Του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ |
Κάθε φορά που από το παρατηρητήριο του λιγνιτωρυχείου μού
δίνεται η ευκαιρία να βρεθώ αντιμέτωπος με τη βάναυση θέα των παραγωγικών
διαδικασιών εξόρυξης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, προβληματίζομαι αν θα
πρέπει να βλέπει κανείς το ορυχείο απλά και ίσως και πρωτόγονα, σαν μια τρύπα
γεμάτη με πεπερασμένα αποθέματα λιγνίτη και πάντοτε διαθέσιμα σε κάποια μορφή
με το ανάλογο κόστος, ή από την άλλη, ως προηγμένο και ανθρώπινο, ως πηγή
ανεξάντλητων δυνατοτήτων, όπως κάποιος που διακρίνει πέρα από τα βασικά του
συστατικά, τις ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές του διασυνδέσεις.
Και αναρωτιέται κανείς τι παραπάνω από μια πυροσβεστική
διαχείριση της κρίσης (περικοπές κόστους, μισθών) θα μπορούσε να κάνει το
Ενεργειακό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας των πέντε λιγνιτωρυχείων και ισάριθμων
ατμοηλεκτρικών σταθμών, των 4.000 MW και των 7.000 εργαζομένων, ώστε να ηγηθεί
και να συμβάλει αποτελεσματικά μιας προσπάθειας για έξοδο από την κρίση;
Η χώρα ανέπτυξε την ηλεκτροπαραγωγική της δραστηριότητα και
μπόρεσε να κάνει το κβαντικό της άλμα από τον αγροτικό στο βιομηχανικό τρόπο
ζωής κυρίως βάσει της προϋπόθεσης ότι υπήρχαν αποθέματα λιγνίτη, τα οποία
δημιουργήθηκαν σε εκατομμύρια χρόνια βιολογικής εξέλιξης.
Μέσα σε 55 χρόνια φάγαμε περίπου το μισό από τα αποθέματα.
Μάννα τα αποθέματα λιγνίτη, όχι εξ ουρανού, αλλά από τα έγκατα της Γης. Αν
ωστόσο συνεχίσουμε να καταναλώνουμε με το ρυθμό που καταναλώνουμε σήμερα, τα
εναπομείναντα αποθέματα θα εξαντληθούν σε μόλις 18 χρόνια.
Η πρόσφατη καινοτόμος τεχνική εξόρυξης υδρογονανθράκων
hydraulic crafting παρατείνει την παγκόσμια βάση των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων
υδρογονανθράκων -γνωστή και ως καμπύλη του Χάμπερτ- αυξάνοντας ταυτόχρονα τη
διαθεσιμότητά τους και μετατοπίζοντας αντίστοιχα το όποιο σύνδρομο
αντικατάστασής τους, την όποια προσδοκία σύγκλισης των τιμών τους με αυτές
ακριβότερων εναλλακτικών συστημάτων στο απώτερο μέλλον, μετά, δηλαδή, από 50
χρόνια.
Τα διδάγματα της Ιστορίας, οι αμείλικτοι νόμοι της
θερμοδυναμικής και οι αρχές της οικονομίας παρέχουν τις μόνες αδιαμφισβήτητες
οδηγίες βάσει των οποίων πρέπει να παιχτεί το παιχνίδι της ενέργειας, ώστε ο
παίκτης να κερδίσει.
Μέσα από τη μελέτη πολλών παραδειγμάτων -του J. Diamond η
πιο πρόσφατη (2005)-, διαφαίνεται ότι η αποτυχία ή η επιτυχία των κοινωνιών να
επιβιώνουν και να ευημερούν εξαρτάται από τη βιώσιμη διαχείριση (έναντι της
αλόγιστης κατασπατάλησης) των φυσικών πόρων τους και την ικανότητά τους να
μαθαίνουν από προηγούμενες κρίσεις και καταστροφές.
Ιστορικοί και ανθρωπολόγοι συμφωνούν ότι οι κοινωνίες οι
οποίες αποδεικνύονται ανθεκτικότερες -οι αποκαλούμενες και κοινωνίες «σταθερής
κατάστασης»- είναι εκείνες που δημιουργούν όσο το δυνατό μεγαλύτερη ισορροπία
μεταξύ του προϋπολογισμού της φύσης και των ανθρώπινων κοινωνικών
προϋπολογισμών, δεδομένων των αναπόφευκτων περιορισμών που υφίστανται λόγω των
νόμων της θερμοδυναμικής.
Στους δύο θεμελιώδεις νόμους της θερμοδυναμικής οφείλουμε τη
βελτίωση της τιθάσευσης της ενέργειας από το 5% στα 1910 στο 47% της τρέχουσας
δεκαετίας.
Τροφοδοτούμε τον ατμοηλεκτρικό σταθμό, που ξεπροβάλλει στο
βάθος, με λιγνίτη θερμικής ενέργειας 1.000 MW και παίρνουμε ηλεκτρική ενέργεια
μόλις 300 MW αντί 400 ή και περισσοτέρων MW.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα τεράστιο ανεκμετάλλευτο
θερμοδυναμικό δυναμικό τουλάχιστον δέκα εκατοστιαίων μονάδων για τη συνολική
εγκατεστημένη ισχύ των 4.000 MW -που ισοδυναμεί με αλόγιστη σπατάλη πόρων- και
οιαδήποτε αμέλεια για την αξιοποίησή του είναι εγκληματική.
Από τη σκοπιά της οικονομικής θεωρίας θεωρούμε το ΑΕΠ ως το
μέτρο του πλούτου που παράγει κάθε χώρα ετησίως· το ΑΕΠ είναι περισσότερο μέτρο
της προσωρινής ενεργειακής αξίας που βρίσκεται ενσωματωμένη στα αγαθά ή τις
υπηρεσίες που παράγονται, με αντίτιμο τη μείωση των διαθέσιμων αποθεμάτων
ενέργειας.
Οταν το ΑΕΠ προκύπτει από την απόσπαση πλουτοπαραγωγικών
πόρων από το έδαφος, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο πλούτος της χώρας συρρικνώνεται,
εκτός και αν ο πλούτος αυτός επανεπενδυθεί πάνω από το έδαφος σε ανθρώπινο ή
υλικό κεφάλαιο.
Και καθώς ΑΠΕ και Πυρηνικά δεν διατίθενται σε βαθμό που να
μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές μας ανάγκες, επιβάλλεται, συνεπώς, να
διαχειρισθούμε προσεκτικά τα διαθέσιμα αποθέματα μας με την ταυτόχρονη
διενέργεια δύο πραγμάτων:
(1) Την οργανωμένη εγκατάλειψη των μη παραγωγικών μονάδων
και
(2) Την οργανωμένη βελτίωση των υφιστάμενων παραγωγικών
διαδικασιών, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη δυνατή διαχείριση των
εναπομεινάντων αποθεμάτων.
Κάθε ευρώ δαπάνης για επιλεκτικές παρεμβάσεις βελτίωσης από
τα μέτωπα των ορυχείων ώς τις καμινάδες των σταθμών παράγει μεγαλύτερη ποσότητα
συνολικού ΑΕΠ, δημιουργεί και διασφαλίζει θέσεις εργασίας, καθιστά την οικονομία
ανταγωνιστικότερη, ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εξοικονομεί,
παρατείνει τα αποθέματα.
Η ανάλυση δείχνει ότι μόνο με 1% βελτίωση στην απόδοση
εξοικονομούμε συνολικά τουλάχιστον 35,6 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι θέμα απλής
αριθμητικής για να διαπιστώσει κανείς τα ανυπολόγιστα οφέλη από μια βελτίωση 10
εκατοστιαίων μονάδων.
Αυτό απαντά ταυτόχρονα και στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει το
Ενεργειακό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας και συνεπώς και η ΔΕΗ, ώστε να συμβάλει
στην έξοδο από την κρίση.
Η σημερινή κρίση είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως
οικονομική· το πόσο επιτυχώς θα απαντήσουμε, εξαρτάται από την ταχύτητα
κατανόησης, αντίδρασης/εκτέλεσης, την τόλμη και την εφευρετικότητα της
πολιτικής τάξης στη δημιουργία ενός προτάγματος δράσης βασισμένου στις
επιστήμες της ιστορίας, της φυσικοχημείας και της οικονομίας.
Οταν μάλιστα τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική παρατήρηση
δείχνουν ότι οι κύριοι στόχοι μιας ιδιωτικοποίησης -η αποτελεσματικότητα και η
διασφάλιση πλήρους προσόδου-, μέσω μιας Μικρής ΔΕΗ ή μιας περαιτέρω
μετοχοποίησης, θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με πολύ περιοριστικές
προϋποθέσεις.
ΑΡΘΡΟ Του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ χημικού μηχανικού, BS, MS
Columbia University, ΜΒΑ University of Sheffield, πρώην προέδρου των
Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας και τέως
αντιπροέδρου του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου