Πήραμε αρκετά μηνύματα το τελευταίο διάστημα με το ερώτημα του τίτλου, που φαίνεται να βασανίζει πολλούς τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά τις εξελίξεις με τη μικρή ΔΕΗ. Εκείνους που δεν φαίνεται βέβαια να βασανίζει καθόλου είναι τους ανιστόρητους εχθρούς του λιγνίτη, που έχουν εγκατασταθεί εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια στο ΥΠΕΚΑ κι αδιαφορούν εντελώς για τις τύχες αυτού του τόπου.
Για να δώσει κανείς απάντηση στο ερώτημα του τίτλου πρέπει ή να έχει γεννηθεί πριν τη δεκαετία του 1960, ώστε να έχει προλάβει να ζήσει την ταραγμένη δεκαετία του 1970, ή, αν είναι νεότερος, να έχει διαβάσει και να έχει καταλάβει καλά την ιστορία της δεκαετίας του 1970. Τη δεκαετία του 1970 λοιπόν, τα πιο σημαντικά οικονομικά γεγονότα στον κόσμο ήταν οι δυο πετρελαϊκές κρίσεις, του 1973 και του 1979.
Η αιτία για την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, του 1973, δεν είναι άλλη από τη μόνιμη αντίθεση των Αραβικών λαών & των Ισραηλινών, αντίθεση που ξεκίνησε το 1948, όταν ιδρύθηκε το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ σε εδάφη όπου μέχρι τότε κατοικούσαν κυρίως Άραβες. Αμέσως ξέσπασε ο 1ος αραβο-ισραηλινός πόλεμος, καθώς πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά στην περιοχή, με την αρωγή και στρατευμάτων από Υεμένη και Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος προσάρτησε τότε το Σινά και την Γάζα, ενώ η Ιορδανία τη Δυτική Όχθη. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν επί ένα χρόνο, πριν υπογραφεί ανακωχή. Το 1956 ξέσπασε ο 2ος αραβο-ϊσραηλινός πόλεμος, με την εισβολή του Ισραήλ, της Βρετανίας και της Γαλλίας στη χερσόνησο του Σινά. Ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η κρατικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Νάσερ. Στη χερσόνησο του Σινά εγκαταστάθηκαν το 1957 δυνάμεις του ΟΗΕ, για να παρέχουν μια ειρηνευτική νεκρή ζώνη. Τις δυνάμεις αυτές έδιωξε η Αίγυπτος το 1967 και το Ισραήλ επιτέθηκε στην Αίγυπτο, στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Στο τέλος του πολέμου το Ισραήλ είχε κερδίσει τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των Υψιπέδων του Γκολάν και της Χερσονήσου του Σινά. Και φτάνουμε έτσι στον Οκτώβριο του 1973, όταν ξέσπασε ο 4ος αραβο-ϊσραηλινός πόλεμος: στη διάρκεια της Εβραϊκής γιορτής Γιομ Κιπούρ Αίγυπτος & Συρία επιτέθηκαν στο Ισραήλ για να ανακαταλάβουν τα εδάφη που είχαν χάσει το 1967. Η Αίγυπτος πέρασε στη χερσόνησο του Σινά, αλλά και οι Ισραηλινοί πέρασαν με τη σειρά τους τη διώρυγα του Σουέζ, φθάνοντας σε απόσταση 101 χιλιομέτρων απ' το Κάιρο.
Το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ λόγω των πολεμικών αναμετρήσεων εμπόδιζε τον ομαλό εφοδιασμό της Ευρώπης με πετρέλαιο από την ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου. Λίγες εβδομάδες πριν την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση, η τιμή του πετρέλαιου διαμορφωνόταν στα 2,90 δολάρια/βαρέλι. Kατά τη διάρκεια του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ, και των μηνών που ακολούθησαν, οι αραβικές χώρες-μεγάλοι εξαγωγείς πετρελαίου (Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών-ΟΠΕΚ) χρησιμοποίησαν "το όπλο του πετρελαίου", κάνοντας εμπάργκο στις εξαγωγές με προορισμό χώρες «εχθρικές προς τα αραβικά συμφέροντα», όπως οι ΗΠΑ και η Ολλανδία και μειώνοντας συγχρόνως την παραγωγή πετρελαίου. Aποφάσισαν να καταγγείλουν την αρχή του ορισμού των τιμών του αργού πετρελαίου μέσω συμφωνιών με τις εταιρείες πετρελαίου και να προβούν σε μονομερή αύξηση της τιμής κατά 70%. Tέλος επαύξησαν και επιτάχυναν τις διεκδικήσεις συμμετοχής τους στις εταιρείες παραγωγής πετρελαίου. Μέχρι το 1970 τις διεθνείς τιμές πετρελαίου τις καθόριζαν οι ΗΠΑ, βασισμένες στα κοιτάσματα του Τέξας. Όμως το 1973 δεν είχαν άλλη παραγωγική δυναμικότητα και τα συνδυασμένα αποτελέσματα των μέτρων των χωρών του ΟΠΕΚ ήταν η τιμή του πετρελαίου να φθάσει τα 20 δολάρια/βαρέλι το Μάρτιο 1974. Ακόμα χειρότερα όμως, δημιουργήθηκε στο Δυτικό Κόσμο μια μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον ως προς τις ποσότητες και τις τιμές του εισαγόμενου πετρελαίου. Την πετρελαϊκή κρίση τού 1973 ακολούθησαν χρόνια πληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας και χώρες όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, που δεν διέθεταν άλλες ενεργειακές πηγές και ήταν πλήρως εξαρτημένες απ' το πετρέλαιο, επλήγησαν περισσότερο.
Μόλις πέντε χρόνια αργότερα, το 1979, ξέσπασε η Ιρανική Επανάσταση, με την ανατροπή του Σάχη και την επικράτηση των Ισλαμιστών. Η διακοπή εξαγωγών πετρελαίου από τη 2η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα ώθησε τις τιμές στα 36 δολάρια/βαρέλι και για μια ακόμα φορά ο Δυτικός Κόσμος ανατρίχιαζε. Η τιμή του πετρελαίου ποτέ δεν επέστρεψε στα επίπεδα προ του 1973. Χρειάστηκε να φθάσουμε στα 1995-96 για να ξαναδούμε χαμηλές τιμές πετρελαίου, περί τα 10 δολάρια/βαρέλι, στη 2η προεδρία Κλίντον στις ΗΠΑ. Αλλά μέσα σε λίγα χρόνια οι τιμές ξαναπήραν την ανηφόρα και κορύφωσαν (προς το παρόν;) το 2008. Σήμερα η τιμή είναι περίπου 10 φορές πάνω απ' τα επίπεδα του 1996, ουσιαστικά βιώνουμε την 3η πετρελαϊκή κρίση. Αλλά τώρα όλες οι Δυτικές οικονομίες είναι καλύτερα προετοιμασμένες σε σχέση με τη 10ετία του 1970, χάρη και στο φυσικό αέριο από Βόρεια Θάλασσα και Ρωσία.
Η τεράστια αύξηση της τιμής του πετρελαίου μέσα σε έξι χρόνια ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στις Δυτικές οικονομίες. Το παραδοσιακό πλεόνασμα των ισοζυγίων πληρωμών μετατράπηκε σε έλλειμμα. Tο ΑΕΠ στις χώρες της ΕΟK μειώθηκε σε πραγματικές τιμές κατά περισσότερο από 1% και ύφεση επεκράτησε σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη. Το ταρακούνημα των οικονομιών ήταν τέτοιο που έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στις τεχνολογίες εξοικονόμησης ενεργειας και μείωσης της ενεργειακής έντασης των οικονομιών. Στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν τότε ο Κων.Καραμανλής και Υπουργός Συντονισμού ο Κων.Μητσοτάκης. Επιβλήθηκαν μέτρα όπως τα μονά-ζυγά στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων, απαγόρευση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων τις Kυριακές, ανώτατο όριο ταχύτητας τα 80 χλμ/ώρα. (Το καταπληκτικό μέτρο των μονών-ζυγών αύξησε πολύ τον αριθμό των αυτοκινήτων, καθώς όλοι όσοι είχαν τη δυνατότητα έσπευσαν ν' αποκτήσουν ένα αυτοκίνητο με μονό κι ένα αυτοκίνητο με ζυγό αριθμό κυκλοφορίας!) Κυρίως όμως οι δυο απανωτές πετρελαϊκές κρίσεις ήταν που οδήγησαν όλους -μα όλους- τους πολιτικούς της εποχής στην απόφαση για τη μεγάλη ανάπτυξη των λιγνιτών, προκειμένου να θωρακιστεί η χώρα απέναντι στις πετρελαϊκές κρίσεις. Απέναντι στον τότε "μαύρο χρυσό", όπως έλεγαν το πανάκριβο πετρέλαιο, ορθώθηκε, ως εγχώριο αντίπαλο δέος ο "Λιγνίτης: ο δικός μας μαύρος χρυσός". Και η αξία του λιγνίτη συνδέθηκε οικονομικά και πολιτικά με την αξία του πετρελαίου.
Το 1970 στη χώρα υπήρχαν, από λιγνιτικές μονάδες, ο ΑΗΣ Αλιβερίου (230MW), ο ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ (43MW), ο ΑΗΣ Πτολεμαΐδας (320MW) και ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης (250MW), δηλαδή 843MW επί συνόλου 2.600 MW στο ηπειρωτικό σύστημα, ποσοστό 32,4%. Το 1981 είχαν ήδη προστεθεί η 4η μονάδα της Πτολεμαΐδας (300MW), ο ΑΗΣ Καρδιάς (1200MW) και η 3η μονάδα της Μεγαλόπολης (300MW). Ο ΑΗΣ Αλιβερίου είχε μετασκευαστεί για να καίει μαζούτ και η χώρα είχε 2.413 MW επί συνόλου 5.500 MW στο ηπειρωτικό σύστημα, ποσοστό 43,9%. Στη δεκαετία του 1980 κατασκευάζονται οι 4 μονάδες του ΑΗΣ Αγ.Δημητρίου (1220MW) και οι 2 μονάδες του Αμυνταίου (600MW). Στη δεκαετία του 1990 κατασκευάζονται η 4η Μονάδα της Μεγαλόπολης (300MW) και η 5η μονάδα του ΑΗΣ Αγ.Δημητρίου (375MW). Τελευταία μονάδα που κατασκευάστηκε ήταν ο ΑΗΣ Μελίτης (330MW), το 2003. Η επόμενη μονάδα που θα κατασκευαστεί, κάπου στο 2018-19, είναι η Πτολεμαΐδα 5 (660MW), που ουσιαστικά αντικαθιστά τον παλιό ΑΗΣ Πτολεμαΐδας μαζί με τον ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ. Όμως απ' το 2003 θα έχουν μεσολαβήσει 15-16 χαμένα χρόνια και η χώρα θα πληρώσει πανάκριβα τη μηδέποτε δημοσιοποιημένη απόφαση των πολιτικών να αντικαταστήσουν, μετά το 2020, το λιγνιτικό ΑΗΣ Καρδιάς (1220MW) με μονάδες φυσικού αερίου. Γι' αυτό έχουμε γράψει, από την πρώτη ανάρτηση, ότι το μόνο που μας σώζει είναι να βρούμε γρήγορα φυσικό αέριο στην Κρήτη!
Οι αναρτήσεις μας βρίσκονται και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Δείτε μας λοιπόν τώρα και στο Facebook και κάντε Like στη σελίδα μας!
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου δεν είναι αριθμητική, δεν είναι λογιστική. Είναι πρώτα απ' όλα πολιτική, γεωπολιτική: ο λιγνίτης είναι η μεγάλη εγχώρια πηγή ενέργειας και θωρακίζει τη χώρα απέναντι σε εξωτερικές επιδράσεις. Κι αυτό πώς μπορεί να αποτιμηθεί οικονομικά; Ίσως με τη μείωση του ΑΕΠ, που θα είχε επιφέρει όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα η έλλειψη λιγνίτη; Ο λιγνίτης αξίζει τόσο, όση σημασία του δίνεις. Σε παλιότερες εποχές, που κάποιοι απ' τους σημερινούς πολιτικούς δεν είχαν γεννηθεί καν, ο λιγνίτης θεωρούνταν η κορυφαία πηγή ενεργειακής ασφάλειας για τη χώρα, κυριολεκτικά "ο δικός μας μαύρος χρυσός". Σε νεότερες εποχές, εποχές εύκολου δανεικού χρήματος, που η χώρα ξέχασε ότι πρέπει να παράγει με τις δικές της δυνάμεις κι ακολούθησε τον εύκολο δρόμο να εισάγει τα πάντα, σε εποχές βαθιάς διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, σε εποχές ηθικής και οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας, ο λιγνίτης κατέληξε να απαξιώνεται απ' τους πολιτικούς και να κινδυνεύει με χωματοποίηση.
Για όσους επιμένουν να ξεπεράσουν τη γεωπολιτική διάσταση ασφάλειας που δίνει ο λιγνίτης στη χώρα κι επιμένουν να βρουν οπωσδήποτε ένα νούμερο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης. Ένας ψυχρός και μικρόψυχος τρόπος, καλός μόνο για λογιστές και γραφειοκράτες, είναι να δει κανείς τη λογιστική καταγραφή των λιγνιτικών αποθεμάτων στα βιβλία της ΔΕΗ. Ένας άλλος τρόπος είναι να πάρει το ύψος των αποθεμάτων και να προσπαθήσει να τους δώσει κάποια αριθμητική αξία, ας πούμε 0,1 ευρώ/κιλό. Έχουμε ήδη πει ότι, μόνο στα μεγάλα κοιτάσματα, καθόμαστε πάνω σε 2,8 δισεκατομμύρια τόνους αποθέματα λιγνίτη. Ο πολύ απλός λογαριασμός 2.800.000.000.000 κιλά x 0,1 ευρώ/κιλό δίνει 280.000.000.000 ευρώ, 280 δισεκατομμύρια ευρώ. Ένας τρίτος τρόπος είναι να υπολογίσει κανείς την αξία του λιγνίτη ως αξία ισοδύναμου πετρελαίου: έχουμε ήδη πει ότι, χοντρικά, ένας τόννος λιγνίτη Πτολεμαΐδας αντιστοιχεί σε ένα βαρέλι αργό πετρέλαιο. Το πετρέλαιο είναι "καρφωμένο" στα 100-110 δολάρια, επομένως ο πολύ απλός λογαριασμός 2.800.000.000 βαρέλια x 100 δολάρια/βαρέλι δίνει 280.000.000.000 δολάρια. Ένας τέταρτος τρόπος είναι να δει κανείς τη δυνατότητα μετατροπής του λιγνίτη σε πετρέλαιο diesel (η μέθοδος μετατροπής υπάρχει απ' το 1920, η τεχνολογία ήδη εφαρμόζεται σε Κίνα και Αυστραλία): τα 2,8 δισ. τόννοι εκτιμάται ότι μπορούν να δώσουν 350 δισ. λίτρα diesel (το νούμερο είναι από μία μόνο πηγή και χρειάζεται διασταύρωση) αξίας σημερινής προς 1,4 ευρώ/λίτρο. Κι ένας πέμπτος τρόπος είναι να υπολογίσεις την ηλεκτρική ενέργεια που μπορείς να παράγεις απ' το λιγνίτη και να την ανάγεις σε ευρώ με τα 59 ευρώ/MWh, που είναι το κόστος που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΔΕΗ. Κι αν θυμηθούμε κάποιο άλλο τρόπο, ίσως επανέλθουμε σε μελλοντική ανάρτηση.
Όλοι αυτοί είναι βέβαια απλοϊκοί κι εμπειρικοί τρόποι υπολογισμού, χωρίς καμιά μετατροπή μελλοντικών εισροών σε παρούσα αξία. Αλλά κανένας δεν πρέπει να ξεχνάει το πιο βασικό απ' όλα: ο λιγνίτης είναι εγχώρια πηγή και δεν χρειάζεται να ξοδέψουμε συνάλλαγμα για να τον εισάγουμε, σε μια εποχή που η χώρα, η οποία πλέον δεν έχει δικό της νόμισμα, είναι χρεοκοπημένη και δανείζεται για να πληρώνει μισθούς, συντάξεις και εισαγωγές. Έχουμε δικά μας αποθέματα, έχουμε δικά μας λιγνιτωρυχεία, έχουμε ήδη δικά μας μηχανήματα, έχουμε ήδη δικούς μας ΑΗΣ, έχουμε -ακόμα- δικό μας τεχνικό προσωπικό, τα έχουμε ήδη όλα! Τώρα αν εσείς επιμένετε να πιστεύετε τους ΣαμαροΒενιζελοΣτουρναραίους, ότι έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, ότι θα βρέχει λεφτά και μετά τις ευρωεκλογές κι ότι θα βγούμε κι απ' τα μνημόνια, ε, σ' αυτή την περίπτωση σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά και παραδίνεται, η βλακεία είναι ανίκητη. Γιατί το έργο με την τρόικα δεν το βλέπουμε πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έχουμε ξαναδεί το 1898 και το βλέπαμε για 80 χρόνια μετά. Κι αν τυχόν έχετε υποβάλλει αίτηση για σύνταξη, καλύτερα ρωτήστε πρώτα τον Όλι Ρεν, το Γερμανό κοινοτικό Επίτροπο, αν και πότε θα πάρετε ποτέ σύνταξη και τι σύνταξη θα είναι αυτή. Κατά τα λοιπά, δώστε βάση στην επικοινωνιακή καταιγίδα, που θα υποστούμε απ' τα δελτία προπαγάνδας των 8 μέχρι τις εκλογές. Ή, απλά, γυρίστε τους την πλάτη, αλλάξτε κανάλι ή κλείστε την τηλεόραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου