Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Δώστε λιγνίτη, αλλά όχι τη ΔΕΗ. Υπάρχουν αποθέματα 1,2 δισ. τόνων λιγνίτη που μπορούν να εκχωρηθούν για ιδιωτική παραγωγή


στην Εκευθεροτυπία Παρ' όλο που η προσαρμογή της ενεργειακής πολιτικής της χώρας στις αλλαγές του διεθνούς περιβάλλοντος συζητιέται, χωρίς να έχει σημειωθεί καμία πρόοδος, για τουλάχιστον μία δεκαετία, σήμερα, υπό την απειλή της δαμόκλειου σπάθης του Μνημονίου, η χώρα ταλαντεύεται αμήχανη μεταξύ δημόσιας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της ΔΕΗ (εκχώρηση 17%, διάσπαση 40%, μικρή και μεγάλη ΔΕΗ), μεταξύ αφανισμού και μετασχηματισμού.
Η αμυντική στάση που ακολουθήθηκε αποδείχθηκε αυτοκαταστροφική. Ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός απαξιώνεται. Η παραγωγικότητα, αντί να αυξάνεται, φθίνει. Δεν καταφέρνει ούτε να αυτοπεριοριστεί ούτε να
οικουμενικοποιηθεί και να αποτινάξει τις βαθιά συντηρητικές νοοτροπίες της μονοπωλιακής περιόδου. Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος προβάλλει ως αναπόφευκτη και κάθε προσπάθεια να παραμείνει η ΔΕΗ κρατική και ενιαία θεωρείται καθυστέρηση του αναπόφευκτου.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, τα πρώην κρατικά μονοπώλια ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, επέλεξαν το ξεπερασμένο μοντέλο των εξαγορών, συγχωνεύσεων και ιδιωτικοποιήσεων· να γίνουν, δηλαδή, ισχυρότερα αυξάνοντας το μέγεθός τους.
Επτά εταιρείες
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. πείστηκαν ότι, για να επιβιώσουν στις διεθνείς αγορές, χρειάζονται μεγάλες επιχειρήσεις. Οι αντιμονοπωλιακές πολιτικές έμειναν στην άκρη, ώστε οι νέοι γίγαντες να ανταγωνιστούν το φάντασμα του Στάλιν ή τη σύγχρονη καπιταλιστική απειλή του Πούτιν, την τεράστια κρατική Gazprom.
Ενώ πρωταρχικός στόχος της ευρωπαϊκής οδηγίας για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας ήταν να διασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, αντίθετα οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης. Επτά εταιρείες -the seven brothers, με σκωπτική παραπομπή στις πετρελαϊκές seven sisters- ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια. Αντί για μείωση, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας οδήγησε σε υψηλότερες τιμές.
Εξαγορές, συγχωνεύσεις και ιδιωτικοποιήσεις όντως αποτέλεσαν το κύριο συστατικό και την κινητήρια δύναμη των επενδύσεων στην Ε.Ε. Σύμφωνα με την Ernst & Young, ανήλθαν στα 300 δισ. από το 1999 ώς το 2006 και θεωρούνται ένας θεμελιώδης μηχανισμός της παγκοσμιοποίησης. Το ουσιώδες ωστόσο δεν βρίσκεται στις συγχωνεύσεις, στις εκχωρήσεις/διασπάσεις και στην αλλαγή της ιδιοκτησίας και του ελέγχου ως κύριου τρόπου δημιουργίας ανάπτυξης και πλούτου. Το ουσιώδες υπήρξε στις συμμαχίες όλων των ειδών, στις κοινοπραξίες, στις μετοχοποιήσεις, στις συνεργασίες έρευνας, στις εταιρικές σχέσεις και, συχνά, στις «συμφωνίες χειραψίας».
Μεταξύ της πληθώρας των μελετών -Harvard, Yale, Wharton School, Peter Drucker, Booz Allen Hamilton κ.λπ.- που τονίζουν τις δυνατότητες/ευκαιρίες των συμμαχιών και των συνεργασιών, την πιο ισχυρή ίσως εμπιστοσύνη στις συμμαχίες την έδωσε ένα άρθρο του «Forbes»: «Οι στατιστικές μας αναλύσεις δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις με περισσότερες κοινοπραξίες, συμμαχίες, καθώς και άλλες μορφές συμπράξεων, παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερες αγοραίες αξίες». Το άρθρο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «στη συνδεδεμένη οικονομία, οι συνδέσεις είναι το θέμα. Οι συμμαχίες είναι απίστευτα, ακόμη και αποφασιστικά, σημαντικές».
Αυτό που βιώνουμε είναι μια αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος, μια μεγάλης κλίμακας αναδιοργάνωση του τρόπου σκέψης μας, την οποία μας επιβάλλουν τα νέα από τα επιστημονικά πεδία της κβαντικής μηχανικής, της χημείας, της αυτοοργάνωσης, της θερμοδυναμικής, της πληροφορικής και, πιο πρόσφατα, του φαινομένου της ανάδυσης, της εμφάνισης συλλογικών ιδιοτήτων που δεν μπορούν να βρεθούν στα μεμονωμένα μέλη. Το νέο παράδειγμα έχει συμβάλει συνολικά στην αποδόμηση και την πτώση της παραδοσιακής μηχανιστικής προσέγγισης, που χαρακτηρίστηκε από κατακερματισμό, αυταρχισμό, ιδιοποίηση και αναγωγισμό. Ταυτόχρονα, έχει βοηθήσει στην κατανόηση των δικτύων σχέσεων και συνεργασίας και του πώς η ολότητα είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της.
Μπορεί βάσιμα πλέον να υποστηριχθεί, γράφει ο νομπελίστας φυσικός R. Laughlin, πως η επιστήμη έχει προχωρήσει από μια εποχή αναγωγισμού σε μια εποχή ανάδυσης, ένα χρονικό σημείο όπου η έρευνα για τις έσχατες αιτίες των πραγμάτων μεταστρέφεται από τη συμπεριφορά των μερών στη συμπεριφορά του όλου. Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι το κυρίαρχο αυτή τη στιγμή παράδειγμα είναι οργανωσιακό.
Στις νέες συμμαχίες, συνεργασίες και συν-υπάρξεις, management δεν σημαίνει έκδοση εντολών και ελέγχου στη βάση της ιδιοκτησίας/κυριότητας. Η συνοχή τους δεν διασφαλίζεται από την ιδιοκτησία, αλλά από τη στρατηγική. Οι συμμαχίες, οι κοινοπραξίες, τα μειοψηφικά πακέτα, οι συμφωνίες τεχνογνωσίας και οι συμβάσεις γίνονται όλο και περισσότερο τα δομικά στοιχεία μιας συνομοσπονδίας. Αυτό το είδος της οργάνωσης χρειάζεται ένα νέο είδος ηγεσίας. Το «ξεπερασμένο και ακατάλληλο» ηρωικό μοντέλο ηγεσίας -του στρατιώτη, του μοναχικού καβαλάρη, που φέρει σε πέρας μόνος του μια αποστολή διάσωσης- δίνει χώρο στη «μετα-ηρωική» αντίληψη της ηγεσίας, της ηγεσίας της «κοινής ευθύνης».
Η πλέον συμβατική ιδέα, ότι ο ανταγωνισμός για τους ανεπαρκείς πόρους είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς -το bellum omnium contra omnes (πόλεμος πάντων κατά πάντων), η ηθική του Χομπς και του Δαρβίνου-, κάνει χώρο για την εμφάνιση της ριζοσπαστικής ιδέας του «κοινωνικού συμβολαίου» του Ρουσό, ότι η συνεργασία είναι πιο ζωτική για την επιβίωση και την πρόοδο.
Απόφαση - σταθμός
Και στην ελληνική πραγματικότητα, η ιδιωτικοποίηση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή για τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλαισίου· ούτε επιβάλλεται από καμία οδηγία. Η απόφαση των Ευρωπαίων δικαστών του περασμένου Οκτωβρίου -«η ΔΕΗ δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά λιγνίτη»- όχι μόνον απεγκλωβίζει τη χώρα/ΔΕΗ από την υποχρέωση που επέβαλαν αποφάσεις της Κομισιόν να εκχωρήσει μέρος της λιγνιτικής της παραγωγής σε ιδιώτες, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και ένα πρόταγμα δράσης προς κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο -Κομισιόν, κυβέρνηση, επιχείρηση, δυνητικούς επενδυτές, συνδικάτα, τρόικα- για τη διευκόλυνση ανάπτυξης νέων επιχειρήσεων που θα δημιουργήσουν ανταγωνιστικές συνθήκες προς αμοιβαίο όφελος όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
Η κυβέρνηση, αντί ιδιωτικοποίησης, μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Υπάρχουν ικανά διαθέσιμα αποθέματα 1,2 δισ. τόνων λιγνίτη που μπορούν να εκχωρηθούν για ιδιωτική παραγωγή - με την προϋπόθεση ότι θα επανεκτιμηθούν με τιμές αγοράς η σπανιότητα και η περιβαλλοντική συνιστώσα του πόρου.

* Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι χημικός μηχανικός, BS, MS Columbia University, ΜΒΑ University of Sheffield, πρώην πρόεδρος των Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας και τέως αντιπρόεδρος του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ.

πηγή http://www.enet.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου