του Αιμίλιου Μπούσιου
Πρώην. Δ/ντής Λιγνιτικού Κέντρου Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου
και Πρώην Γεν. Δ/ντής Ανάπτυξης ΔΕΗ
και Πρώην Γεν. Δ/ντής Ανάπτυξης ΔΕΗ
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη Ευρωζώνη, ο συναλλαγματικός κίνδυνος εξέλειψε και, μέχρι το 2009, ο άφθονος και φθηνός δανεισμός από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών θεωρήθηκε εργαλείο για ανάπτυξη και όχι αποτέλεσμα αυτής, ενώ στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων εμπεδώθηκε η αντίληψη, πως η επιτυχία δεν είναι απαραίτητα άμεσα συναρτημένη με την προσπάθεια.
Επρόκειτο για μια ολέθρια μαζική ψύχωση, που οδήγησε στα καταστροφικά τετελεσμένα που βιώνουμε σήμερα.
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ίσως ήταν η πιο αλόγιστη της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας. Τα πάντα μπορούσαν να εισαχθούν. Τα κέρδη σους τομείς των υπηρεσιών και του εμπορίου ήταν εξαιρετικά, ενώ η πολιτική και πνευματική ηγεσία είχε την πολυτέλεια να “σχεδιάζει” ανέμελα αναπτυξιακά μοντέλα για τη μεταβιομηχανική εποχή και να “προβληματίζεται” με την επίλυση προβλημάτων παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Και ξαφνικά, το 2009, διαπιστώθηκε ότι, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν εκτός ελέγχου. Η ανταγωνιστικότητα είχε καταρρεύσει, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις (το 2008 είχε φτάσει στο 14% του ΑΕΠ).
Ως απόρροια αυτού του αρνητικού μίγματος, εν μέσω μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές διέκοψαν το δανεισμό της χώρας.
Τώρα πια εμείς οι Eλληνες έχουμε αντιληφθεί ότι, το βιοτικό μας επίπεδο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις αξίες που δημιουργούμε. Γνωρίζουμε ότι, οι εισαγωγές μας πρέπει να αντισταθμίζονται με τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουμε και γνωρίζουμε ότι, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι, να αξιοποιήσουμε κάθε πηγή και κάθε εφεδρεία που ακόμα διαθέτουμε, όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται.
Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα της ενέργειας, αφενός μεν προσφέρεται -για λόγους που δεν είναι του παρόντος- αφετέρου δε είναι στρατηγικής σημασίας, διότι η ασφάλεια και η επάρκεια του εφοδιασμού ενέργειας με χαμηλό κόστος, επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η εξάρτησή της δε από ενεργειακές πηγές του εξωτερικού, είναι της τάξεως του 70%. Ποσοστό πολύ υψηλό, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, η ανάπτυξη και αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας στο μέγιστο δυνατό βαθμό, πρέπει να βρίσκεται πολύ ψηλά στον κατάλογο των προτεραιοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Η μόνη αξιόλογη εγχώρια πηγή ενέργειας που διαθέτει, προς το παρόν τουλάχιστον, η Ελλάδα είναι ο λιγνίτης. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από την καύση του, καλύπτει σήμερα το 60% περίπου των αναγκών της χώρας.
Η συστηματική εκμετάλλευσή του ξεκίνησε τη δεκαετία του ʽ50. Τα αποτελέσματα υπήρξαν θεαματικά και τα κεφάλαια που διατέθηκαν, αξιοποιήθηκαν αποδοτικά όσο σε κανέναν άλλο παραγωγικό τομέα της χώρας. Συνέβαλλαν καθοριστικά στην ανάπτυξή της Ελλάδας, στη μείωση της ενεργειακής της εξάρτησης και στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Με την πάροδο του χρόνου οι προβληματισμοί γύρω από θέματα ανάπτυξης διαφοροποιήθηκαν, οι τεχνολογικές εξελίξεις προσέφεραν νέες δυνατότητες και οι προτεραιότητες άλλαξαν. Για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, έπρεπε να είχαν εξοικονομηθεί πόροι για τον εκσυγχρονισμό των λιγνιτικών μονάδων, ή για την έγκαιρη αντικατάστασή τους με άλλες, βασισμένες σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Αυτό όμως δεν το κάναμε. Oσες λειτουργούν σήμερα είναι παλιάς τεχνολογίας, με χαμηλούς βαθμούς απόδοσης και αυξημένες εκπομπές CO2. Oμως, με δεδομένη την οικονομική συγκυρία, καθώς και την ανασφάλεια, που προοιωνίζεται στον εφοδιασμό ενεργειακών πρώτων υλών, η συμβολή τους στην επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας και στη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους σε χαμηλά επίπεδα, είναι ζωτικής σημασίας για την ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία. Η αξιοποίησή του λιγνίτη, ανεξαρτήτως των ενστάσεων και των αρνητικών προσεγγίσεων που τον συνοδεύουν, πρέπει, αναντίρρητα, να αξιολογηθεί ως μια “χρυσή” ευκαιρία και το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό, ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο εξόδου από την κρίση, το οποίο επιβάλλεται να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό.
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν σίγουρα υγιής αντίδραση. Οι λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να λειτουργούν στο μέγιστο της απόδοσής τους και, φυσικά, τα λιγνιτωρυχεία να διαθέτουν τις απαιτούμενες ποσότητες καυσίμου. Αυτό σημαίνει πως η ΔΕΗ θα έπρεπε να είχε εστιάσει την προσπάθειά της στην αύξηση της παραγωγής λιγνίτη, διότι εκτός από το οικονομικό όφελος που θα πετύχαινε γιαυτήν, θα συντελούσε και στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας, εξ αιτίας της αντίστοιχης μείωσης των εισαγωγών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
¼μως από τα στοιχεία παραγωγής λιγνίτη του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ) της τελευταίας δεκαετίας (2001-2011) αποτυπώνεται δυστυχώς το αντίθετο. Στη διετία 2010-2011 η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε κατά 18,5% (ή κατά 20,44 εκ. τόνους λιγνίτη) σε σχέση με τη διετία 2002-2003 και 9% (ή 8,86 εκ. τόνους) σε σχέση με τη διετία 2008-2009. Αυτό σημαίνει ότι, αν επιτυγχανόταν τη διετία 2010-2011 μια παραγωγή στα επίπεδα της διετίας 2002-2003, τότε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια από λιγνίτη θα ήταν αυξημένη κατά 10.000 GWh περίπου, με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής διότι, αυτό θα επιβαρυνόταν μόνον με τα έξοδα για τις απαραίτητες πρόσθετες εκσκαφές και διακινήσεις μαζών στα ορυχεία.
Με μια μέση οριακή τιμή του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της τάξεως των 70 ευρώ ανά MWH, η αντίστοιχη οικονομική απώλεια της ΔΕΗ μπορεί να εκτιμηθεί γύρω στα 600 εκατομμύρια ευρώ για τη διετία, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές φυσικού αερίου ή οι απευθείας εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, επιβάρυναν το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας κατά 700 έως 800 εκατομμύρια ευρώ.
Ποιες αιτιολογίες όμως θα μπορούσε να αντιτάξει η ΔΕΗ γιʼ αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα;
“Λόγοι περιβαλλοντικής ευαισθησίας επέβαλλαν την κατά το δυνατόν μείωση της παραγωγής λιγνίτη”.
Ακόμα και στην περίπτωση της πλήρους αποδοχής αυτού του αιτήματος, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη περίοδο δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό. Να ληφθεί δε υπόψη το γεγονός ότι, όταν λειτουργούν οι λιγνιτικές μονάδες με χαμηλά φορτία (κάτω από το δυναμικό που μπορούν να αποδώσουν) –αυτό συνέβη στην πραγματικότητα- ο βαθμός απόδοσής τους μειώνεται σημαντικά και γίνονται περισσότερο ρυπογόνες. Αν λειτουργούσαν δηλαδή με υψηλά φορτία τότε, η επιπλέον παραγόμενη ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί, ως ένα βαθμό, καθαρή.
“Η σχέση εκμετάλλευσης (ο αριθμός των κυβικών μέτρων μαζών που πρέπει να εκσκαφθούν και να διακινηθούν για την παραγωγή ενός τόνου λιγνίτη) στα ορυχεία της Δ. Μακεδονίας ήταν δυσμενέστερη κατά τη διετία 2010-2011 από αυτήν της διετίας 2002-2003 και αυτό είχε ως συνέπεια τη μειωμένη παραγωγή λιγνίτη”.
Η σχέση εκμετάλλευσης πράγματι χειροτέρευσε, όμως δεν αποτελεί δικαιολογία. ¼πως προκύπτει από τα στοιχεία παραγωγής του ΛΚΔΜ, οι συνολικές εκσκαφές με εξοπλισμό της ΔΕΗ (εξοπλισμός αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ) μειώθηκαν στις αντίστοιχες περιόδους κατά 13,86% και 8,41%, ενώ οι εκσκαφές και οι διακινήσεις μαζών που ανατέθηκαν σε εργολάβους, αυξήθηκαν κατά 206%!!! και 11% αντίστοιχα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, μια αδικαιολόγητη υστέρηση στις αποδόσεις του εξοπλισμού της ΔΕΗ και μια προφανής ευελιξία, την οποία διαθέτουν οι συνεργαζόμενοι με τη ΔΕΗ εργολάβοι, των οποίων η συμμετοχή στις διακινήσεις μαζών το 2011 έφτασε το 40%. Ποσοστό υπερβολικό, που πρέπει να προβληματίζει για το μέλλον μιας τόσο σημαντικής δραστηριότητας, όπως αυτή του ΛΚΔΜ.
“Η πρόσβαση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο, καθορίζεται από το σύστημα λειτουργίας της αγοράς και το όποιο αποτέλεσμα είναι απόρροια αυτού”.
Αν, πέρα από κάθε λογική, συνέβη όντως κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε άμεσα να είχε αναθεωρηθεί η λειτουργία του συστήματος Θα ήταν οξύμωρο, ένα σύστημα, που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τη λειτουργία μιας ελεύθερης αγοράς, να περιορίζει την πρόσβαση των φθηνότερων μονάδων παραγωγής και μάλιστα, σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.
Η μειωμένη παραγωγή λιγνίτη κατά την τελευταία κρίσιμη διετία δεν οφείλεται σε αντικειμενικά αίτια. Υπήρξε αποτέλεσμα βούλησης ή, ενδεχομένως, κακής διαχείρισης.
Για τη ΔΕΗ, μάλλον δεν θα είναι εύκολο να εκθέσει τα πραγματικά αίτια. Αυτό όμως που αδιαμφισβήτητα επιβάλλεται είναι:
Η ΔΕΗ αντί του εύκολου δρόμου της αύξησης των τιμολογίων της, να ακολουθήσει τον κοπιαστικό και επίπονο δρόμο της μέγιστης δυνατής αξιοποίησης των εφεδρειών που διαθέτει.
Αιμίλιος Μπούσιος
Πρώην. Δ/ντής
Λιγνιτικού Κέντρου
Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου
και Πρώην
Γεν. Δ/ντής Ανάπτυξης ΔΕΗ
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ίσως ήταν η πιο αλόγιστη της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας. Τα πάντα μπορούσαν να εισαχθούν. Τα κέρδη σους τομείς των υπηρεσιών και του εμπορίου ήταν εξαιρετικά, ενώ η πολιτική και πνευματική ηγεσία είχε την πολυτέλεια να “σχεδιάζει” ανέμελα αναπτυξιακά μοντέλα για τη μεταβιομηχανική εποχή και να “προβληματίζεται” με την επίλυση προβλημάτων παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Και ξαφνικά, το 2009, διαπιστώθηκε ότι, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν εκτός ελέγχου. Η ανταγωνιστικότητα είχε καταρρεύσει, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις (το 2008 είχε φτάσει στο 14% του ΑΕΠ).
Ως απόρροια αυτού του αρνητικού μίγματος, εν μέσω μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές διέκοψαν το δανεισμό της χώρας.
Τώρα πια εμείς οι Eλληνες έχουμε αντιληφθεί ότι, το βιοτικό μας επίπεδο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις αξίες που δημιουργούμε. Γνωρίζουμε ότι, οι εισαγωγές μας πρέπει να αντισταθμίζονται με τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουμε και γνωρίζουμε ότι, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι, να αξιοποιήσουμε κάθε πηγή και κάθε εφεδρεία που ακόμα διαθέτουμε, όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται.
Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα της ενέργειας, αφενός μεν προσφέρεται -για λόγους που δεν είναι του παρόντος- αφετέρου δε είναι στρατηγικής σημασίας, διότι η ασφάλεια και η επάρκεια του εφοδιασμού ενέργειας με χαμηλό κόστος, επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η εξάρτησή της δε από ενεργειακές πηγές του εξωτερικού, είναι της τάξεως του 70%. Ποσοστό πολύ υψηλό, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, η ανάπτυξη και αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας στο μέγιστο δυνατό βαθμό, πρέπει να βρίσκεται πολύ ψηλά στον κατάλογο των προτεραιοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Η μόνη αξιόλογη εγχώρια πηγή ενέργειας που διαθέτει, προς το παρόν τουλάχιστον, η Ελλάδα είναι ο λιγνίτης. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από την καύση του, καλύπτει σήμερα το 60% περίπου των αναγκών της χώρας.
Η συστηματική εκμετάλλευσή του ξεκίνησε τη δεκαετία του ʽ50. Τα αποτελέσματα υπήρξαν θεαματικά και τα κεφάλαια που διατέθηκαν, αξιοποιήθηκαν αποδοτικά όσο σε κανέναν άλλο παραγωγικό τομέα της χώρας. Συνέβαλλαν καθοριστικά στην ανάπτυξή της Ελλάδας, στη μείωση της ενεργειακής της εξάρτησης και στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Με την πάροδο του χρόνου οι προβληματισμοί γύρω από θέματα ανάπτυξης διαφοροποιήθηκαν, οι τεχνολογικές εξελίξεις προσέφεραν νέες δυνατότητες και οι προτεραιότητες άλλαξαν. Για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, έπρεπε να είχαν εξοικονομηθεί πόροι για τον εκσυγχρονισμό των λιγνιτικών μονάδων, ή για την έγκαιρη αντικατάστασή τους με άλλες, βασισμένες σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Αυτό όμως δεν το κάναμε. Oσες λειτουργούν σήμερα είναι παλιάς τεχνολογίας, με χαμηλούς βαθμούς απόδοσης και αυξημένες εκπομπές CO2. Oμως, με δεδομένη την οικονομική συγκυρία, καθώς και την ανασφάλεια, που προοιωνίζεται στον εφοδιασμό ενεργειακών πρώτων υλών, η συμβολή τους στην επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας και στη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους σε χαμηλά επίπεδα, είναι ζωτικής σημασίας για την ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία. Η αξιοποίησή του λιγνίτη, ανεξαρτήτως των ενστάσεων και των αρνητικών προσεγγίσεων που τον συνοδεύουν, πρέπει, αναντίρρητα, να αξιολογηθεί ως μια “χρυσή” ευκαιρία και το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό, ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο εξόδου από την κρίση, το οποίο επιβάλλεται να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό.
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν σίγουρα υγιής αντίδραση. Οι λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να λειτουργούν στο μέγιστο της απόδοσής τους και, φυσικά, τα λιγνιτωρυχεία να διαθέτουν τις απαιτούμενες ποσότητες καυσίμου. Αυτό σημαίνει πως η ΔΕΗ θα έπρεπε να είχε εστιάσει την προσπάθειά της στην αύξηση της παραγωγής λιγνίτη, διότι εκτός από το οικονομικό όφελος που θα πετύχαινε γιαυτήν, θα συντελούσε και στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας, εξ αιτίας της αντίστοιχης μείωσης των εισαγωγών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
¼μως από τα στοιχεία παραγωγής λιγνίτη του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ) της τελευταίας δεκαετίας (2001-2011) αποτυπώνεται δυστυχώς το αντίθετο. Στη διετία 2010-2011 η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε κατά 18,5% (ή κατά 20,44 εκ. τόνους λιγνίτη) σε σχέση με τη διετία 2002-2003 και 9% (ή 8,86 εκ. τόνους) σε σχέση με τη διετία 2008-2009. Αυτό σημαίνει ότι, αν επιτυγχανόταν τη διετία 2010-2011 μια παραγωγή στα επίπεδα της διετίας 2002-2003, τότε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια από λιγνίτη θα ήταν αυξημένη κατά 10.000 GWh περίπου, με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής διότι, αυτό θα επιβαρυνόταν μόνον με τα έξοδα για τις απαραίτητες πρόσθετες εκσκαφές και διακινήσεις μαζών στα ορυχεία.
Με μια μέση οριακή τιμή του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της τάξεως των 70 ευρώ ανά MWH, η αντίστοιχη οικονομική απώλεια της ΔΕΗ μπορεί να εκτιμηθεί γύρω στα 600 εκατομμύρια ευρώ για τη διετία, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές φυσικού αερίου ή οι απευθείας εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, επιβάρυναν το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας κατά 700 έως 800 εκατομμύρια ευρώ.
Ποιες αιτιολογίες όμως θα μπορούσε να αντιτάξει η ΔΕΗ γιʼ αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα;
“Λόγοι περιβαλλοντικής ευαισθησίας επέβαλλαν την κατά το δυνατόν μείωση της παραγωγής λιγνίτη”.
Ακόμα και στην περίπτωση της πλήρους αποδοχής αυτού του αιτήματος, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη περίοδο δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό. Να ληφθεί δε υπόψη το γεγονός ότι, όταν λειτουργούν οι λιγνιτικές μονάδες με χαμηλά φορτία (κάτω από το δυναμικό που μπορούν να αποδώσουν) –αυτό συνέβη στην πραγματικότητα- ο βαθμός απόδοσής τους μειώνεται σημαντικά και γίνονται περισσότερο ρυπογόνες. Αν λειτουργούσαν δηλαδή με υψηλά φορτία τότε, η επιπλέον παραγόμενη ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί, ως ένα βαθμό, καθαρή.
“Η σχέση εκμετάλλευσης (ο αριθμός των κυβικών μέτρων μαζών που πρέπει να εκσκαφθούν και να διακινηθούν για την παραγωγή ενός τόνου λιγνίτη) στα ορυχεία της Δ. Μακεδονίας ήταν δυσμενέστερη κατά τη διετία 2010-2011 από αυτήν της διετίας 2002-2003 και αυτό είχε ως συνέπεια τη μειωμένη παραγωγή λιγνίτη”.
Η σχέση εκμετάλλευσης πράγματι χειροτέρευσε, όμως δεν αποτελεί δικαιολογία. ¼πως προκύπτει από τα στοιχεία παραγωγής του ΛΚΔΜ, οι συνολικές εκσκαφές με εξοπλισμό της ΔΕΗ (εξοπλισμός αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ) μειώθηκαν στις αντίστοιχες περιόδους κατά 13,86% και 8,41%, ενώ οι εκσκαφές και οι διακινήσεις μαζών που ανατέθηκαν σε εργολάβους, αυξήθηκαν κατά 206%!!! και 11% αντίστοιχα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, μια αδικαιολόγητη υστέρηση στις αποδόσεις του εξοπλισμού της ΔΕΗ και μια προφανής ευελιξία, την οποία διαθέτουν οι συνεργαζόμενοι με τη ΔΕΗ εργολάβοι, των οποίων η συμμετοχή στις διακινήσεις μαζών το 2011 έφτασε το 40%. Ποσοστό υπερβολικό, που πρέπει να προβληματίζει για το μέλλον μιας τόσο σημαντικής δραστηριότητας, όπως αυτή του ΛΚΔΜ.
“Η πρόσβαση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο, καθορίζεται από το σύστημα λειτουργίας της αγοράς και το όποιο αποτέλεσμα είναι απόρροια αυτού”.
Αν, πέρα από κάθε λογική, συνέβη όντως κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε άμεσα να είχε αναθεωρηθεί η λειτουργία του συστήματος Θα ήταν οξύμωρο, ένα σύστημα, που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τη λειτουργία μιας ελεύθερης αγοράς, να περιορίζει την πρόσβαση των φθηνότερων μονάδων παραγωγής και μάλιστα, σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.
Η μειωμένη παραγωγή λιγνίτη κατά την τελευταία κρίσιμη διετία δεν οφείλεται σε αντικειμενικά αίτια. Υπήρξε αποτέλεσμα βούλησης ή, ενδεχομένως, κακής διαχείρισης.
Για τη ΔΕΗ, μάλλον δεν θα είναι εύκολο να εκθέσει τα πραγματικά αίτια. Αυτό όμως που αδιαμφισβήτητα επιβάλλεται είναι:
Η ΔΕΗ αντί του εύκολου δρόμου της αύξησης των τιμολογίων της, να ακολουθήσει τον κοπιαστικό και επίπονο δρόμο της μέγιστης δυνατής αξιοποίησης των εφεδρειών που διαθέτει.
Αιμίλιος Μπούσιος
Πρώην. Δ/ντής
Λιγνιτικού Κέντρου
Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου
και Πρώην
Γεν. Δ/ντής Ανάπτυξης ΔΕΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου