Δεν συνιστά κοινοτυπία η αναφορά ότι η ελληνική ενεργειακή αγορά, σε όλες μάλιστα τις επιμέρους της εκφάνσεις και κλάδους, βρίσκεται σήμερα σε μια οριακή καμπή και οι όποιες κεντρικές αποφάσεις ληφθούν για μια σειρά από εκκρεμή θέματα μείζονος σημασίας θα επικαθορίσουν καίρια τη μελλοντική μορφή της τις επόμενες δεκαετίες. Λόγω δε της κομβικότητας της συγκεκριμένης αγοράς, από την οποία (κομβικότητα) απορρέει και η άμεση διασύνδεσή της με έτερους βασικούς τομείς της οικονομικής ζωής της χώρας, δεν είναι ενδεχομένως υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι οι εν λόγω αποφάσεις θα επηρεάσουν ευρύτερα, θετικά ή αρνητικά, την εθνική προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη.
Με τη δυνατότητα αφαίρεσης αλλά και συνθετικής θεώρησης, όπου τούτο βοηθά για να δει κανείς «όλη την εικόνα», που δίδει η επιστημονική ενασχόληση με πλείονες κλάδους της ενεργειακής ρύθμισης εδώ και κάποια χρόνια, θα τολμούσα να διατυπώσω την εξής εκτίμηση: Η διαχρονική έλλειψη σαφούς μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για την ελληνική ενεργειακή αγορά αλλά και για μια σειρά άρρηκτα επηρεαζόμενους από αυτή κλάδους επιμέρους πολιτικών, με κύριο θα έλεγε κανείς αυτόν της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, οδηγεί συχνά την Πολιτεία στην υιοθέτηση πρόχειρων, κοντόθωρων παρεμβάσεων αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και, συχνά, δικαιοκρατικής συμβατότητας. Η έλλειψη πολιτικού θάρρους και σαφούς σχεδιασμού για το ουσιαστικό άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στον ανταγωνισμό είναι εδώ χαρακτηριστική και η συνέχιση της ύπαρξης κατ΄ουσίαν μονοπωλιακών δομών στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι η αναπόφευκτη συνέπεια. Επίσης χαρακτηριστική είναι η προφανής έλλειψη σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας: Πως μπορεί μια οικονομία σε κρίση να ανακάμψει, αν δεν υφίσταται συγκροτημένη πολιτική και ρυθμιστικές παρεμβάσεις κατάλληλες που θα επιτρέπουν την εκλογίκευση του ενεργειακού κόστους της εγχώριας βιομηχανίας σε σχέση μάλιστα με τον ενδοενωσιακό (!) ανταγωνισμό που αυτή υφίσταται; Τούτο δεν σχετίζεται μόνο με την προφανώς απαραίτητη κατασταλτική παρέμβαση επί των μη σύννομων, νομικά και ρυθμιστικά, τιμολογιακών πρακτικών των οιονεί μονοπωλιακών παρόχων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, αλλά και με συνολικότερες παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν σε εξορθολογισμό του ενεργειακού κόστους της ελληνικής βιομηχανίας.
Η ένδεια πολιτικού σχεδιασμού, για την οποία έγινε λόγος, συνδυαζόμενη με τη ρητή ή άρρητη επίκληση του στοιχείου της «έκτακτης ανάγκης», την οποία η χώρα βιώνει, αν και προφανώς οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν αποφασίσθηκαν και δρομολογήθηκαν όλες υπό τις σημερινές «έκτακτες» συνθήκες, οδηγεί μάλιστα συχνά όχι μόνο στην μη αναγνώριση της πολιτικής αστοχίας και, συνεπώς, στη συνακόλουθη παράλειψη χάραξης των απαιτούμενων τομών, αλλά και στη λογική της «διόρθωσης» των παλιών λαθών με την τέλεση νέων. Χαρακτηριστική είναι εδώ η κυρίαρχη προσέγγιση που διέπει τη νομοθετική πρωτοβουλία για το περίφημο «New Deal” στον τομέα των ΑΠΕ. Ενδεχομένως σήμερα, εν θερμώ, δεν είναι κανείς εύκολα σε θέση να αντιληφθεί με ακρίβεια και σε όλο της το εύρος την μακροπρόθεσμα διαβρωτική επενέργεια που θα έχει μια τέτοια νομοθετική παρέμβαση που τροποποιεί αναδρομικά και τόσο βάναυσα το πλαίσιο, κανονιστικό και συμβατικό, μιας κρατικά εγγυημένης, υποτίθεται, επενδυτικής δραστηριότητας στον χώρο της ελληνικής ενεργειακής αγοράς. Είναι ίσως εύλογο να διερωτηθούν όλοι, άμεσα θιγόμενοι και μη, αν είναι μακροπρόθεσμα ευφυής και σκόπιμη η υποτίμηση των ευρύτερων αρνητικών επιπτώσεων που έχει σ’ ένα ευαίσθητο, νομικά ρυθμιζόμενο σύστημα η παρείσφρυση και εμπέδωση μιας κουλτούρας που αμφισβητεί τοις πράγμασι την κανονιστική αξιοπιστία του κείμενου συμβατικού και ρυθμιστικού πλαισίου. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν επιθυμούμε μια ουσιαστικά λειτουργούσα, ανοικτή ενεργειακή αγορά χωρίς ασφυκτική αυτοαναφορικότητα, αλλά δεκτική και σε επενδυτικές πρωτοβουλίες από το εξωτερικό. Για όσους θεωρούν τα παραπάνω κάπως «ρομαντικές» διερωτήσεις ενός νομικού επιστήμονα θα σημείωνα τα εξής: Πρόσφατο παράδειγμα που παρέχει ίσως μια ένδειξη για του λόγου το αληθές της διαπίστωσης, ότι η κουλτούρα της δικαιοκρατικής «χαλαρότητας» από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, μπορεί να πυροδοτείται κατά το δοκούν έναντι οποιουδήποτε κάθε φορά «που παρίσταται ανάγκη», καταδεικνύεται και από την πρόσφατη κίνηση, η επελθούσα τροποποίηση του μηχανισμού υπολογισμού των οφειλών των παραγωγών και προμηθευτών στο πλαίσιο εκκαθαρίσεων του ΗΕΠ να ισχύσει αναδρομικά επιβαρύνοντας τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς ανατρέχοντας σε χρονική στιγμή που δεν υφίστατο καν η εξειδικεύουσα τη σχετική επιβάρυνση δευτερογενής κανονιστική ρύθμιση.
Είναι συνεπώς σαφές - και μάλλον εθελοτυφλεί όποιος δεν το καταγράφει -, ότι πλείστες δικαιοκρατικές αποκλίσεις που έχουν θεσμοθετηθεί τα τελευταία χρόνια για την κάλυψη πρόσφατων αλλά και παλαιότερων πολιτικών αστοχιών, έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο ανασφάλειας δικαίου, εντός του οποίου «όλοι στρέφονται εναντίον όλων» και η συγκρουσιακή προσέγγιση των θεμάτων προκρίνεται της τεχνκρατικά ισορροπημένης και επιστημονικά ορθής προσπάθειας επίλυσής τους. Η νομική επιστήμη, με κάθε συστολή ρεαλισμού που απορρέει από την αδυναμία πλήρους εξοβελισμού παραγόντων που εκφεύγουν της ρυθμιστικής της επενέργειας, θεωρώ ότι θα μπορούσε σε αυτό το πλαίσιο να παίξει ένα εποικοδομητικό ρόλο. Αυτός συνίσταται στην σαφή καταγραφή των ορίων, εντός των οποίων οι πολιτικές παρεμβάσεις στην ενεργειακή αγορά δύνανται να κινούνται. Αν η δικαιοκρατική εκτροπή απλώς δεν συνιστά καν δυνητική επιλογή, τότε δίδεται σαφές ερέθισμα σε όλους τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων αλλά και στους παίκτες της αγοράς να επικεντρωθούν, έστω εφεξής, στην προληπτική συγκροτημένη σχεδίαση πολιτικών και, όπου αυτό είναι αναγκαίο, στην επί της ουσίας δημιουργική επίλυση των ανακυπτόντων προβλημάτων με ισορροπημένα και, ει δυνατόν, κοινά αποδεκτό, συμβιβαστικό τρόπο. Αλλά ακόμα κι αν τούτο δεν είναι εφικτό κατά περίπτωση να επιτευχθεί, αν μη τι άλλο θα υφίσταται έτσι ένα ελάχιστο μέτρο προβλεψιμότητας του πλαισίου εντός του οποίου οι μείζονες αποφάσεις μπορεί να κινηθούν. Τουλάχιστον όποιος στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ενασχόλησης συνομιλεί με έξωθεν παρατηρητές της ελληνικής ενεργειακής αγοράς γνωρίζει σαφώς ότι τούτο είναι σήμερα εξόχως επίκαιρο και αναγκαίο.
Του Δρ. Αντώνη Μεταξά, Λέκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών, επισκ. Καθηγητή στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου