Δημοσιεύθηκε χθες ένα άρθρο για το λιγνίτη στο protagon.gr, έναν ιστότοπο που δεν περιμένει κανείς να δει θεματολογία για το λιγνίτη. Είναι καλό να ανοίγει η συζήτηση για το λιγνίτη σε τέτοιους χώρους, ιδίως τώρα που "τρέχει" η Επιτροπή Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού του ΥΠΕΚΑ. Το βασικό πρόβλημα είναι ποιό προσανατολισμό θα πάρει η ενεργειακή μας πολιτική τα επόμενα χρόνια, ποιό θα είναι το μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής και ποιό θα είναι το καύσιμο, με το οποίο θα παράγουμε το φορτίο βάσης του συστήματος. Η μεταπολεμική Ελλάδα έδωσε κατ' επανάληψη την απάντηση, απ΄τη δεκαετία του 1950, αμέσως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο και μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1990, η απάντηση ήταν ο λιγνίτης. Στη συνέχεια μας προέκυψε το φυσικό αέριο, σε τιμές πιο ακριβές απ' όλη την Ευρώπη κι ακολούθησε η πανάκριβη περιπέτεια της "πράσινης" παράνοιας. Ώρα λοιπόν να ξανανοίξουμε για τα καλά τη συζήτηση για το λιγνίτη κι αυτό το άρθρο βοήθησε να μπει η συζήτηση σε κύκλους που ίσως δεν είχαν ξανακούσει για λιγνίτη και ηλεκτρική ενέργεια ή σε κύκλους δηλητηριασμένους από τη χολή των διάφορων ΜΚΟ, που θέλουν να μας αφήσουν χωρίς ρεύμα το 2020. Στα έργα της ηλεκτρικής ενέργειας το 2020 πρακτικά σημαίνει "αύριο το πρωί".
Η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποθηκεύεται. Κι αν μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις χρειάζεται δίκτυα και έχει απώλειες μεταφοράς, που καθιστούν τη μεταφορά ασύμφορη (εκτός αν το κόστος παραγωγής είναι χαμηλό και «αντέχει» την επιβάρυνση του κόστους μεταφοράς).
Οι αναρτήσεις μας βρίσκονται και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Πατήστε Like στη σελίδα μας, για να μαθαίνετε τις αναρτήσεις μας!
Το άρθρο έχει ως εξής:
Να μιλήσουμε για τον λιγνίτη;
Η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποθηκεύεται. Κι αν μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις χρειάζεται δίκτυα και έχει απώλειες μεταφοράς, που καθιστούν τη μεταφορά ασύμφορη (εκτός αν το κόστος παραγωγής είναι χαμηλό και «αντέχει» την επιβάρυνση του κόστους μεταφοράς).
Η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται για να καλύψει τη ζήτηση, που μεταβάλλεται στιγμιαία (ζήτηση που διαμορφώνεται από τις στιγμιαίες απαιτήσεις της βιομηχανίας, τον φωτισμό οικισμών και οικιών, κ.ο.κ.) στη διάρκεια του 24ώρου, στη διάρκεια του μήνα, στη διάρκεια των εποχών, στη διάρκεια του έτους. Για να καλυφθεί η μεταβαλλόμενη ζήτηση στη διάρκεια του 24ώρου, κάθε στιγμή πρέπει να υπάρχει αντίστοιχη παραγωγή και ανάλογη εφεδρεία. Σε επίπεδο έτους, η ελάχιστη ζήτηση, σε όλη την διάρκεια του χρόνου (φορτίο βάσης), κυμαίνεται μεταξύ 4.000 και 6.000 MW. Η μέγιστη ζήτηση (φορτίο αιχμής, που ζητείται στιγμιαία ή για λίγες ώρες) κυμαίνεται μεταξύ 8.000 και 10.000 ΜW, ή και οριακά παραπάνω, σε περιόδους καύσωνα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σε όλο τον κόσμο η βασική και φθηνή ηλεκτροπαραγωγή για το φορτίο βάσης, και μέρους του μεταβλητού φορτίου, γίνεται με μεγάλες θερμικές μονάδες με καύσιμο το κάρβουνο (λιγνίτη στην Ελλάδα) ή τα πυρηνικά. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, λόγω κόστους, χρησιμοποιούνται κυρίως στις χώρες του Κόλπου ή σε μικρά κι απομονωμένα συστήματα όπως η Κύπρος ή η Κρήτη. Το υπόλοιπο μέρος της καμπύλης φορτίου καλύπτεται από μονάδες άλλου τύπου, που πρέπει να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: να μπαινοβγαίνουν εύκολα στο σύστημα, να συγχρονίζονται εύκολα και να έχουν όσο πιο χαμηλό κόστος. Μέχρι τώρα αυτό παρέχεται με επάρκεια από υδροηλεκτρικά σε χώρες όπως ο Καναδάς, η Σουηδία, η Νορβηγία ή η Βραζιλία -χώρες, δηλαδή, με υδάτινους πόρους ικανούς να υποστηρίζουν τα μεγάλα υδροηλεκτρικά τους ως την αξιόπιστη εφεδρεία του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής.
Οι μονάδες φυσικού αερίου μπαίνουν εύκολα στο σύστημα και συγχρονίζονται εύκολα, αλλά το κόστος καυσίμου είναι υψηλό. Επιπλέον, οι θερμικές μονάδες έχουν «τεχνικά ελάχιστα». Δηλαδή, όταν δουλεύουν πρέπει να δίνουν ένα ελάχιστο φορτίο, είτε χρειάζεται είτε όχι -ενέργεια που παράγεται και πρέπει να πληρώνεται (όπως και τα δικαιώματα εκπομπής CO2), παρόλο που δεν χρειάζεται. Οι ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) έχουν έντονη στοχαστικότητα στη λειτουργία τους, δηλαδή, έντονη μεταβλητότητα στην παραγωγή, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην καμπύλη της ζήτησης φορτίου. Λόγω της μεγάλης στοχαστικότητας, στη Μελέτη Επάρκειας Ισχύος 2013-2020 του ΑΔΜΗΕ τα αιολικά λαμβάνονται υπόψη με συντελεστή διαθεσιμότητας/αξιοπιστίας 10% ενώ οι λιγνιτικές μονάδες με 97%. Τα φωτοβολταϊκά, παρά τις μειώσεις τιμών, εξακολουθούν να είναι ακριβά.
Στην Ελλάδα, στο διασυνδεμένο σύστημα, το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής στο τέλος του 2013, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, είναι :
- Λιγνίτης 46% (βαίνει μειούμενο)
- Φυσικό αέριο 24% (βαίνει αυξανόμενο)
- ΑΠΕ 15%
- Υδροηλεκτρικά 11%
- Εισαγωγές 4%
Η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα παράγεται από τον λιγνίτη σε Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς (ΑΗΣ), κυρίως στη Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Φλώρινα) και στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας. Ο τελευταίος λιγνιτικός ΑΗΣ που εντάχθηκε στο σύστημα ήταν ο ΑΗΣ Μελίτης (330ΜW) στη Φλώρινα, το 2003. Έκτοτε, πολλοί ΑΗΣ με φυσικό αέριο εντάχθηκαν στο σύστημα από τρίτους - σταθμοί χαμηλού κόστους επένδυσης αλλά υψηλού κόστους λειτουργίας.
Το νεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, αποτελεί κορυφαίο ζήτημα για την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Η ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα βασίστηκε μεταπολεμικά στον λιγνίτη –παλαιότερα κάλυπτε το 80% (το υπόλοιπο ήταν νερό και μαζούτ). Ένας τόνος λιγνίτη Πτολεμαΐδας (1300 θερμίδες/κιλό) ισοδυναμεί με ένα βαρέλι πετρέλαιο. Επομένως, μόνο στα μεγάλα κοιτάσματα (1,5 δισ. τόνοι στη Δυτική Μακεδονία, 200 εκατ. τόνοι στη Μεγαλόπολη, 900 εκατ. τόνοι στη Δράμα, 170 εκατ. τόνοι στην Ελασσόνα), καθόμαστε πάνω σε περισσότερα από τρία δισεκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εισαγωγή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή προβλεπόταν να φθάσει το 12%. Ήδη το 2013 είχε φθάσει στο 24%, με αυξητικές τάσεις. Η άνοδος στην τιμή του πετρελαίου καθιστά την παραγωγή με φυσικό αέριο απαγορευτικά ακριβή. Την ίδια στιγμή, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες (χαλυβουργία, μεταλλουργία, τσιμέντου, υαλουργία, κ.α.) ζητούν επίσημα 27.500 GWh λιγνιτικής παραγωγής. Όμως, η λιγνιτική παραγωγή το 2014 αναμένεται στα 21000 GWh. Mε το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ στα 60 ευρώ περίπου ανά ΜWh (χρειάζονται χοντρικά 2 τόνοι λιγνίτη ανά MWh), μήπως είναι ανάγκη ν’ αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα τα λιγνιτικά μας αποθέματα;
Γιατί είναι σίγουρα ανάγκη -αν το αντέχουμε- να συζητήσουμε, ξανά, το βέλτιστο μείγμα στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας μας.
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου