Η ΕΠΙΤΥΧΗΣ εισαγωγή του ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιείται αναγωγικά ως επιχείρημα όχι μόνον για το άνοιγμα του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στον ανταγωνισμό αλλά και για την ιδιωτικοποίηση/εκχώρησή του μέσω του πλέον σκληρού καπιταλιστικού εργαλείου της αποεπένδυσης-divestment.
Η ελκτική δύναμη της ρητορικής των μεταρρυθμίσεων με το κοινό δεν πρέπει να λησμονείται. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην «απελευθέρωση», στο «σπάσιμο μονοπωλίων», το «άνοιγμα των αγορών» και ποιος δεν θα ήθελε τις «μεταρρυθμίσεις»;
Η πηγή αυτής της πλάνης -θύματα της αφήγησής της φαίνεται να είναι και αρμόδιοι υπουργοί- προέρχεται από το γεγονός ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους ούτε τη συμβατική οικονομική θεωρία των οικονομιών μεγάλης κλίμακας ούτε τις πολύ συγκεκριμένες και κρίσιμες ιδιαιτερότητες του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ούτε και τις εξελίξεις στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη που πειραματίστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Τόσο η οικονομική θεωρία όσο και η ιστορική μαρτυρία μάς δίνουν ένα σύνολο περιστάσεων, όπου, όταν υπάρχουν οικονομίες κλίμακας σε αρκετά μεγάλη έκταση που συνεπάγονται μεγάλα ποσά κεφαλαίου, όπως αυτές των αγορών ηλεκτρισμού, τότε η ισορροπία της αγοράς απαιτεί περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων (ολιγοπώλιο) που προσφεύγουν σε σειρά πρακτικών που είτε διευκολύνουν τη μεταξύ τους σύμπραξη, είτε περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Τέτοιες πρακτικές όχι μόνον οδηγούν σε υψηλότερες τιμές, αλλά και παραμορφώνουν την οικονομία και οδηγούν σε οικονομικές αναποτελεσματικότητες. Μικρός αριθμός ανθρώπων αποκτά τεράστιες περιουσίες και η συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας και η ανάδειξη των διαπλεκόμενων συμφερόντων είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Στις περιπτώσεις που ο ανταγωνισμός περιορίζεται από τέτοιες οικονομίες κλίμακας, γράφει ο νομπελίστας της οικονομίας Stiglitz (1994), η πολιτική ανταγωνισμού δεν είναι ο τρόπος επίτευξης οικονομικής αποτελεσματικότητας. Δεν υπάρχει τρόπος να έχουμε ανταγωνισμό και ταυτόχρονα να επωφελούμαστε πλήρως από τις οικονομίες κλίμακας.
Στην αγορά ενέργειας, ωστόσο, ο ατελής ανταγωνισμός φαίνεται πως είναι εγγενής και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του προϊόντος. Ο συνδυασμός της αδυναμίας αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, των υψηλών διακυμάνσεων των τιμών, της χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης, διευκολύνει την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης στην αγορά.
Το καλύτερο αντίδοτο ωστόσο για την άρση μιας πλάνης/μυθολογίας είναι μια υγιής δόση πειραματικής πραγματικότητας:
1Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς οδήγησε σε υψηλότερες τιμές. Σε μια ανταγωνιστική αγορά οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερο συντελεστή απόδοσης επί του κεφαλαίου που επενδύουν σε σχέση με μια ρυθμιζόμενη βιομηχανία -υψηλότερος κίνδυνος ισούται με υψηλότερη απόδοση (Dr.Ρ. Watts 2001).
2Αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης (European Commission 2001-2008). Επτά εταιρείες -the seven brothers, με σκωπτική παραπομπή στις πετρελαϊκές seven sisters- ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια.
3Η ολιγοπωλιακή ισορροπία της αγοράς, σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος, απαιτεί κάποια δαπανηρή πηγή αποθεμάτων για να αντισταθμίζει τη συμπαιγνιακή σύμπραξη και την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης (L.J. de Vries 2004).
4Το κόστος των συναλλαγών (συντονισμού, πληροφόρησης - Williamson 1995) μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος του παλαιού υπό ενιαίο έλεγχο καθετοποιημένου μοντέλου.
5Ο ζωτικής σημασίας ρυθμιστικός ρόλος του συστήματος των τιμών μιας ανταγωνιστικής οικονομίας αγοράς συμβατικών προϊόντων, όχι μόνο δεν τα καταφέρνει καλά στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς ενέργειας, αλλά λειτουργεί και παραπλανητικά στις επενδυτικές αποφάσεις οδηγώντας σε χρεοκοπία πολλές επιχειρήσεις (Υ. Perez 2008, J. Stiglitz 1994).
Και ενώ μετά τις εμπειρίες αυτές στις ΗΠΑ, οι περισσότερες πολιτείες βρίσκονται σε κατάσταση περίσκεψης -στην ουσία ανέστειλαν την απελευθέρωση της αγοράς τους- η Ευρωπαϊκή Ενωση επιμένει στην υιοθέτηση και την κλιμάκωση μιας επιθετικής στρατηγικής ρύθμισης και ελέγχου των μονοπωλιακών πρακτικών εισάγοντας και νέες οδηγίες.
Μια επισκόπηση των πολιτικών παρεμβάσεων και των πολιτικών ανταγωνισμού των άλλων κρατών της Ε.Ε. καταδεικνύει ότι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, τα πρώην κρατικά μονοπώλια ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, επέλεξαν το μοντέλο των εξαγορών, συγχωνεύσεων και ιδιωτικοποιήσεων· να γίνουν, δηλαδή, ισχυρότερα αυξάνοντας το μέγεθός τους.
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. πείστηκαν ότι, για να επιβιώσουν στις διεθνείς αγορές, χρειάζονται μεγάλες επιχειρήσεις. Οι αντιμονοπωλιακές πολιτικές έμειναν στην άκρη, ώστε οι νέοι γίγαντες να ανταγωνιστούν το φάντασμα του Στάλιν ή τη σύγχρονη καπιταλιστική απειλή του Πούτιν, την τεράστια κρατική Gazprom.
Η Επιτροπή ούτε φαίνεται να έχει την πολιτική βούληση αλλά και είναι και αμφίβολο αν έχει και τη δύναμη και τις δεξιότητες για την αντιμετώπιση των ολιγοπωλίων.
Παρ' όλο που η προσαρμογή της ενεργειακής πολιτικής της χώρας στις αλλαγές του διεθνούς περιβάλλοντος συζητιέται, χωρίς να έχει σημειωθεί καμία πρόοδος, για τουλάχιστον μία δεκαετία, σήμερα, υπό την απειλή της δαμοκλείου σπάθης του Μνημονίου, η χώρα ταλαντεύεται αμήχανη μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας της ΔΕΗ (μικρή και μεγάλη ΔΕΗ, εκχώρηση 17%, διάσπαση 40%,) μεταξύ αφανισμού και μετασχηματισμού.
Η αμυντική στάση που ακολουθήθηκε αποδείχθηκε αυτοκαταστροφική. Ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός απαξιώνεται. Η παραγωγικότητα, αντί να αυξάνεται, φθίνει. Δεν καταφέρνει ούτε να αυτοπεριοριστεί ούτε να οικουμενικοποιηθεί και να αποτινάξει τις βαθιά συντηρητικές νοοτροπίες της μονοπωλιακής περιόδου. Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος προβάλλει ως αναπόφευκτη και κάθε προσπάθεια να παραμείνει η ΔΕΗ κρατική και ενιαία θεωρείται καθυστέρηση του αναπόφευκτου.
Μια ιδιωτικοποίηση -στην ουσία μια εφάπαξ μεταβίβαση του όποιου πλούτου από το δημόσιο τομέα προς τους ιδιώτες- σχεδιάζεται ώστε α) να εξασφαλίσει οικονομική αποτελεσματικότητα και β) να επιτύχει ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυνατή «πρόσοδο» για το κράτος.
Η απόκτηση πλήρους προσόδου είναι, βεβαίως, σημαντική, καθώς το κράτος πρέπει να διασφαλίσει έσοδα και οποιαδήποτε υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, λόγω της κρίσης, συνεπάγεται ένα πραγματικό κοινωνικό κόστος, γιατί αναγκάζει την κυβέρνηση να βρει περισσότερο χρήμα με παραμορφωτική φορολόγηση.
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι σχεδιάζεται η καλύτερη πλειοδοτική διαδικασία για τη μεγιστοποίηση της εισπραττόμενης από την πώληση αξίας, η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα κερδίσει στον πλειστηριασμό ο πιο αποτελεσματικός παραγωγός ή αυτός που θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του.
Ο δεύτερος στόχος, ο στόχος της αποτελεσματικότητας, συνιστά και το μεγάλο διακύβευμα για την κυβέρνηση, καθώς αυτό συνδέεται άρρηκτα με τα θέματα της κατανομής του πλούτου· η έλλειψη ενδιαφέροντος για την κατανομή μπορεί σε μερικά χρόνια να κατατρύχει την οικονομία, όχι μόνο με τη μορφή κοινωνικής αναταραχής, αλλά και με τη στενότερη έννοια μιας μακροχρόνιας οικονομικής αναποτελεσματικότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρατική ιδιοκτησία είναι πανάκεια και κατά συνέπεια πρέπει να λειτουργεί όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα. Οι μονοπωλιακές δομές, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είναι συνήθως αναποτελεσματικές.
Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, αν δεν μπορεί να αναμετρηθεί κανείς στα επίπεδα που θέτουν οι ηγέτες του κλάδου, δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα επιβιώσει, πόσω μάλλον να λειτουργήσει επιτυχημένα.
Μια καθαρά αμυντική στάση θα ήταν και αυτοκαταστροφική.
Γι' αυτό και δεν αρκεί να αντιμαχόμαστε και να κατακεραυνώνουμε τον ανεύθυνο και ανεξέλεγκτο ολιγοπωλιακό ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς και το εξίσου ανεύθυνο και ίσως ουσιαστικά ανεξέλεγκτο κρατικό μονοπώλιο χωρίς να προτείνουμε τίποτα στη θέση τους.
Πώς όμως θα μπορούσε να οργανωθεί ένα μονοπώλιο ώστε το μέλλον του να ανταγωνίζεται το παρόν του;
Εχει άραγε καμιά σημασία η ιδιοκτησία; Μήπως οι κρατικές EDF, Vattenfall κ.λπ. είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις ιδιωτικές ΕΟΝ ή Endesa; Ή μήπως οι περίφημοι μάνατζερ του ιδιωτικού τομέα δεν διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να επιδιώκουν ίδια συμφέροντα αντίστοιχα με αυτά των εργατών και των διευθυντών των δημοσίων επιχειρήσεων; Είναι έμφυτες οι αδυναμίες της ελληνικής κρατικής επιχείρησης;
Ανταγωνιστικότητα με έξι δεσμεύσεις
Ξεχωρίζω έξι στρατηγικές αποφάσεις/δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη ΔΕΗ αντίστοιχα ανταγωνιστική:
1Θεσμική δομή/θωράκιση που θα εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της επιχείρησης, θα μειώσει την πολιτική δύναμη των υπουργείων, με τρόπο ώστε να εξασφαλισθεί ότι η επιχείρηση δεν θα λειτουργεί σαν προέκταση της κυβέρνησης, ότι θα τηρεί τις δεσμεύσεις της.
2Θεσμική δομή/θωράκιση της δυνατότητας προαγωγής από το επίπεδο του απλού εργάτη ώς αυτό του διευθυντή σύμφωνα με τις ικανότητες, την απόδοση και τις προσπάθειες· η ισχύς και η συνοχή μιας ελεύθερης κοινωνίας βασίζονται στην πραγματοποίηση της υπόσχεσης των ίσων ευκαιριών.
3Δουλειά της ΔΕΗ πρέπει να είναι η πρόβλεψη /εξυπηρέτηση του κοινού όχι μόνον με αποτελεσματικό αλλά και με επικερδή τρόπο· η οργάνωση και η χρηματοδότηση της εταιρείας έτσι ώστε η καλύτερη εξυπηρέτηση να έχει ως αποτέλεσμα και τα μέγιστα οικονομικά οφέλη.
4Ο επαναπροσδιορισμός του διλήμματος από δίλημμα ιδιωτική ή δημόσια παραγωγή σε κατάλληλη ισορροπία μεταξύ αγορών και κράτους, με δυνατότητα πολλών ενδιάμεσων μορφών οικονομικής οργάνωσης (συμμαχίες, συνεργασίες, κοινοπραξίες, κ.λπ.), και η εξύψωση του Coopetition (σύμμειξη των cooperation και competition, που σημαίνει τον ανταγωνισμό εν συνεργασία), σε «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στον ανεύθυνο και ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και το εξίσου ανεύθυνο, και μάλιστα ουσιαστικά ανεξέλεγκτο, κρατικό μονοπώλιο που μπορεί να οργανώσει ακόμη και ένα μονοπώλιο ώστε το μέλλον να ανταγωνίζεται το παρόν.
5Η αναγνώριση/υιοθέτηση του κοινωνικού ελέγχου ως μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην ιδιωτικοποίηση. Ενας κοινωνικός έλεγχος αποτελεσματικός, έντιμος και με αρχές είναι προς το συμφέρον της ΔΕΗ και με ζωτική σημασία για τη διατήρησή της. Στελέχωση των επιτροπών ελέγχου με αρκετό και ικανό προσωπικό και πόρους και όχι καταφύγια για αργόμισθους και συχνά ιδιοτελείς πολιτικάντηδες.
6 Τα κριτήρια επιλογής των διευθυντών και οι δραστηριότητές τους, σε όλο το φάσμα της επιχείρησης, να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ικανοποίηση της εξυπηρέτησης από την επικερδή απόδοση και όχι από την ικανότητά τους να αναρριχώνται στην κομματική ιεραρχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου