ΝΕΑ αύξηση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή τους από 1ης Ιουλίου του 2013 πιθανολογείται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την ενεργειακή εξάρτηση των χωρών-μελών και επαναλαμβάνεται η πρόταση για πώληση περιουσιακών στοιχείων της ΔΕΗ, όπως τα λιγνιτωρυχεία.
Σε ό,τι αφορά την εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο στην έκθεση σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει καλό αλλά ανεξερεύνητο δυναμικό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, ενώ τονίζεται ότι πάνω από το 50% της ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγόμενο πετρέλαιο, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια από τις πιο ευάλωτες ευρωπαϊκές χώρες ως προς την ασφάλεια εφοδιασμού.
Πάντως στην έκθεση γίνεται αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των ερευνών με την προκήρυξη τριών «οικοπέδων» (Ιωάννινα, Πατραϊκός κόλπος, Κατάκολο) σε ζώνες που, όπως αναφέρεται, δεν υπάρχουν γεωπολιτικά ζητήματα όπως η οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Τονίζεται, ωστόσο, ότι οι αβεβαιότητες ως προς το μέγεθος των κοιτασμάτων και τη δυνατότητα αξιοποίησής τους είναι ακόμη τόσο μεγάλες που δεν επιτρέπουν την αλλαγή των προτεραιοτήτων της ενεργειακής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, της γενικής διεύθυνσης οικονομικών υποθέσεων της ΕΕ:
- Η εξάρτηση από το εισαγόμενο αργό αντισταθμίζεται εν μέρει από τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού (Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Λιβύη, Ιράκ, Καζακστάν και παλαιότερα Ιράν) και από το γεγονός ότι το υπόλοιπο 50% των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύπτεται από εγχώριες πηγές όπως ο λιγνίτης και οι ανανεώσιμες, ενώ αυξάνεται και η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο.
- Στον τομέα της διύλισης επισημαίνεται ότι η αγορά χαρακτηρίζεται από υπερρύθμιση και συγκέντρωση σε δύο παίκτες (ΕΛΠΕ και Μότορ Όιλ) καθώς κι ότι εγχώριες και ευρωπαϊκές αρχές έχουν επισημάνει έλλειψη ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.
- Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας οι βασικές προκλήσεις παραμένουν η κυριαρχία της ΔΕΗ, η έλλειψη ανταγωνισμού και η συσσώρευση χρεών (απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύματος, έλλειμμα του λογαριασμού των ανανεώσιμων πηγών, οφειλές προς τη ΔΕΠΑ, κ.ά.).
- Και στον τομέα του φυσικού αερίου επισημαίνεται ότι τα χρέη προς τη ΔΕΠΑ ύψους 300 εκατ. ευρώ αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ιδιωτικοποίηση της εταιρίας καθώς και ότι η εξάρτηση από τη Ρωσία, που ήταν 80% το 2005, έχει περιοριστεί στο μισό καθώς αυξήθηκαν οι εισαγωγές φυσικού αερίου από την Τουρκία και η χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Για τις ανανεώσιμες πηγές η Κομισιόν εκτιμά ότι η ανάπτυξή τους στηρίχθηκε στις υψηλές τιμές απορρόφησης της «πράσινης» ενέργειας οι οποίες όμως οδήγησαν σε αύξηση του ελλείμματος για το λογαριασμό χρηματοδότησης των ΑΠΕ. Σημειώνεται επίσης η λήψη μέτρων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012 (που συνεχίστηκε και εφέτος) για την αντιμετώπιση του ελλείμματος αυτού.
Η ΕΕ επισημαίνει τέλος ότι λόγω και της οικονομικής κρίσης η χώρα μας υπερκάλυψε τους στόχους του Κιότο για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είχε αναλάβει την υποχρέωση στο διάστημα 2008- 2012 να μην αυξήσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα περισσότερο από 25% σε σχέση με το 1990. Το ποσοστό αύξησης τελικά ήταν σημαντικά χαμηλότερο (15,2%). Τονίζεται, ωστόσο, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος του 2020 (μείωση των εκπομπών κατά 4% σε σχέση με το 2005) θα χρειαστεί η λήψη επιπρόσθετων μέτρων.
Σε ό,τι αφορά την εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο στην έκθεση σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει καλό αλλά ανεξερεύνητο δυναμικό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, ενώ τονίζεται ότι πάνω από το 50% της ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγόμενο πετρέλαιο, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια από τις πιο ευάλωτες ευρωπαϊκές χώρες ως προς την ασφάλεια εφοδιασμού.
Πάντως στην έκθεση γίνεται αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των ερευνών με την προκήρυξη τριών «οικοπέδων» (Ιωάννινα, Πατραϊκός κόλπος, Κατάκολο) σε ζώνες που, όπως αναφέρεται, δεν υπάρχουν γεωπολιτικά ζητήματα όπως η οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Τονίζεται, ωστόσο, ότι οι αβεβαιότητες ως προς το μέγεθος των κοιτασμάτων και τη δυνατότητα αξιοποίησής τους είναι ακόμη τόσο μεγάλες που δεν επιτρέπουν την αλλαγή των προτεραιοτήτων της ενεργειακής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, της γενικής διεύθυνσης οικονομικών υποθέσεων της ΕΕ:
- Η εξάρτηση από το εισαγόμενο αργό αντισταθμίζεται εν μέρει από τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού (Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Λιβύη, Ιράκ, Καζακστάν και παλαιότερα Ιράν) και από το γεγονός ότι το υπόλοιπο 50% των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύπτεται από εγχώριες πηγές όπως ο λιγνίτης και οι ανανεώσιμες, ενώ αυξάνεται και η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο.
- Στον τομέα της διύλισης επισημαίνεται ότι η αγορά χαρακτηρίζεται από υπερρύθμιση και συγκέντρωση σε δύο παίκτες (ΕΛΠΕ και Μότορ Όιλ) καθώς κι ότι εγχώριες και ευρωπαϊκές αρχές έχουν επισημάνει έλλειψη ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.
- Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας οι βασικές προκλήσεις παραμένουν η κυριαρχία της ΔΕΗ, η έλλειψη ανταγωνισμού και η συσσώρευση χρεών (απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύματος, έλλειμμα του λογαριασμού των ανανεώσιμων πηγών, οφειλές προς τη ΔΕΠΑ, κ.ά.).
- Και στον τομέα του φυσικού αερίου επισημαίνεται ότι τα χρέη προς τη ΔΕΠΑ ύψους 300 εκατ. ευρώ αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ιδιωτικοποίηση της εταιρίας καθώς και ότι η εξάρτηση από τη Ρωσία, που ήταν 80% το 2005, έχει περιοριστεί στο μισό καθώς αυξήθηκαν οι εισαγωγές φυσικού αερίου από την Τουρκία και η χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Για τις ανανεώσιμες πηγές η Κομισιόν εκτιμά ότι η ανάπτυξή τους στηρίχθηκε στις υψηλές τιμές απορρόφησης της «πράσινης» ενέργειας οι οποίες όμως οδήγησαν σε αύξηση του ελλείμματος για το λογαριασμό χρηματοδότησης των ΑΠΕ. Σημειώνεται επίσης η λήψη μέτρων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012 (που συνεχίστηκε και εφέτος) για την αντιμετώπιση του ελλείμματος αυτού.
Η ΕΕ επισημαίνει τέλος ότι λόγω και της οικονομικής κρίσης η χώρα μας υπερκάλυψε τους στόχους του Κιότο για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είχε αναλάβει την υποχρέωση στο διάστημα 2008- 2012 να μην αυξήσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα περισσότερο από 25% σε σχέση με το 1990. Το ποσοστό αύξησης τελικά ήταν σημαντικά χαμηλότερο (15,2%). Τονίζεται, ωστόσο, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος του 2020 (μείωση των εκπομπών κατά 4% σε σχέση με το 2005) θα χρειαστεί η λήψη επιπρόσθετων μέτρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου