει σημαντική κινητήριο δύναμη οικονομικής ανάπτυξης.
Έχει αναγνωρίσει ότι η οικονομία της χώρας θα αναπτυχθεί μόνο αν θέσει ως προτεραιότητα τον ασφαλή εφοδιασμό ενεργείας υψηλής ποιότητας... και χαμηλού κόστους, κοινή συνισταμένη όλων των ανεπτυγμένων οικονομιών του κόσμου. Ο ασφαλής εφοδιασμός με ενέργεια χαμηλού κόστους επιτυγχάνεται μόνο με ανταγωνιστική αγορά ενέργειας. Ο ανταγωνισμός στην ενέργεια παρέχει επιλογές στον καταναλωτή, ασκεί πιέσει που οδηγούν σε χαμηλές τιμές και δίνει κίνητρα για αποτελεσματικές επενδύσει. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η κυβέρνηση να αναπτύξει τους κατάλληλους μηχανισμούς με τους οποίους σε συνεχή βάση θα πιστοποιεί και θα προωθεί την ανταγωνιστικότητα της αγοράς ενέργειας.
Και αυτό θα γίνει μόνο με την ανάπτυξη μιας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής, η οποία όχι μόνο θα προσδιορίζει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης για την καλύτερη αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της χώρας με περιβαλλοντική ευθύνη, αλλά και, κυρίως, θα διασφαλίζει ότι οι πολιτικές της στην ενέργεια θα αποσκοπούν στο μακροχρόνιο εθνικό συμφέρον και δεν θα αποτελούν την κοινή συνισταμένη οικονομικών και συντεχνιακών συμφερόντων. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους η χώρα μας δεν έχει γνωρίσει πραγματική οικονομική ανάπτυξη μετά την περίοδο εξηλεκτρισμού της από τη ΔΕΗ, είναι ότι δεν έχουμε αναγνωρίσει πόσο σημαντική είναι η ενέργεια ως συντελεστής παραγωγής. Δεν προσδίδουμε στην ενέργεια την ίδια σημασία όπως στην περίπτωση της εργασίας και του κεφαλαίου παρά το γεγονός ότι η ενέργεια έχει μεγαλύτερη ελαστικότητα από τον συντελεστή της εργασίας. Όλες οι χώρες του κόσμου, ανεξάρτητα από τον βαθμό που έχουν προικισθεί από τη φύση με πηγές ενέργειας, αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις: επαρκής προσφορά ενέργειας, προσιτές τιμές, σεβασμός στο περιβάλλον, αποτελεσματική χρήση ενέργειας και βέλτιστη εκμετάλλευση πηγών ενέργειας. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι εύκολα επιλύσιμο. Παρά ταύτα, όλες οι αποφάσεις μας στον χώρο της ενέργειας πρέπει να βασίζονται στην ικανοποίηση αυτών των πέντε προκλήσεων. Είναι ένα πρόβλημα που η ικανοποιητική του λύση καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη επειδή η χώρα μας δεν έχει επαρκείς πηγές ενέργειας. Οι ΑΠΕ είναι βέβαια η απάντηση στην πρόκληση του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, αλλά έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τις δύο από τις παραπάνω προκλήσεις: επαρκής προσφορά ενέργειας σε χαμηλές τιμές.
Έως ότου οι τεχνολογίες των ΑΠΕ εξελιχθούν στο σημείο που θα καλύπτουν τις ανάγκες των καταναλωτών τους, η μετάβαση σε μια οικονομία με χαμηλότερη συμμετοχή άνθρακα μακροπρόθεσμα παρουσιάζει προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξής τους.
Είναι αναμενόμενο ότι κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού ενεργειακής πολιτικής θα υπάρξουν εντάσεις και συμβιβασμοί για την ικανοποίηση και των πέντε προκλήσεων. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να εξισορροπήσουμε διαχρονικά αυτές τις προκλήσεις με τη σύνταξη ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου. Ωστόσο, η σύνταξή του απαιτεί την ύπαρξη ουσιαστικού διαλόγου, κατάθεση απόψεων και παράθεση στοιχείων που δεν πάσχουν από το σύνδρομο των «Greek Statistics» και των ατεκμηρίωτων συμπερασμάτων. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι πάρα πολύ επαΐοντες, μερικοί μάλιστα εκ των οποίων σε υπεύθυνες θέσεις, στον διάλογο για τη Μικρή ΔΕΗ προέβαλαν επιχειρήματα όπως ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου διασπάστηκε και αποκρατικοποιήθηκε η δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού δεν μειώθηκε για τον καταναλωτή η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλεια παραπλάνηση του κοινού που παρακολουθούσε τον διάλογο γιατί, είτε από απλή άγνοια είτε έντεχνα, η συζήτηση περιοριζόταν μόνο στη μία πλευρά της εξίσωσης, στην αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας, και καθόλου στις πολλαπλάσιες αυξήσεις των καυσίμων, δικαιωμάτων C02 και στα άλλα κόστη που τη διαμορφώνουν. Παραδείγματος χάρη, επαΐοντες αναφέρονται στην κερδοφορία της ΔΕΗ το 2004, η οποία ανήλθε σε 502 εκατ. ευρώ προ φόρων, ως τα καλύτερα αποτελέσματα που είχε ποτέ η εταιρεία, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας ότι το 2009 τα κέρδη προ φόρων ήταν 993 εκατ. ευρώ και το 2010 741 εκατ. ευρώ. Ακόμη και η ζημιογόνος χρήση της ΔΕΗ το 2008 κρίνεται ως πιο αποδοτική από το 2004 εάν αφαιρεθούν οι αρνητικές επιπτώσεις των αυξημένων τιμών των καυσίμων, δικαιωμάτων C02, οριακής τιμής, κ.λπ. που είχαμε το 2008 σε αντίθεση με το 2004 αλλά και το 2009.
Το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού επικράτησαν κατά τη σύνταξη του στρατηγικού σχεδίου της ΔΕΗ που παρουσιάστηκε στους αναλυτές το 2007 όπως και στο επιχειρησιακό σχέδιο της που παρουσιάστηκε στους αναλυτές το 2008. Τότε υποστηρίχθηκε η εισαγωγή του λιθάνθρακα στο μείγμα καυσίμων της ΔΕΗ και συγχρόνως η είσοδος στη χώρα μας της RWE, της μεγαλύτερης και πιο εξειδικευμένης εταιρείας της Ευρώπης στον λιθάνθρακα.
Η υλοποίηση αυτής της πρότασης θα είχε ως αποτέλεσμα το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς το σπάσιμο της ΔΕΗ, αυξημένο ανταγωνισμό που θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και κυρίως για τη βιομηχανία, τη μεταφορά εξειδικευμένα τεχνογνωσίας στη χώρα μας και πηγή κερδοφορίας για την ίδια τη ΔΕΗ.
Οι εξελίξει τις τελευταίες δύο δεκαετίες όσον αφορά στην πορεία της ΔΕΗ και ειδικότερα στο μέλλον που διαγράφεται γι' αυτήν, τους εργαζομένους και τους μετόχους της, αναδεικνύουν για άλλη μια φορά το γεγονός ότι σ' ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, επιτυγχάνουν μόνο όσοι προβλέπουν τις αλλαγές και προσαρμόζονται σε αυτές έγκαιρα, χωρίς να συμπαρασύρονται από αυτές εκ των υστέρων.
* Τάκης Αθανασόπουλος, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ
http://energypress.gr/news/Ston-apohho-twn-problhmatismwn-gia-th-Mikrh-DEH
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου